Στην προσέλκυση τουριστών κυρίως από την Τουρκία, την Ευρώπη αλλά και τη Ρωσία επικεντρώνεται πλέον το κατοχικό καθεστώς που θα επιχειρήσει να αναβαθμίσει τα τουριστικά πακέτα διακοπών ενόψει της καλοκαιρινής σεζόν. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Χουριέτ», ο «υπουργός» Τουρισμού του ψευδοκράτους Φίκρι Ατάογλου, δήλωσε πως πλέον ο τουρισμός στα κατεχόμενα θα δώσει βάση στην ιστορία, την φύση, τις αθλητικές δραστηριότητες και στον αγροτουρισμό.
Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε χρόνο επισκέπτονται τα κατεχόμενα ένα εκατομμύριο τουρίστες και στην παρούσα χειμερινή σεζόν υπάρχει πληρότητα μέχρι και 70 τοις εκατό σε ξενοδοχεία του ψευδοκράτους. Όσον αφορά την προτεραιότητα που έθεσε το «υπουργείο» για προσέλκυση Τούρκων τουριστών, ο κ. Ατάογλου, σημειώνει πως 90 τοις εκατό αυτών που διαμένουν στην Τουρκία δεν έχουν επισκεφτεί ακόμη το νησί.
«Κάναμε μια λεπτομερή έρευνα και συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν κάποιοι στην Τουρκία, οι οποίοι δεν γνωρίζουν πού είναι το νησί, τι νόμισμα έχει, ή τι γλώσσα ομιλείται. Γι' αυτό και αρχίσαμε ν' αναζητούμε τρόπους, για να γεφυρωθεί το χάσμα. Εμείς επιλέξαμε τις μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας και θα αρχίσουμε εκστρατείες προώθησης σε αυτές. Αυτές οι εκστρατείες δεν θα πρέπει να περιορίζονται στον τομέα του τουρισμού, αλλά θα περιλαμβάνουν εκπροσώπους από ταξιδιωτικά γραφεία, πανεπιστήμια, κατασκευαστές, καλλιτέχνες κτλ».
Ερωτηθείς τι κάνει τη «Βόρεια Κύπρο», όπως αποκαλεί το ψευδοκράτος, να ξεχωρίζει ως τουριστικός προορισμός, ο Τ/κ «αξιωματούχος» δηλώνει πως αποτελεί ένα ασφαλές μέρος. Επικαλούμενος μάλιστα έρευνες, αναφέρει πως ο «Βορράς» είναι ακόμη πιο ασφαλής από τον «Νότο». Επιπλέον, σημείωσε πως γίνεται προσπάθεια για διεύρυνση των πτήσεων που φτάνουν στα κατεχόμενα μέσω Τουρκίας.
«Τον περασμένο Μάιο άρχισαν πτήσεις από το Ντιγιαρμπακίρ. Τον περασμένο Αύγουστο από το Ορντού και εργαζόμαστε για να ξεκινήσουμε πτήσεις και από άλλους προορισμούς, όπως το Ικόνιο», είπε προσθέτοντας πως γίνεται προσπάθεια για οργάνωση τουριστικής καμπάνιας τον Μάιο στο Λονδίνο προκειμένου να προσελκύσουν τους Τ/κ τρίτης γενιάς για να επιστρέψουν στις «ρίζες τους».