Ενέργεια

H πορεία προς την αγχόνη

Τα τελευταία λόγια των απαγχονισθέντων, μέσα από την ομιλία της εκπαιδευτικού Μαρίας Κελίρη-Ιωαννίδη, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Ηρώων του Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959

«Είναι σίγουρο πως τα ιδανικά για τα οποία θυσιάστηκαν οι εννιά ήρωες της αγχόνης είναι άφθαρτα και εξακολουθούν να συγκινούν και να επιδρούν στις ψυχές των νέων
Η πορεία προς την αγχόνη και το νόημα της θυσίας των εννιά απαγχονισθέντων ηρώων του εθνικοαπελευθερωτικού-ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν το αντικείμενο ομιλίας της καθηγήτριας Μαρίας Κελίρη-Ιωαννίδη την περασμένη Τρίτη. Σε μια σεμνή εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Ηρώων του Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959 στη Λευκωσία, η κ. Ιωαννίδου επεσήμανε πως σε μια δύσκολή εποχή όπως η σημερινή, το μόνο που λάμπει και καθοδηγεί σαν πολικός αστέρας τη ζωή μας είναι το πέρασμα φωτεινών ανθρώπων, που σημάδεψαν ανεξίτηλα με τον λόγο και τις πράξεις τους την αιωνιότητα.


«Οι εννιά Άγγελοι της αγχόνης νοηματοδότησαν το σύμπαν και έγιναν με τη ζωή και την πορεία τους προς τον θάνατο πρότυπο ζωής των ανθρώπων εσαεί, κατορθώνοντας να συγκινούν και να συνομιλούν μαζί μας σ’ ένα διάλογο ψυχών», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η ανάγκη για οδοδείκτες


Μιλώντας για την εμπειρία της ως εκπαιδευτικού στο Β' Λύκειο Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (Λεμεσός), εστίασε στην ανάγκη που διαπίστωσε στο πρόσωπό των μαθητών για γνώση, ιδανικά, και για ανθρώπινα πρότυπα που θα αποτελέσουν οδοδείκτες στη ζωή τους. Όπως εξήγησε, η αναφορά στην 21η Σεπτεμβρίου, επέτειο του απαγχονισμού του Αντρέα Παναγίδη, του Μιχαήλ Κουτσόφτα και του Στέλιου Μαυρομμάτη, προκάλεσε τον θαυμασμό, την ευγνωμοσύνη και λύπη των μαθητών, για τα παιδιά της ΕΟΚΑ που μαρτύρησαν. «Από εκείνη τη μέρα καθημερινά συνομιλούμε με τους ήρωες της αγχόνης. Τα παιδιά τούς κοιτάζουν και ζητούν τη συμβουλή τους. Αυτοί τι θα έκαναν; Πώς θα αντιδρούσαν; Αυτοί έκαναν το χρέος τους, έμειναν πιστοί μέχρι το τέλος. Εμείς;», διερωτήθηκε.
Το επίκαιρο μήνυμα


Η κ. Ιωαννίδου υπογράμμισε τη σημασία του μηνύματος της ελευθερίας, όπως αυτή καταγράφτηκε μέσα από τις πράξεις, τον αγώνα και τις επιστολές των ηρώων, πριν το κατώφλι του θανάτου. «Ένα μήνυμα όσο πότε άλλοτε επίκαιρο σήμερα για μας, που χάσαμε τον εθνικό μας προσανατολισμό και γι' αυτό γίναμε τραγικά όντα, πέρα από τα όρια του τραγικού, γιατί χτίσαμε οι ίδιοι μέσα μας και γύρω μας τείχη, και κλείσαμε απ’ έξω τα μηνύματα που μας στέλλουν τόσα χρόνια αυτοί που θυσίασαν τη ζωή τους για την Ελευθερία και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα», σημείωσε. Είναι σίγουρο, συνέχισε, πως τα ιδανικά για τα οποία θυσιάστηκαν οι εννιά ήρωες της αγχόνης είναι άφθαρτα και εξακολουθούν να συγκινούν και να επιδρούν στις ψυχές των νέων.


«Ειδικά σήμερα, στην ανερμάτιστη εποχή μας, η μεγαλειώδης πορεία τους προς την αγχόνη συγκλονίζει», είπε θέτοντας το ερώτημα, γιατί η θυσία των ηρώων της αγχόνης συνεχίζει μέχρι σήμερα να συγκινεί τους νέους, η κ. Ιωαννίδου απάντησε η ίδια, ξεδιπλώνοντας μέσα από τις επιστολές και τις μαρτυρίες όσων συνομίλησαν με τους ήρωες το μεγαλείο της ψυχής που έκρυβαν μέσα τους. Στη συνέχεια του άρθρου, αυτούσια τα αποσπάσματα από την ομιλία της κ. Ιωαννίδου.
Οι πρώτοι ηρωομάρτυρες


Ο Μιχαλάκης Καραολής, που πρώτος είχε το τραγικό προνόμιο να ανέβει τον Γολγοθά του μαρτυρίου, στις 10 Μαΐου 1956 γράφει την παραμονή της εκτέλεσής του, απευθυνόμενος προς τον θείο του Δαμιανό Καμμένο:


«Αγαπητέ μου θείε, σου γράφω από το κελί της φυλακής μου... Με απόλυτον ψυχικήν γαλήνη σας απευθύνω τον λόγον του ύστατου αποχαιρετισμού, χωρίς όμως να αποκρύπτω την πικρίαν που μου επροκάλεσεν η στέρησις μιας αποχαιρετιστηρίου επισκέψεως εκ μέρους των πλέον στενών τουλάχιστον συγγενών. Ελπίζω ότι όλοι θα κρατήσουν την ψυχραιμίαν των και ότι το κουράγιο δεν θα λείψη. Θα ήτο πραγματικά ικανοποίησις για μένα εάν όλοι και ιδίως η μητέρα μου τα καταφέρουν να αποφύγουν τους θρήνους και τους σπαραγμούς για μένα.


» Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε διότι και εγώ δεν βλέπω να είμαι και τόσον αξιόκλαυστος και εφόσον εγώ δεν βρίσκω λόγον για να κλαίω τον εαυτόν μου, τότε και δικοί μου δεν πρέπει να με κλαιν. Αν είναι κάτι που με στενοχωρεί είναι ότι δεν κατάφερα να γίνω εκείνο που ήθελα διά τους γέρους γονείς μου και τα αδέλφια μου. Ας είναι όμως. Ο Θεός ας είναι γι’ αυτούς και για όλους σας βοηθός και υπερασπιστής, κραταιός προστάτης και πονετικός πατήρ...». Και ο Αντρέας Δημητρίου, που βάδισε μαζί του την ίδια μέρα προς την αγχόνη, είπε στο δικαστήριο που τον καταδίκασε «εις τον δι’ αγχόνης θάνατον»: «Λυπούμαι που δεν θα δω την Κύπρο μας ελεύθερη. Όμως δεν με φοβίζει ο θάνατος, γιατί η ζωή είναι περιττή μέσα στη σκλαβιά».
Η ηρεμία του Ζάκου


Γι' αυτόν τον πόθο για τη λευτεριά βάδισε στις 9 Αυγούστου του 1956 στην αγχόνη και ο «ο γνησιότερος ενσαρκωτής της ιδέας της Ελλάδος», όπως τον χαρακτήρισαν, Αντρέας Ζάκος. Γράφει προς τον πατέρα του στις 7-8-56: «Αγαπητέ πατέρα... αφού είμαστε Χριστιανοί πιστεύουμε στην Ουράνια Βασιλεία και δεν πρέπει να μας φοβίζει ο θάνατος. Εξάλλου εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να ξέρουμε την ώρα του θανάτου μας και έτσι να προπαρασκευασθούμε. Σας παρακαλώ λοιπόν μην θλίβεσθε...».


Την παραμονή του θανάτου του 8-8-56 έστειλε το τελευταίο και συγκλονιστικότερο γράμμα του προς τον αδελφό του Γεώργιο: «Αγαπητέ αδελφέ, όταν πάρης το γράμμα μου αυτό, θα έχω φύγει για πάντα. Υπάρχει κανείς που θα μείνει; Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία. Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει η τραγωδία στον θάνατο. Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, όταν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω όμως ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος. Πρώτα ή ύστερα πρέπει να διαθέσω τη ζωή μου. Δεν βλέπω πιο κατάλληλη περίσταση από την τωρινή, για να το κάνω».


Στους γονείς του εξέφρασε την επιθυμία: «και αν ακόμη σας επιτρέψουν να πάρετε το σώμα μου και να το θάψετε όπου θέλετε, εγώ θα ήθελα να ταφώ στις Κεντρικές φυλακές, δίπλα στον Καραολή και στον Δημητρίου. Είμαι σίγουρος πως μια μέρα ο τόπος αυτός θα είναι τόπος προσκυνήματος του νησιού ολάκερου».
Το χαμόγελο του Χαρίλαου Μιχαήλ


Ο Χαρίλαος Μιχαήλ βάδισε προς την αγχόνη μαζί με τον Αντρέα Ζάκο και τον Ιάκωβο Πατάτσο κυριολεκτικά με το χαμόγελο στα χείλη. Η μαρτυρία του ιερέα των κεντρικών φυλακών Παπαντωνίου Ερωτοκρίτου, συγκλονιστική: «Όσες φορές πήγα κοντά του είχε πάντοτε το χαμόγελο στα χείλη σαν κάτι ευχάριστο να περίμενε... Είμαι βέβαιος ότι με το ίδιο χαμόγελο ανήλθε και στην αγχόνη». Μόλις άκουσε τη θανατική του καταδίκη ψιθύρισε στον δικηγόρο του: «Είχα τον φόβο, μήπως ο δικαστής μου χάριζε τη ζωή επειδή είμαι νεαρός (20 χρονών). Πώς θα αντίκριζα τότε τον Ζάκο;». Μέσα στο κελί του μελλοθανάτου χόρευε κυπριακούς χορούς και φώναζε στον Ζάκο, επειδή ο ίδιος δεν μιλούσε αγγλικά, να πει στους φρουρούς: «Αντρέα πες τους ότι έτσι πεθαίνουν οι Έλληνες για την ελευθερία. Χορεύοντας»!
Η ψυχραιμία του Μαυρομμάτη


Στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, ο Στέλιος Μαυρομμάτης ακολούθησε τον ανηφορικό δρόμο του μαρτυρίου μαζί με τον Ανδρέα Παναγίδη και τον Μιχαήλ Κουτσόφτα. Γράφει στις 18 Σεπτεμβρίου ο Μαυρομμάτης στους γονείς και στα αδέλφια του:


«Σεβαστοί μου γονείς και πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου. Σας απευθύνω το τελευταίο μου γράμμα με την ελπίδα πως θα κατορθώσω να ρίξω λίγο βάλσαμο στην πονεμένη σας ψυχή. Τώρα που σας γράφω ευρίσκομαι μέσα στο σκοτεινό κελί της φυλακής μου περιμένοντας με θάρρος και υπομονή τον δήμιο ναρθή να με οδηγήση στον τόπο της εκτελέσεως. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον, γιατί έχω τον Χριστόν μέσα μου και είμαι βέβαιος πως θα με βοηθήση μέχρι τέλους. Η τελευταία μου επιθυμία είναι: Να σταθήτε ψύχραιμοι μέχρι τέλους και να προσεύχεσθε για μένα.


»Δεν θέλω ούτε μοιρολόγια, ούτε θρήνους, παρά μόνο να ευχαριστήτε και να δοξάζετε τον Θεό που με αγάπησε και θέλησε να με πάρει κοντά Του. Θέλω να ξέρετε πως ο υιός και αδελφός σας πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερόν όρκον που έδωσε να θυσιαστή χάριν της ελευθερίας της Κύπρου. Να είστε δε βέβαιοι πως γρήγορα θα ανατείλη το άστρον της ελευθερίας και της δικαιοσύνης στο νησί μας, το ψυχρό δε και σκοτεινό χειμώνα των θλίψεων και δοκιμασιών θα επακολουθήση η γλυκειά άνοιξις της γαλήνης και ευτυχίας. Θέλω να είστε υπερήφανοι γιατί ο υιός και αδελφός σας θυσιάστηκε για την κοινήν ελευθερίαν...».
Ο λεβέντης Κουτσόφτας


Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας γράφει στη μητέρα του τη γενναία μάνα που του τραγουδά: «Μιχάλη μου αγγελόκαρδε, αγγελοκαμωμένε, άγγελέ μου, Μιχάλη μου, άγγελε των αγγέλων»: «Σεβαστή μου μητέρα χαίρε,... οι μόνες λέξεις που μπορούν να ακούσουν από τα χείλη μας οι δυνάσται είναι αυταί: Ελευθερία ή Θάνατος. Αυτές τις λέξεις τις μάθανε και αυτοί οι τοίχοι των φυλακών. Και οι φυλακές αυτές, οι πέτρες ακόμα, το γνωρίζουν, ότι είναι άδικο να κλειδώνονται αθώοι μέσα στα σίδερα με μόνη την κατηγορία ότι είναι Έλληνες της Κύπρου».


Και η μάνα του λέει: «Μη φοβηθείς τον θάνατο. Να παραδώσεις όμορφη ψυχή, γαληνεμένη». Όταν ο συναγωνιστής του Παρασκευάς Χοιροπούλης τον επισκέφθηκε μια μέρα πριν την εκτέλεση, για να τον αποχαιρετήσει, του μίλησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια και ό,τι του είπε μένουν ιερή παρακαταθήκη για μας σήμερα: «Δεν μαραζώνω που θα πεθάνω, διότι είμαι παιδί (ήταν 20 χρονών), αλλά διότι δεν θα μπορέσω να δω ελεύθερη την Κύπρο έστω και διά ένα λεπτόν και θέλω να εκδικηθής το αίμα μας, που ο Διγενής θα το εκδικηθεί χίλιες φορές. Θέλω να μη μαραζώνω διότι αύριο θα πεθάνω. Αν ήμουν κλέφτης θα έκλαια. Ό,τι έκαμα ήταν για ένα σκοπό. Πεθαίνω για την Πατρίδα... θέλω να δώσης θάρρος στη μάνα μας και να της πης να μην κλαίη και μαραζώνη. Να της πης ότι εγώ πάω με το κεφάλι ψηλά, διχώς να φοβηθώ τον θάνατον. Έτσι πεθαίνουν οι λεβέντες».
«Πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας»


Και ο Αντρέας Παναγίδης «από τα προπύλαια του θανάτου», όπως σημειώνει ο ίδιος, γράφει στα παιδιά και στη γυναίκα του: Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η μάνα σας και οι θείοι σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέσθηκα. Σας εύχομαι αγαπημένα μου παιδιά να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι».
Ο φωτεινός ποιητής


Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης που απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957 είπε: «Δεν μπορώ να λησμονήσω την Ελλάδα, γιατί αυτή με γέννησε, μ’ ανάθρεψε κι ακόμα μου ’δωσε Φως και Γνώση και Ζωή, μου χάρισε της Λευτεριάς τα φώτα». Ο Ευαγόρας μας, σημειώνει κ. Ιωαννίδου, μας θυμίζει με ένα ποίημά του τον δεύτερο εξάδελφό του Στέλιο Μαυρομμάτη. Το τελευταίο «τρίο απαγχονισμού» το έγραψε ο έφηβος ποιητής για τους απαγχονισθέντες συναγωνιστές του Παναγίδη, Κουτσόφτα και Μαυρομμάτη: «Ποτέ δεν θα πεθάνουνε/όσοι πεθάναν σήμερα/και της σκλαβιάς τα σίδερα/θα σπάσουν κάποια μέρα./και θ’ ακουστούν, ελεύθερα,/τραγούδια πέρα ως πέρα/στο Ελληνικό Νησί...».