Το παρελθόν ως βαρίδι για το μέλλον

Ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με την απόφαση της Βουλής για το ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950, θα πρέπει να προβληματισθεί με τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί αποχώρησε από τις συνομιλίες θέτοντας θέματα εμπιστοσύνης και ευαισθησίας των Τουρκοκυπρίων. Ως εκ τούτου, ζήτησε όπως ανακληθεί η συγκεκριμένη απόφαση της Βουλής για να επανέλθει στις συνομιλίες. Ο Μουσταφά Ακιντζί και η τουρκική πλευρά γενικότερα λησμονούν τους δικούς τους προκλητικούς πανηγυρισμούς και διακηρύξεις κάθε 20ή Ιουλίου και 8η Αυγούστου, και πόσο αυτές τους οι ενέργειες προκαλούν βάναυσα τα συναισθήματα των Ελληνοκυπρίων. Λησμονούν επίσης την ύπαρξη του τεράστιου κατοχικού συμβόλου στον Πενταδάκτυλο.


Ενοχλήθηκε η τουρκοκυπριακή πλευρά από την τροποποίηση ενός κανονισμού, διά του οποίου θα τιμάται μια ιστορική επέτειος. Με το ίδιο σκεπτικό να υποθέσουμε ότι σε κάποια στιγμή θα υπάρξει ενόχληση για την ιστορική επέτειο της 1ης Απριλίου 1955; Υπενθυμίζεται ότι από το 1968 ο Πρόεδρος Μακάριος ακολούθησε την πολιτική του εφικτού - ο στόχος ήταν πλέον το ενιαίο κράτος.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα αυτά τα δεδομένα, θεωρείται πλέον ότι η υπερβολική αντίδραση του Μουσταφά Ακιντζί εντάσσεται στους ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας. Παρά ταύτα, για να έλθει πίσω στο τραπέζι των συνομιλιών ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου θα προσπαθήσει να προωθήσει νέα νομοθεσία, που ουσιαστικά θα ακυρώνει το προηγούμενο ψήφισμα της Βουλής. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών θεωρούν ότι τα γεγονότα των τελευταίων ημερών παραπέμπουν αφ’ ενός σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες και αφ’ ετέρου σε εξευτελιστικές συμπεριφορές. Εύλογα παρατηρούν οι πολίτες ότι δημιουργείται ένα νέο αρνητικό προηγούμενο, που οποιαδήποτε λογική ή μη ορθολογική απόφαση της ελληνοκυπριακής κοινότητας θα πρέπει να εγκρίνεται από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Το χειρότερο είναι ότι αυτό το συμβάν είναι ενδεικτικό του τι θα συμβαίνει σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδιακή Κύπρο. Το συγκεκριμένο ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από συμβολισμούς. Με το ίδιο σκεπτικό διερωτώμαι τι θα συμβεί στην περίπτωση κατάληξης σε λύση η οποία θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη νομιμοποίηση του κατοχικού συμβόλου ως σημαία του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους και μια νέα σημαία για το νέο κράτος. Θα ενοχληθούν οι Ελληνοκύπριοι, περιλαμβανομένων των υπερμάχων της συγκεκριμένης λύσης; Και ποια η εισήγησή τους για τη νόμιμη σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας; Να τεθεί στο περιθώριο, ή να είναι η σημαία του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους; Ποιο είναι το πιο εξευτελιστικό απ’ όλα;
Υπενθυμίζεται ότι κορυφαίοι Καθηγητές Πολιτικών Επιστημών, Διακυβέρνησης και Συνταγματικού Δικαίου κατ’ επανάληψιν έχουν επισημάνει ότι τέτοιου είδους μοντέλα οδηγούν σε δυσλειτουργίες, τριβές, απογοητεύσεις και κάποιες φορές σε συγκρούσεις. Για να λειτουργήσουν τέτοια μοντέλα απαιτείται ένας πολύ υψηλός βαθμός ωριμότητας, ανοχής, μεγαλοψυχίας και ροπής προς τη συγχωρητικότητα. Στην Κύπρο τέτοια χαρακτηριστικά δεν έχουν ευδοκιμήσει ακόμα. Σημειώνεται, επίσης, ότι οι ιστορικές εμπειρίες μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών επηρεάζουν τα δεδομένα. Και στην Κύπρο υπάρχει ένα βεβαρημένο παρελθόν.
Όλο αυτό το διάστημα οι υποστηρικτές του μοντέλου που συζητείται σήμερα για λύση του Κυπριακού παραβλέπουν πως παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκύπριων σήμερα είναι κάτοχοι της ταυτότητας και του διαβατηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντούτοις η ηγεσία τους και η Άγκυρα απαιτούν όπως ο νέος συνεταιρισμός στηρίζεται στη δημιουργία ενός νέου κράτους και τον παραμερισμό του νόμιμου κράτους. Σε θεωρητικό επίπεδο σημειώνεται ότι ιδίως σε μικρά κράτη, ένας από τους λόγους που είναι δυνατόν να υιοθετηθεί η ομοσπονδία ως πολίτευμα, είναι για να αποφεύγεται η «τυραννία της πλειοψηφίας». Όμως δεν μπορεί να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι είναι δυνατό να προκύψει «τυραννία της μειονότητας».
Εάν πραγματικά ο στόχος μας είναι η αποκατάσταση της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της, μοναδική διέξοδος είναι η αναζήτηση ενός πραγματικά ενοποιητικού ομοσπονδιακού μοντέλου. Και επειδή τα δεδομένα είναι πολύ δύσκολα σήμερα για ένα τέτοιο πολίτευμα, θα πρέπει να επιστρατευθεί η οδός και η φιλοσοφία της εξελικτικής προσέγγισης.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και
Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του
Πανεπιστημίου Λευκωσίας