Πιο απρόβλεπτες οι εσωτερικές επιπτώσεις

Ο ΤΡΑΜΠ ΔΕΙΧΝΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΙΚΟ ΚΟΓΚΡΕΣΟ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η σύζευξη των φυλετικών καταστάσεων και ισορροπιών, των ταξικών διαφοροποιήσεων σε μια χώρα όπου αυτό ποτέ δεν αποτελούσε συζήτηση και των οικονομικών ανεξαρτήτως των ταξικών, διαδραματίζουν ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής του νέου Προέδρου των ΗΠΑ
Οι επικρατέστερες θεωρίες των διεθνών σχέσεων τείνουν να βλέπουν τις εξελίξεις βάσει δυνατοτήτων παρά προσωπικοτήτων. Άρα ακόμη κι αν ΗΠΑ-Ρωσία έρθουν σε μια παράξενη, εφήμερη συμμαχία, αυτό δεν σημαίνει αποκλειστικά ότι το διεθνές σύστημα θα καταστεί πιο ειρηνικό
Για να αλλάξει ριζικά την αμερικανική εξωτερική πολιτική θα βρεθεί αντιμέτωπος με το εξής: Ότι για να αναιρέσει συμφωνίες, πρέπει να υπάρχει ειδική πλειοψηφία των 2/3 της Γερουσίας. Αυτό σημαίνει πως αναγκαστικά θα πρέπει να πείσει κάποιους από τους Δημοκρατικούς, τη στιγμή που δεν είναι ξεκάθαρο αν μπορεί να πείσει κάποιους Ρεπουμπλικάνους

Οι επιπτώσεις των πολιτικών προσεγγίσεων του νέου Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλτ Τραμπ αναμένεται να είναι πιο απρόβλεπτες για το εσωτερικό της χώρας παρά για την εξωτερική της πολιτική. Σύμφωνα με τον Δρα Οδυσσέα Χρίστου, Επίκουρο Καθηγητή Διακυβέρνησης, Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, αυτήν τη στιγμή βλέπουμε τον Τραμπ να προχωρεί στην εφαρμογή των προεκλογικών του δεσμεύσεων μία μία. Πρόκειται για δεσμεύσεις, οι οποίες νομίζαμε ότι ήταν φαντασιώσεις, για να πουλά ένα image στον «ακροδεξιό» ψηφοφόρο και όχι τον ρεπουμπλικάνο, ενώ εμφανίζεται σήμερα αποφασισμένος να τις εφαρμόσει.
Οι «χαμένοι της παγκοσμιοποίησης»


Ο Ντόναλτ Τραμπ κέρδισε μία πολύ σημαντική δημογραφική ομάδα, που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, εξηγεί ο Δρ Χρίστου. «Μπορούμε να τους αποκαλέσουμε τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Είναι Αμερικανοί της κατώτερης μεσαίας τάξης ή της εργατικής τάξης, οι οποίοι στερεοτυπικά και διαχρονικά ψήφιζαν Δημοκρατικούς και ξαφνικά τους έδωσε ένα μήνυμα ότι θα είναι ο προστάτης τους. Αυτές είναι οι πολιτικές που βλέπουμε σήμερα να εφαρμόζονται.


Πολιτικές που έχουν να κάνουνε με το Μεξικό, με τις σχέσεις των ΗΠΑ με την περιοχή, τη σχέση των ΗΠΑ με συμφωνίες όπως η NAFTA, τη σχέση με το ΝΑΤΟ, για την οποία πέρασε ένα μήνυμα πάρα πολύ ενδιαφέρον, ότι η σχέση των ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ είναι δυσμενής προς τις ΗΠΑ. Από τη στιγμή που η δημιουργία αυτής της σχέσης ίσως όντως να ξέφυγε από το αρχικό όραμα των ΗΠΑ αλλά σίγουρα ήταν για να εξυπηρετήσει τους αμερικανικούς στόχους.


Έπεισε όμως ο ίδιος και η ομάδα του, το αφήγημα που δημιούργησαν, ένα μέρος του δημογραφικού σώματος που δεν ξέραμε ότι ταυτιζόταν με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον ως μπλοκ, ότι αυτοί είναι στόχοι της νέας αμερικανικής πολιτικής», προσθέτει.


«Στο εσωτερικό των ΗΠΑ με ανησυχεί μια ομάδα, που σχετίζεται με αυτό που λέμε "λεπτές κοινωνικές ευαισθησίες". Είναι μια ομάδα που είτε από ρομαντισμό για το παρελθόν είτε επειδή όντως υπάρχουν ρατσιστικές τάσεις, που σε κάποιο βαθμό υπάρχουν αλλά είναι αδύνατον να ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο βαθμός, βλέπουμε να υποστηρίζουν κάτι το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τον συντηρητισμό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος», αναφέρει ο Επίκουρος Καθηγητής.


«Μιλούμε για ακροδεξιές τάσεις σε μία χώρα που διαχρονικά δεν είχε ούτε ακροαριστερές ούτε ακροδεξιές τάσεις. Στις ΗΠΑ τέτοιες τάσεις διαχρονικά αποκαλούνταν περιθωριακές. Ξαφνικά βλέπουμε να δίνεται φωνή σε κάποιες τάσεις που είναι πολύ διαφορετικές από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε εμείς στην Ευρώπη την ακροδεξιά, που συνήθως είναι για παράδειγμα συνυφασμένη με τον εθνικισμό. Δεν έχει να κάνει μ’ αυτό, έχει να κάνει με εσωτερικές καταστάσεις. Βλέπουμε για παράδειγμα μία φυλετική τάση να αναδεύεται, η ιδέα, δηλαδή, ότι ο λευκός στις ΗΠΑ είναι καταπιεσμένος κατά κάποιο τρόπο. Όμως δεν είναι γενικό, συνδυάζει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά», σημειώνει.


Πλέον, με τα δημογραφικά στοιχεία των ψηφοφόρων του Τραμπ διαθέσιμα, μπορούν να εξαχθούν διάφορα συμπεράσματα ως προς το ποιοι είναι οι στόχοι της εκλογικής του βάσης και τους τρόπους με τους οποίους προσπαθεί να τους εξυπηρετήσει. «Υπάρχει ένα σύμπλεγμα διαφόρων παραγόντων που συνδυάστηκαν: Την ιδέα της τάξης, που στις ΗΠΑ διαχρονικά ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, π.χ. κάποιος που ανήκε στην εργατική τάξη στις ΗΠΑ δεν έβλεπε τον εαυτό του με έναν αντίστοιχο στην εργατική τάξη στην Ευρώπη, που ίσως να ταυτιζόταν με κάποιες αριστερές τάσεις.


Άρα υπήρχε περισσότερο στις ΗΠΑ η ιδέα της μεγάλης, άμορφης μεσαίας τάξης, η οποία βλέπουμε σήμερα πως έχει διασπαστεί σε μια μεσαία τάξη πρωτίστως προοδευτική και μια μεσαία τάξη που είναι συντηρητική, όχι όμως στην παραδοσιακή βάση του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Έχει να κάνει με την ανάκληση του παλιού αμερικανικού ονείρου, την ιδέα ότι κάποτε υπήρχαν παλιές καλές μέρες που έχουν διαλυθεί από αμερικανικές πολιτικές. Η σύζευξη των φυλετικών καταστάσεων και ισορροπιών, των ταξικών διαφοροποιήσεων σε μια χώρα όπου αυτό ποτέ δεν αποτελούσε συζήτηση, και των οικονομικών ανεξαρτήτως των ταξικών. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξέρουμε ποιες θα είναι οι εσωτερικές επιπτώσεις», τονίζει.
Κινήσεις προς τον αυταρχισμό


Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά είναι κατά πόσον οι πρώτες κινήσεις του Ντόναλτ Τραμπ ως Προέδρου, τόσο σε επίπεδο αποφάσεων όσο και σε ό,τι αφορά τον τρόπο που επέλεξε να τις κάνει, είναι η νέα πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης. «Εάν κάνουμε μια μικρή σύγκριση ανάμεσα σε Ομπάμα και Τραμπ -η οποία γίνεται τις τελευταίες ημέρες στα αμερικανικά ΜΜΕ- θα δούμε ότι προς το τέλος της διακυβέρνησής του ο Ομπάμα λειτουργούσε με εκτελεστικά διατάγματα και ο Τραμπ ξεκίνησε με εκτελεστικά διατάγματα», αναφέρει ο Δρ Χρίστου. Υπάρχει μία, όμως, μία τεράστια διαφορά. Ο Ομπάμα είχε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της «διχασμένης κυβέρνησης», όπου υπήρχε Δημοκρατικός Πρόεδρος με Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο (Βουλή και η Γερουσία).


«Ενισχύθηκε η αυτοδυναμία των Ρεπουμπλικανών και δεν θα περίμενε κανένας ότι ο Τραμπ θα ξεκινούσε τη διακυβέρνησή του με διατάγματα. Με ποια λογική; Είναι ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος και ξεκίνησε με ένα ισχυρότερο απ' ό,τι προηγουμένως ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο. Με ποια λογική δεν ξεκινάς τη διακυβέρνησή σου με νομοσχέδια; Στην ουσία απονομιμοποίησε το Κογκρέσο. Επί καιρώ Ρούσβελτ ξεκίνησε η ιδέα του "honeymoon", ότι τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης, που αργότερα εδραιώθηκε στις πρώτες 100, δίνεται στον Πρόεδρο μια περίοδος χάριτος να καθορίσει ένα όραμα για τη διακυβέρνησή του και μετά βλέπουμε αν θα υπάρχουν αντιπαλότητες.


Ο Τραμπ ξεκίνησε με τέτοιο τρόπο, ώστε διαλύθηκε οποιαδήποτε πιθανότητα "honeymoon", τη στιγμή, μάλιστα, που το Κογκρέσο είναι ρεπουμπλικανικό. Γιατί να θέλει κάποιος να κάνει κάτι τέτοιο; Υπάρχει ένας έντονος φόβος, νομίζω, σήμερα στις ΗΠΑ. Δεν μπορώ να ξέρω πόσο πραγματικός είναι. Αλλά υπάρχουν αρκετά στοιχεία ότι αυτό που βλέπουμε είναι η αρχή ενός αυταρχισμού. Ότι ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται για το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, ενδιαφέρεται για τη δική του πολιτική», σημειώνει.
Αχρείαστη ρήξη


Στο ίδιο πλαίσιο, η ρήξη με τη δικαστική εξουσία είναι η πιο σημαντική από τις τελευταίες εξελίξεις, υπογραμμίζει ο Δρ Χρίστου. «Πριν ξεκινήσει η Προεδρία, το ερώτημα ήταν κατά πόσον θα έχουμε μια μεγάλη θεσμική κρίση και όλοι έλεγαν όχι, οι ΗΠΑ είναι το μοντέλο των ελέγχων και των ισορροπιών, το μοντέλο της διάσπασης της εξουσίας με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε το κάθε σώμα να αυτοελέγχεται αλλά επίσης να ελέγχεται από τα υπόλοιπα.


Το τι έγινε, όπως για παράδειγμα με το διάταγμα για την απαγόρευση εισόδου από συγκεκριμένες μουσουλμανικές χώρες, δημιούργησε αμέσως μιαν αντιπαλότητα της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία. Είδαμε την αντίδραση από τη δικαστική εξουσία να προσπαθήσει να μπλοκάρει την εφαρμογή του διατάγματος. Επίσης είδαμε την αντίδραση έναντι της μεταβατικής Γενικής Εισαγγελέως, που δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπάρξει αντιπαλότητα μαζί της.


Άρα βλέπουμε στοιχεία που παραπέμπουν σε μία διάσπαση, που δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει, έναν αυταρχισμό, που και πάλι δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει, και μία αντίδραση που νομίζω έχει να κάνει με την ιδέα ότι η διακυβέρνηση Τραμπ θα ακολουθήσει συγκεκριμένους πυλώνες που δεν έχουν να κάνουν με τις συνήθεις πρακτικές της αμερικανικής πολιτικής».
Στη σφαίρα της φαντασίας;


Όπως επισημαίνει ο Επίκουρος Καθηγητής, στον γεωγραφικό μας χώρο τείνουμε να βλέπουμε την εξωτερική πολιτική ως πιο σημαντική, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση -όπως και στη διακυβέρνηση Ομπάμα- πιο σημαντικές είναι οι εσωτερικές αλλαγές παρά οι εξωτερικές. Μάλιστα για τον Ομπάμα εύκολα κάποιος μπορεί να πει ότι η μεγάλη του αποτυχία ήταν η εξωτερική του πολιτική.


Αναμένεται, ωστόσο, οι επιπτώσεις από τις πολιτικές που θα ασχοληθούν με αυτό το ζήτημα, των χαμένων της παγκοσμιοποίησης, ότι περισσότερο θα είναι εξωτερικής πολιτικής, παρόλο που αφορούν εσωτερικές αλλαγές.


«Έστω κι αν ο Τραμπ προσπάθησε να το παρουσιάσει ότι είναι εσωτερικά θέματα, όπως αλλαγή στην οικονομία, επιστροφή εργασίας που χάθηκε στο εξωτερικό, αυτά τα πράγματα δεν θα γίνουν. Είναι σχεδόν αδύνατον, κατ’ ακρίβειαν, να γίνουν, τουλάχιστον σε κάποιες μεγάλες κατηγορίες. Είναι γελοίο να νομίζουμε ότι θα επιστρέψουν μεγάλες βιομηχανίες στις ΗΠΑ από κάποια κίνητρα που θα δώσει ο Τραμπ, ούτε μπορώ να σκεφτώ πως ένας προστατευτισμός από πλευράς ΗΠΑ θα τις ωφελήσει», εξηγεί.


Προσθέτει, δε, πως το μεγάλο ερώτημα είναι τι σημαίνει σήμερα αμερικανικός απομονωτισμός. «Η παγκοσμιοποίηση στο παρελθόν ήταν στόχος των ΗΠΑ. Σήμερα βλέπουμε μιαν εικόνα αμερικανικού απομονωτισμού, που διαμορφώνεται ως οικονομικός προστατευτισμός, π.χ. με επιχειρήματα ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν ανάγκη το Μεξικό, τον μεγαλύτερο εμπορικό τους εταίρο. Δεν φαίνεται να βλέπουν τον κίνδυνο της απομάκρυνσης σε κάποιο βαθμό από την Ε.Ε. ως στρατηγικό πρόβλημα. Έχει, μάλιστα, καταγραφεί ως πιθανότητα ένας νέος ψυχρός πόλεμος με την Κίνα. Πέραν του 50% της αμερικανικής βιομηχανίας σχετίζεται άμεσα με την Κίνα. Άρα η ιδέα ότι οι ΗΠΑ μπορούν απλώς να αλλάξουν πορείες δεκαετιών, νομίζω ότι δεν είναι εφικτό. Όμως βλέπουμε αυτά τα διατάγματα να εφαρμόζονται άμεσα».
Η εξωτερική πολιτική δεν είναι στο χέρι του


Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, βάσει σχεδιασμού, πρωτίστως καθορίζεται από τη Γερουσία, όχι από την εκτελεστική εξουσία και τον Πρόεδρο, αναφέρει ο Δρ Χρίστου. «Ο σχεδιασμός των ΗΠΑ ήταν το νομοθετικό σώμα να είναι ισχυρότερο. Στην πορεία, όμως, όπως εξελίχθηκε η ισχύς του, ήταν πολύ δύσκολο να περιοριστεί ο Πρόεδρος, διότι έγινε το κεντρικό σημείο. Αποκαλείτο αυτό το άτομο "πλανητάρχης", την ίδια στιγμή που στο σύνταγμα της χώρας ήταν σχεδιασμένος ο θεσμός να είναι υποδεέστερος του νομοθετικού σώματος.


Βάσει σχεδιασμού, όμως, ναι μεν είναι ο Πρόεδρος αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά πόλεμο μπορεί να κηρύξει μόνο η Γερουσία, όπου οι πολιτείες έχουν ίση αντιπροσώπευση. Επίσης οι διεθνείς συμφωνίες επικυρώνονται μόνο από τη Γερουσία». Όπως επισημαίνει, ο Ντόναλτ Τραμπ έχει το πλεονέκτημα σήμερα του ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου.


«Όμως, για να αλλάξει ριζικά την αμερικανική πολιτική, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το εξής: Ότι για να αναιρέσει συμφωνίες, πρέπει να υπάρχει ειδική πλειοψηφία των 2/3 της Γερουσίας. Αυτό σημαίνει πως αναγκαστικά θα πρέπει να πείσει κάποιους από τους Δημοκρατικούς, τη στιγμή που δεν είναι ξεκάθαρο αν μπορεί να πείσει κάποιους Ρεπουμπλικάνους να υποστηρίξουν ακραίες πολιτικές».


Για την ακρίβεια, δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιο βαθμό συνεργάζεται ο Τραμπ με το ρεπουμπλικανικό κόμμα ή το ρεπουμπλικανικό κόμμα συνεργάζεται μαζί του, υποδεικνύει. Ήδη έχουμε δει στελέχη του ρεπουμπλικανικού κόμματος να κάνουν δηλώσεις που να δείχνουν ότι φοβούνται για τα επόμενα δύο χρόνια, όταν θα γίνουν εκλογές για τα νομοθετικά σώματα.
Η Ρωσία και το σύστημα


Έχουν δημιουργηθεί διάφορα ερωτήματα, όχι απλώς για τη σχέση του Τραμπ με τη Ρωσία αλλά για τη σχέση του με τον ίδιο τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με τον Δρα Χρίστου, αυτήν τη στιγμή είναι πρώιμο να εξαχθούν συμπεράσματα. «Πολλοί τείνουν να παραλληλίζουν τους δύο, αλλά ο Ρώσος Πρόεδρος, στη βάση των δομών λήψεως αποφάσεων όπως εξελίχθηκαν στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια, έχει ένα συγκεντρωτικό σύστημα. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αυτό. Εάν ο Τραμπ προσπαθήσει να φέρει τις ΗΠΑ κοντά στη Ρωσία, δεν σημαίνει ότι μπορεί να το πετύχει αυτό», σημειώνει.


«Ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα αλλάξει η πολιτική ων ΗΠΑ προς τον εξτρεμισμό, ώστε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Αυτό δεν είναι ξεκάθαρο τι θα σημαίνει για την περιοχή. Ενδεχομένως το ISIS να τρίβει τα χέρια του με μια τέτοια εξέλιξη. Σίγουρα, όμως, αν η Ρωσία είχε αμερικανικό σύμμαχο, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα στην περιοχή. Είναι δύσκολο, όμως, να ξέρουμε, αν αυτό είναι προς όφελος του διεθνούς συστήματος. Οι επικρατέστερες θεωρίες των διεθνών σχέσεων τείνουν να βλέπουν τις εξελίξεις βάσει δυνατοτήτων παρά προσωπικοτήτων.


»Άρα ακόμη κι αν ΗΠΑ-Ρωσία έρθουν σε μια παράξενη, εφήμερη συμμαχία, αυτό δεν σημαίνει αποκλειστικά ότι το διεθνές σύστημα θα καταστεί πιο ειρηνικό. Για παράδειγμα μπορεί η Κίνα να αντιδράσει με καταστροφικό τρόπο για το διεθνές σύστημα. Κάποιοι αναλυτές, μάλιστα, ήδη γράφουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Άρα υπάρχει η πιθανότητα κάποιας εξομάλυνσης σχέσεων που θα βοηθήσει το διεθνές σύστημα αλλά όλα εξαρτώνται από τις αντιδράσεις που θα υπάρξουν, οι οποίες δεν είναι προβλέψιμες αυτήν τη στιγμή», εξηγεί.
Τουρκία και Ισραήλ


Το ερώτημα για την Τουρκία είναι μεγάλο ζήτημα, επειδή αφορά πράγματα τα οποία για την αμερικανική εξωτερική πολιτική ήταν εκ των ων ουκ άνευ και δεν υπήρχε περίπτωση να τεθούν στο περιθώριο, σημειώνει ο Δρ. Χρίστου. «Είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει η σχέση Αμερικής-Τουρκίας που υπήρχε διαχρονικά επί διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων, με την μακιαβελική λογική ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όμως το να χάσουν την Τουρκία είναι πολύ μεγάλο ζήτημα για τις ΗΠΑ, δεδομένης της γεωγραφικής, της στρατηγικής και της πολιτικής της θέσης. Και έχει να κάνει σε κάποιο βαθμό και με την απομάκρυνση της Τουρκίας στην Ευρώπη.


Οι ΗΠΑ δεν έχουν μόνο να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα απομονωτισμού αλλά να δημιουργήσουν διάφορες μεμονωμένες σχέσεις ή να χάσουν σχέσεις, οι οποίες μεταξύ τους είναι προβληματικές. Δηλαδή να χάσουν την Τουρκία, η οποία ήδη απομακρύνεται σε κάποιο βαθμό από την Ευρώπη και την ίδια ώρα να χάνουν και την Ευρώπη. Να προσπαθούν να παίξουν με τους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή αλλά να μην είναι ξεκάθαρο από πού θα έρθει η σταθερότητα γι’ αυτές».


Σε ό,τι αφορά το διαφαινόμενο άνοιγμα Τραμπ προς το Ισραήλ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διακυβέρνηση Ομπάμα ήταν ξεκάθαρο ότι οι σχέσεις με το Ισραήλ ψυχράθηκαν και φάνηκε οι ΗΠΑ να μην ενδιαφέρονται να βρεθεί μια λύση που όλοι οι προηγούμενοι Πρόεδροι θεωρούσαν ίσως το μεγαλύτερο εξωτερικό πρόβλημα, το οποίο οι ΗΠΑ δεν το έβλεπαν απλώς ως εξωτερικό αλλά ως δικό τους πρόβλημα.


«Αυτά έχουν και εσωτερικές επιπτώσεις στην κοινή γνώμη, λόγω της ταύτισης που υπήρχε. Τώρα, βέβαια, μπορεί να μην είναι τόσο σημαντική η υποστήριξη του Ισραήλ όσο είναι η ταύτιση του Ισραήλ με μία ευρύτερη αντιπαλότητα στην περιοχή. Ένα ισχυρό Ισραήλ γενικά αποτελεί έναν διφορούμενο παράγοντα στην περιοχή μας. Πρώτον σταθερότητα, επειδή είναι ένα σταθερό κράτος που χρησιμοποιεί την ισχύ του με συγκεκριμένους τρόπους, δεν είναι μετριοπαθές. Το δεύτερο, όμως, είναι η δημιουργία διλημμάτων στην περιοχή, κυρίως σε ό,τι αφορά το Ιράν. Το Ιράν ανακοίνωσε ήδη αντίποινα», αναφέρει.