Ο Κώστας Μόντης στα τρία ομότιτλα επιγραμματικά του ποιήματα «προς φιλόλογο μελετητή ποίησης» υπαινίσσεται με τη γνωστή ρηξικέλευθη ειρωνεία του την τυπολατρική σχολαστικότητα της φιλολογικής ανάλυσης της ποίησης, όπως ενδεικτικά εμφαίνει ο ακροτελεύτιος στίχος του τρίτου ποιήματος: «Περίεργο. Δεν είχα προγραμματίσει τόσα».
Εντούτοις, ο Άντης Ροδίτης, αποφεύγοντας μικροσκοπικές ανιχνεύσεις και σχολικές κοινοτοπίες, αναδεικνύει ενδιαφέρουσες καινοτομίες και καίριες αναψηλαφήσεις στο εμπεριστατωμένο κριτικό του δοκίμιο για «τα Γράμματα στη Μητέρα» (εκδόσεις Αρμός, 2015), που επισφραγίζουν την Αριστοτελική ρήση: «...φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν».
Εφόσον, κατά τον Ελύτη, «η ποίηση από τη φύση της δεν αρκείται ποτέ στη μία όψη των πραγμάτων», η ειδοποιός διαφορά που κομίζει η οπτική του Ροδίτη έγκειται τόσο στην ανασκευή της πρόσληψης των «Γραμμάτων» στην επιφάνεια ομοιότροπων αποτιμήσεων περί δυσνόητου δήθεν ερμητισμού και σε συσχέτιση με τη θρυμματισμένη αποτύπωση των «Στιγμών» όσο προπάντων στην τελεσφόρηση πραγμάτευσης συγκριτολογικών εισηγήσεων από προηγούμενους μελετητές: την παρότρυνση του Χαραλαμπίδη για «αντιπαραβολή με συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις», καθώς και τη μη εμβάθυνση στα αίτια αντιστοίχισης από τον Χριστοφίδη της «έρημης χώρας» του Έλιοτ με την «ερημιά» και τον «κρανίου τόπο», όπως απέδωσε την κοινωνικοπολιτική μας δυστοπία, που κίνησε το ποιητικό ήθος του Μόντη τις κρίσιμες δεκαετίες του ’60 και ’70, για να δημιουργήσει τις αριστοτεχνικές του συνθέσεις σε αντιστικτική πεζογραφική κορύφωση με τις «Κλειστές πόρτες».
Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας επικαλείται την ευθύβολη κρίση τού Παστελλά για τα «Γράμματα στη Μητέρα», που δεν είναι «αξεδιάλυτο μείγμα» υπαρξιακής αγωνίας και οδυνηρών προσωπικών βιωμάτων του ποιητή με τις εναγώνιες «στιγμές» του τόπου του, τονίζοντας την πολιτική τους διάσταση και προσδιορίζοντας την ταυτότητα της Μητέρας ως «του αιωνίου συμβόλου της ιδεατής καταφυγής σε ώρες κλονισμού και έσχατης δοκιμασίας».
Με παρόμοιο αισθητήριο ορθοκρισίας, αλλά και διαλεκτικής διείσδυσης στα ποιητικά συμφραζόμενα και τα ιστορικά δρώμενα, που τα πυροδότησαν, φωτίζει ενδοκειμενικά τα αλληγορικά μηνύματα και τους εικονοπλαστικούς συμβολισμούς της νοηματοδότησής τους. Επισημαίνει, επίσης, ορατές παραλληλίες και αναλογικές συζεύξεις μεταξύ Μοντικών και Ελιοτικών συλλήψεων, τεκμηριώνοντας έτσι την αποκαλυπτική δήλωση του Μόντη για τον εμβολιασμό της ποίησής του από γόνιμες επιδράσεις, ιδίως, τον Έλιοτ.
Κατ’ αρχήν, «οι ασπόνδυλοι, σκεβρωμένοι άνθρωποι» της β ́ ενότητας του πρώτου «Γράμματος στη Μητέρα» παρομοιάζονται με «τους ζώντες νεκρούς της “Έρημης Χώρας”», ενώ το θέμα της επίφοβης σκόνης («...fear in a handful of dust») στον Έλιοτ συνηχεί στον Μόντη τη «διήθησή» της σε έναν ψυχαναγκαστικό διανοητικό συμβιβασμό, όπου η ανατρεπτική εκτροπή και η εξίσωση θύματος-θύτη.
Εφαρμόζοντας αμφότεροι οι ποιητές κοινές τεχνικές έκφρασης, όπως την Ελιοτική και Καβαφική «αντικειμενική συστοιχία» της συναισθηματικής φόρτισης από τη σκηνοθετική ανάπλαση γεγονότων με στόχευση την κατίσχυση στη συνείδηση της αλήθειας έναντι της παραπλανητικής διάψευσης και ακόμη τη Σωκρατική ειρωνεία ή την προσποίηση άγνοιας, προβάλλουν στο ποιητικό προσκήνιο των έργων τους το θέμα της πληγής και της ασθένειας: της «αιμάσσουσας, ζωντανής πληγής», αντιστρόφως ανάλογης «της πιο μεγαλύτερης ελπίδας» και το «παρήγορο σημείο» της συνειδητοποίησης της ασθένειας αν «έστω κι ένας άνθρωπος που να μη διάγει καλώς...» στον Μόντη, ανακαλώντας τον «πληγωμένο χειρουργό» του Έλιοτ, που «βυθίζει το νυστέρι να φτάσει στο σημείο που ασθενεί», εφόσον «η υγεία μας είναι στην αρρώστια».
Αν και η ελπίδα μένει μετέωρη στο κενό «Πέρα από την απελπισία», όπως επιγράφεται το προτελευταίο κεφάλαιο, εμπνευσμένο από το «Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα», που μπορεί να υστερεί σε ποιητική από τα δύο προηγούμενα, όχι όμως και σε σφύζοντα προφητικά μηνύματα για τον τότε και τον νυν «ζωντανό εφιάλτη»: «Μητέρα, γύρω απ’ τα σπίτια μας στρατοπέδευσε η Ασία».
Το επακόλουθο, δυστυχώς, των όσων συνάγονται μέσα από την ανάλυση των Μοντικών «Γραμμάτων» με επίκεντρο το «Δεύτερο Γράμμα» για την επισώρευση λαθών της παραπαίουσας πολιτικής μας ηγεσίας, που ματαίωσε τους μακροχρόνιους πόθους του κυπριακού Ελληνισμού και τα εθνικά οράματα του ’55-’59. Ο Άντης Ροδίτης με οξυκόρυφη γραφίδα παρρησίας καταθέτει τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις, που ενισχύονται από έγκριτες βιβλιογραφικές και πρωτογενείς πηγές.