Το πώς δομούμε την κοινωνική, εθνοτική, έμφυλη, προσωπική, οικογενειακή μας ταυτότητα παραμένει ένα πολύ ενδιαφέρον ερευνητικό ερώτημα, που χρήζει συστηματικής, διαχρονικής και εμπεριστατωμένης έρευνας. Ωστόσο, με τη μέθοδο της παρατήρησης εντοπίζω μια διάχυτη σύγχυση γύρω από το «είμαι» της κυπριακής ταυτότητας.
Αυτή η τάση να δείχνει κανείς τα αποκτήματά του ενδεχομένως να είναι προϊόν μιας υπερφίαλης επιδειξιομανίας, η οποία είναι η πρώτη μεταμφιεσμένη συνιστώσα του άγχους. Ένα άτομο που αισθάνεται αδύναμο και έχει ενδείξεις συνδρόμου κατωτερότητας καυχιέται, αυθαδιάζει και περιαυτολογεί.
Οι άνθρωποι με τάση να επιδεικνύονται έχουν υψηλές πιθανότητες να μετεξελιχθούν σε φασιστοειδή, αφού ο αυταρχικός χαρακτήρας είναι η μόνη διέξοδος για τον άνθρωπο που νιώθει κενός. Μια δεύτερη μεταμφιεσμένη συνιστώσα του άγχους είναι η ψευδο-περηφάνια.
Ο άνθρωπος που αισθάνεται κενός έχει ανάγκη να πιστεύει πως είναι υπερήφανος, ένας υπερήφανος με κενό «εγώ» αλλά ανυπόφορα υποφερτό «είμαι» χρησιμοποιεί την οδό της αυτοκατηγορίας, μετονομάζοντάς την σε αυτοσαρκασμό, προσπαθώντας να υποκατασταθεί με μια αίσθηση αξίας. Ο δρόμος τού αυτοκατηγορώ είναι η λύση στην πλήξη της αυτοαναξιότητας.
Στην ουσία η αυτοϋποτίμηση έχει την ίδια χροιά με την αλαζονεία. Η αυτοϋποτίμηση ως συνιστώσα υποκαθιστά την αυτοεκτίμηση. Με αυτόν τον τρόπο ο αυτοϋποτιμημένος αισθάνεται πως δίκαια μαστιγώνει τον εαυτό του, αλλά και συνάμα νιώθει άξιος που μπορεί να το κάνει πίσω από τον μανδύα της ψευδοϋπερηφάνειας του. Ωστόσο, η απόσταση μεταξύ των προσωπικών αισθημάτων αναξιότητας και του μίσους προς τους άλλους είναι μηδαμινή.
Συναντάμε λοιπόν στις μέρες μας ανθρώπους με μειωμένη αυτοαξία, με τάσεις αυτοκατηγορίας, που επειδή δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια τους, πλάθουν μια κοινωνική εικόνα αψεγάδιαστα υλιστική, δείχνοντας με το περίστροφο τούς άλλους. Αφού δεν μπορούν οι ίδιοι να αντέξουν τον εαυτό τους, προτιμούν να επιδεικνύουν κακία και ζήλια προς τους άλλους που νομίζουν ότι είναι καλύτεροί τους ή που καταφέρνουν ενδεχομένως πράγματα που οι ίδιοι θα ήθελαν να καταφέρουν.
Η τρίτη μεταμφιεσμένη συνιστώσα είναι αυτή της κακής σχέσης με τον χρόνο. Αν αναλογιστούμε την ωμή αλήθεια του χρόνου, μπορούμε να αντιληφθούμε πώς ο άνθρωπος είναι ο μόνος που μπορεί να έχει μια τάξη μεγέθους της ζωής τους. Ένας άνθρωπος μπορεί σε κάποιο βαθμό να ελέγξει την υγεία του και, αν εξαιρεθούν τα αιφνίδια ατυχήματα, τότε μπορεί να γνωρίζει ότι με κριτήρια μέσου όρου το προσδόκιμο ζωής του είναι περίπου στα 75-80 έτη.
Βάσει αυτού του προσδόκιμου ζωής, ο άνθρωπος μπορεί αν θέλει να κατευθύνει τη ζωή του και να χρησιμοποιήσει τον χρόνο εποικοδομητικά. Όσο όμως είναι ανελεύθερος, αδιαφοροποίητος, άβουλος, δρα με καταναγκασμό και προσμετρά τον χρόνο με ποσοτικά στοιχεία. Γίνεται υπηρέτης του χρόνου και ο χρόνος γίνεται ο μεγαλύτερος εφιάλτης του. Στην ουσία η τρίτη μεταμφιεσμένη συνιστώσα είναι το πλαίσιο των άλλων συνιστωσών, γιατί ο χρόνος σού θυμίζει πως δεν έχεις απεριόριστο χρόνο να προσδιοριστείς, σου θυμίζει πως η κενότητά σου μπορεί να προσδιορίσει όλη σου την ύπαρξη.
Άρα, όσο λιγότερο πιστεύει κάποιος στον εαυτό του, τόσο πιο ανελεύθερος είναι. Κάποιος πιστεύει στον εαυτό του όταν μπορέσει να βρει νόημα σε όσα κάνει, όταν κάνει αυτά που θέλει και όταν μπορεί να ξέρει τι θέλει. Αυτός ο άνθρωπος ξέρει ποιος είναι: έχει ταυτότητα!