Αρκετά χρόνια πριν, όταν μορφωνόμουν μουσικά, με γοήτευε ιδιαίτερα ο χώρος της οργανολογίας. Ίσως επειδή μου φαινόταν η απόλυτη συνάντηση πολιτισμικών παραδόσεων και τεχνικής γνώσης με σκοπό οι άνθρωποι να αξιοποιήσουν τις μελωδικές και ρυθμικές δυνατότητες των φυσικών υλικών και να δημιουργήσουν μια διαφορετική «γλώσσα», τη μουσική· ίσως πάλι, επειδή η θεωρία της μουσικής ήταν πολύ «θεωρητική», ενώ το να μαθαίνεις για την ποικιλία των μουσικών οργάνων έδινε το περιθώριο να ανακαλύψεις ήχους, σχήματα, ιστορίες. Μέσα σε τούτες τις ιστορίες κρύβονται και μερικές ενδιαφέρουσες Λεξιστορήσεις. Σήμερα ταξιδεύουμε στον κόσμο των μουσικών οργάνων και ανακαλύπτουμε την προέλευση των ονομασιών μερικών από τα πιο γνωστά όργανα της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης.
Όσοι από μας απολαμβάνουμε τη μπαρόκ μουσική, όπως τα έργα του Johann Sebastian Bach (1685–1750), είμαστε εξοικειωμένοι με το ηχόχρωμα του τσέμπαλου. Όπως και το πιάνο, το τσέμπαλο ανήκει στην οικογένεια των πληκτροφόρων μουσικών οργάνων, καθώς παίζεται με πλήκτρα. Εξωτερικά μοιάζει με μικρό πιάνο, αλλά το ιδιαίτερο ηχόχρωμά του οφείλεται στις πένες—παλαιότερα κατασκευάζονταν από φτερό ή δέρμα και σήμερα από βινύλιο—που χτυπούν τις χορδές κατά το πάτημα των πλήκτρων. Εύκολα ανιχνεύει κανείς την ιταλική προέλευση της λέξης, αλλά δύσκολα παρατηρεί ότι η ρίζα της ανάγεται στην αρχαία ελληνική. Το κύμβαλον ήταν κρουστό μουσικό όργανο που αποτελούνταν από δύο μεταλλικούς κοίλους δίσκους, παρόμοιο με τα σημερινά πιατίνια· η ρίζα βρίσκεται στη λέξη ὁ κύμβος ή ἡ κύμβη, το οποίο σήμαινε ένα είδος αγγείου σαν ποτήρι.
Με την ίδια σημασία το κύμβαλον πέρασε στα λατινικά ως cymbalum. Η λατινική λέξη χρησιμοποιήθηκε στα γαλλικά (cymbale) και στα αγγλικά (cymbal) για τον απόγονο του κρουστού οργάνου, τα πιατίνια, τα οποία συναντούμε σε συμφωνικές ορχήστρες και ως βασικό μέρος των ντραμς. Στα ιταλικά όμως επιβίωσε μια άλλη λατινική λέξη της ίδιας οικογένειας, το clavicymbalum, σύνθετο από το clavis, το οποίο σημαίνει το κλειδί, και το cymbalum. Το clavicymbalum, ένα πληκτροφόρο—και όχι κρουστό—μουσικό όργανο πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 14ου αι. ως ο πρόγονος του τσέμπαλου. Η λέξη πέρασε στα ιταλικά ως clavicembalo και παρέμεινε με τη συντετμημένη της μορφή ως cembalo, ενώ στο γαλλικό και στο (επίσης λατινογενές) ρουμάνικο clavecin «οι περικοπές» επηρέασαν το δεύτερο συνθετικό της λατινικής λέξης. Το ιταλικό cembalo μπήκε στα ελληνικά ως αντιδάνειο με την εντελώς νέα σημασία του. Μάλιστα, από το ιταλικό clavicembalo πλάστηκε στα ελληνικά το 1812 το λόγιο μεταφραστικό δάνειο κλειδοκύμβαλον, για να δηλώσει το συγγενές πιάνο.
πιάνο
Η αρχική ονομασία του πασίγνωστου οργάνου κατά την εφεύρεσή του στις αρχές του 18ου αι. δεν ήταν μια και μόνη λέξη, αλλά ολόκληρη φράση! Clavicembalo col piano e forte, δηλαδή κλειδοκύμβαλο που επιτρέπει παίξιμο σιγά και δυνατά, αφού παιζόταν σε δύο επίπεδα έντασης. Για ευνόητους λόγους, από τη φράση αυτή αποσπάστηκε το piano e forte, παράχθηκε με συνεκδοχή το pianoforte, το οποίο αποτελεί τη σύγχρονή μας ιταλική ονομασία του οργάνου, και αργότερα σχηματίστηκε το piano, το οποίο διαδόθηκε σε πολλές γλώσσες αποτελώντας σχεδόν μια διεθνή λέξη. Το ιταλικό επίθετο piano εξακολουθεί να σημαίνει τον σιγανό, τον ομαλό, και προέρχεται από το λατινικό επίθετο planus, δηλαδή ομαλός.
βιολί
Άλλη μια ιστορία που μας πάει στον ιταλόφωνο κόσμο και σε έναν απρόσμενο πρόγονο! Η λέξη βιόλα υπάρχει ήδη στη μεσαιωνική ελληνική και ανάγεται στο ιταλικό viola και στο παλαιότερο προβηγκιανό viula, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό vidula. Σύμφωνα με κάποια λεξικά, το μεσαιωνικό λατινικό vidula έχει ως πρόγονο το παλαιότερο λατινικό ρήμα vitulari, το οποίο δήλωνε ότι κάποιος είναι χαρούμενος, ότι γιορτάζει. Το βιολί δεν είναι παρά μεσαιωνικό υποκοριστικό του βιόλα και προέρχεται από το βενετικό violin, υποκοριστικό του ιταλικού viola· άλλωστε το βιολί είναι μια βιόλα σε μικρότερο μέγεθος και, εξαιτίας αυτού, με υψηλότερη τονική έκταση.
κιθάρα
Η λέξη απαντάται με τη μορφή ἡ κίθαρις ήδη στον Όμηρο, ο οποίος μεταφέρει τα λόγια του Τηλέμαχου για τους μνηστήρες στην Αθηνά: τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, ῥεῖ’, ἐπεὶ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν, ότι δηλαδή αυτοί νοιάζονται μόνο για την κιθάρα και το τραγούδι και δεν τους μέλει που ρημάζουν αλόγιστα την ξένη περιουσία. Η μορφή ἡ κιθάρα εμφανίζεται στα κείμενα από τον 5ο αι. π.Χ. μαζί με μια μεγάλη οικογένεια παράγωγων και σύνθετων λέξεων: κιθαρίζω, ἡ κιθαριστύς, ἡ κιθάρισις, ὁ κιθαριστής, κιθαρῳδέω, ὁ κιθαρῳδός.
Αν και πρόκειται για έγχορδο όργανο, η μορφή της αρχαίας κιθάρας, η οποία ανήκε στην ίδια οικογένεια με τη λύρα και τη φόρμιγγα, διαφέρει αρκετά από τη σύγχρονη κιθάρα· έμοιαζε περισσότερο με μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο. Η ακριβής ρίζα της λέξης παραμένει άγνωστη στους λεξικογράφους, αλλά εικάζεται ότι είναι αρχαίο δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθανόν σχετιζόμενο με τη σανσκριτική λέξη tar, δηλαδή χορδή. Εμφανίζεται και στα λατινικά με τη μορφή cithara, από τα οποία έχει κληροδοτηθεί στα ισπανικά (guitarra)—η κιθάρα με τη σύγχρονη μορφή της, αλλά αρχικά με 4 και αργότερα με 6 χορδές, πρωτοεμφανίζεται στην αναγεννησιακή Ισπανία τον 16ο αι. Η ισπανική λέξη περνά και στις υπόλοιπες νεολατινικές γλώσσες (guitare στα γαλλικά, chitarra στα ιταλικά, chitară στα ρουμανικά) και στις γερμανικές γλώσσες (guitar στα αγγλικά, Gitarre στα γερμανικά, gitaar στα ολλανδικά). Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν να μεσολάβησε ένας σταθμός μέσω του αραβικού qīţārā, όπου συνδέθηκε με το σύγχρονο μουσικό όργανο, προτού η λέξη περάσει στις ευρωπαϊκές γλώσσες.
σαξόφωνο
Το σαξόφωνο πρωτοκατασκευάστηκε το 1846 από τον Βέλγο μουσικό και κατασκευαστή μουσικών οργάνων Antoine-Joseph (Adolphe) Sax (1814–1894), ο οποίος «δάνεισε» το επώνυμό του ως πρώτο λεξικό συστατικό σε μια σειρά πνευστών οργάνων δικής του επινόησης, όπως το sax(o)horn, το sax(o)tuba και το sax(o)tromba. Ανάμεσα σε αυτά και το saxophone, λέξη γαλλικής προέλευσης με δεύτερο λεξικό συστατικό το -phone, το οποίο μαζί με τα phon(o)- και -phony ανάγεται στην αρχαιοελληνική λέξη ἡ φωνὴ. Η οικογένεια αυτών των λεξικών συστατικών πλάστηκε στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες και χρησιμοποιείται στην επιστημονική και τεχνική ορολογία, για να δηλώσει ότι κάτι σχετίζεται με τον ήχο ή τη φωνή (π.χ. xylophone, megaphone, telephone, αλλά και phonology).