Υπάλληλοι του κράτους, ή υπάλληλοι του κόμματος;

Κάποτε, υπήρχε απαγορευτικός νόμος για τη συμμετοχή δημοσίων και κρατικών υπαλλήλων σε κόμματα και ανάληψη κομματικών αξιωμάτων. Στη συνέχεια, και με συναίνεση όλων των κομμάτων, τα οποία άλειψαν μέλι στο ψωμί τους, επετράπη στους δημοσίους υπαλλήλους να είναι και υπηρέτες του κράτους και υπηρέτες του κόμματος. Εν ονόματι, δήθεν, της αρχής ότι όλοι δικαιούνται να έχουν πολιτική συμμετοχή και πολιτική άποψη, επετράπη στους δημοσίους υπαλλήλους να κατέχουν και κομματικό αξίωμα και να είναι και υπάλληλοι του κράτους και του πολίτη.



Αυτή η διευθέτηση απετέλεσε πηγή κακών. Και για τη δημόσια υπηρεσία και για τη χρηστή διοίκηση και για τον πολίτη. Πλεονεκτήματα απέκτησε μονάχα η κομματοκρατία, η οποία εισέβαλε στη δημόσια υπηρεσία και την κατέστησε μικρομάγαζο των κομμάτων. Κόμματα εξουσίας φρόντιζαν να βολεύουν ημετέρους στη δημόσια υπηρεσία, να αποκτούν «οφθαλμό και αφτί» μέσα στη λειτουργία της, ενώ δημόσιοι υπάλληλοι ενεργούσαν, είτε κατόπιν πιέσεων, είτε κατόπιν νομιμοφροσύνης προς το κόμμα, περισσότερο ως υπάλληλοι των κομμάτων παρά ως υπηρέτες του λαού.



Δεν νοείται δημόσιος υπάλληλος να κατέχει και κομματικό αξίωμα. Είτε κλητήρας είναι, είτε γενικός διευθυντής. Λίγοι ή πολλοί ευρέθησαν εκεί, όχι επειδή είχαν τις γνώσεις, την ευσυνειδησία και την ικανότητα, αλλά επειδή τους εξασφάλιζε πρόσληψη, ή προαγωγή, η κομματική τους ταυτότητα. Και είναι φυσικό, η ανέλιξη στον επαγγελματικό τομέα, με πλάτες κομμάτων, να αποτελεί καλό λόγο και να χρησιμοποιείται ως αντίδωρο προς το κόμμα, για όσα πρόσφερε στον ευεργετηθέντα.



Οι δημόσιοι και κρατικοί υπάλληλοι δικαιούνται -και ουδείς μπορεί να τους αφαιρέσει το δικαίωμα- να συμφωνούν με τις θέσεις οποιουδήποτε κόμματος. Ώς εκεί, όμως. Δεν μπορεί να είναι και κομματικά στελέχη και δημόσιοι λειτουργοί. Δεν δικαιούνται να υπηρετούν δύο εκκλησίες, και πολλές φορές τη μία εις βάρος της άλλης. Η πολιτικοποίηση είναι ανεκτή. Η κομματικοποίηση αποτελεί πληγή.



Οι πρόσφατες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Γενικός Ελεγκτής κατήγγειλε Υπουργούς ότι παρενέβησαν και, καταστρατηγώντας νόμιμες διαδικασίες, προχώρησαν σε ρουσφετολογικούς διορισμούς, ή διευκόλυναν τέτοιους διορισμούς κομματικών στελεχών, καθώς και τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν ότι πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι κατέχουν κομματικά αξιώματα και παραβίασαν νόμους και κανονισμούς, αποκαλύπτουν πόση σκοπιμότητα και πόσους μη αποκαλυπτόμενους στόχους είχε η ψήφιση νόμου, διά του οποίου επετρέπετο σε δημοσίους και κρατικούς υπαλλήλους να κατέχουν κομματικά αξιώματα.



Προκάλεσε την άλωση της δημόσιας υπηρεσίας από τα κόμματα και κυρίως από τα κυβερνώντα, και δημιούργησε δημόσιους υπαλλήλους δύο ταχυτήτων. Εκείνους οι οποίοι με κομματικές πλάτες προσλαμβάνονται ή προάγονται επειδή κατέχουν κομματική ταυτότητα και τους άλλους, οι οποίοι στερούμενοι κομματικής στήριξης, αν και διαθέτουν τις ικανότητες, στερούνται των πλεονεκτημάτων τα οποία έχουν άλλοι συνάδελφοί τους.



Ενόψει πλέον της άκρατης κομματοκρατίας που επικρατεί και η οποία άπλωσε τα πλοκάμια της σε όλο το εύρος του κράτους, της κοινωνίας και φορέων της, πρέπει να υπάρξει μία ανάσχεση αυτής της επικίνδυνης κατάστασης, η οποία τείνει να μετατρέψει, αν δεν μετέτρεψε, το κράτος σε υποχείριο πότε του ενός και πότε του άλλου κόμματος.



Οι δημόσιοι και κρατικοί υπάλληλοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να υπηρετούν και το κράτος και το κόμμα. Οφείλουν να επιλέξουν ένα εκ των δύο. Είτε να παραμείνουν υπηρέτες του πολίτη, είτε να μετακινηθούν στα κομματικά γραφεία.



Δισυπόστατους δημόσιους λειτουργούς δεν χρειάζεται η δημόσια υπηρεσία.