Μύθοι και αλήθειες για τις εγγυήσεις

Η Συνθήκη Εγγυήσεως και η γνωμάτευση των Νομικών του Φόρεϊν Όφις το 1967


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΤΙΚΗ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ, ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΙΣΧΥΕΙ, ΕΦΟΣΟΝ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Σε τελική ανάλυση, οι Νομικοί αποφάνθηκαν όχι ότι η Συνθήκη ήταν παράνομη, αλλά ότι (ανοίγω εισαγωγικά): «Επομένως, μια τουρκική απειλή για εισβολή της Κύπρου και οποιαδήποτε διά της βίας επέμβαση στην Κύπρο από μέρους των άλλων εγγυητριών δυνάμεων, δίχως τη συγκατάθεση της κυπριακής Κυβέρνησης, μπορεί να θεωρηθεί απαγορευμένη από τον Χάρτη και έτσι να είναι παράνομη»

Πρόσφατα έγινε λόγος για μια γνωμάτευση των Νομικών του Φόρεϊν Όφις και προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο Νομικοί αποφάνθηκαν πως η Συνθήκη Εγγυήσεως είναι παράνομη (unlawful).


Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, είναι παρερμηνευμένη η ερμηνεία αυτή, γι’ αυτό πρέπει να εξηγήσουμε το πώς και γιατί κατ' αρχήν δόθηκε η εν λόγω γνωμάτευση, η οποία ζητήθηκε τον Νοέμβριο του 1967 και δόθηκε λίγες μέρες αργότερα.


Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα ιστορικά.


Τις ημέρες εκείνες (Νοέμβριος 1967) η Τουρκία απειλούσε με εισβολή και όπως και το 1964 την απέτρεψαν οι Αμερικανοί, διά του Προέδρου Λίντον Τζόνσον, πράγμα που δεν συγχώρησαν στους Αμερικανούς οι Τούρκοι. Και αυτό επιβεβαίωσε και ο Δρ Νιχάτ Ερίμ, σε συνέντευξή του αργότερα. Η οποία πιστεύω ακόμα βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα του τουρκικού Υπ. Εξωτερικών.


Στις 24 Νοεμβρίου 1967, λοιπόν, στο Φόρεϊν Όφις έλαβεν χώραν μια σύσκεψη για το Κυπριακό, με τη συμμετοχή των Νομικών Συμβούλων του Υπ. Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας. Οι Νομικοί Σύμβουλοι κλήθηκαν τότε να συμβουλεύσουν, συγκεκριμένα, κατά πόσον η Συνθήκη Εγγυήσεως υποχρέωνε το Ηνωμένο Βασίλειο να προβεί σε μονομερή δράση κάτω από την τότε επικρατούσα κατάσταση, δηλαδή σε περίπτωση απειλής τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, για να προστατεύσει την Κυπριακή Δημοκρατία από μια τέτοια εισβολή.


Οι Νομικοί Σύμβουλοι δεν γνωμάτευσαν ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως ήταν παράνομη, αλλά αναφέρθηκαν και στη θέση τής τότε κυπριακής Κυβέρνησης, η οποία τη θεωρούσε άκυρη και αντίθετη με το άρθρο 2.4 του καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Και σχολίασαν τη θέση της κυπριακής Κυβέρνησης από διάφορες απόψεις.
Η απόφαση των Νομικών


Σε τελική ανάλυση, οι Νομικοί αποφάνθηκαν όχι ότι η Συνθήκη ήταν παράνομη, αλλά ότι (ανοίγω εισαγωγικά): «Επομένως, μια τουρκική απειλή για εισβολή της Κύπρου και οποιαδήποτε διά της βίας επέμβαση στην Κύπρο από μέρους των άλλων εγγυητριών δυνάμεων, δίχως τη συγκατάθεση της κυπριακής Κυβέρνησης, μπορεί να θεωρηθεί απαγορευμένη από τον Χάρτη και έτσι να είναι παράνομη, έστω και αν γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεως. Όμως, διά της βίας επέμβαση στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ελλάδα κατόπιν καλέσματος από την κυπριακή Κυβέρνηση για να προστατεύσει την Κύπρο έναντι τουρκικής εισβολής, δεν θα είναι αντίθετη με τον Χάρτη του ΟΗΕ».


«In effect therefore, the threatened Turkish invasion of Cyprus and any forcible intervention in Cyprus undertaken by the other guaranteeing Powers without the consent of the Cyprus Government, might well be held to be forbidden by the Charter and thus to be unlawful, even though committed in reliance on the Treaty of Guarantee. But forcible intervention in Cyprus by the United Kingdom or Greece at the request of the Cyprus Government and to protect it against a Turkish invasion would not be contrary to the Charter».


Εν τω μεταξύ, ο κίνδυνος τουρκικής εισβολής αποφεύχθηκε με την αποχώρηση, τις ίδιες ημέρες, της Ελληνικής Μεραρχίας, που ήταν και ο στόχος των τουρκικών απειλών...


Τις ίδιες μέρες, Βρετανοί βουλευτές, «φίλοι» της Κύπρου, κατέθεταν ερωτήσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων ζητώντας από τη βρετανική κυβέρνηση ενεργότερη εμπλοκή. Οι βουλευτές θεωρούσαν ότι η βρετανική κυβέρνηση όφειλε, λόγω των υποχρεώσεών της βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως, να κάνει περισσότερα και να βοηθήσει την κυπριακή Κυβέρνηση εν όψει των τουρκικών απειλών για εισβολή.


Ετοιμαζόμενος ως προς το πώς να απαντήσει στις ερωτήσεις βουλευτών, ο αξιωματούχος του Φόρεϊν Όφις, κ. R. H. G. Edmonds, έγραψε στις 30 Νοεμβρίου 1967 σε εσωτερικό σημείωμα προς τους συναδέλφους του:


«Κάτω από το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960, Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζουν και εγγυώνται την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Νομικοί μας Σύμβουλοι μάς συμβούλευσαν ότι η Συνθήκη δεν επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση πάνω μας να πάρουμε μονομερή δράση για να προστατεύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία έναντι μιας εισβολής από την Τουρκία. Το άρθρο ΙV καθορίζει τις συνθήκες στις οποίες ίσως να έχουμε δικαίωμα επέμβασης. Όμως, η νομική ερμηνεία εδώ είναι περίπλοκη και καλύτερα να αποφεύγεται η δημόσια συζήτηση του θέματος».
Δεν θα επενέβαινε το Η.Ε.


Ο Βρετανός Πρωθυπουργός, τον Δεκέμβριο του 1963 είχε αποφασίσει ότι, και να εισέβαλλαν τότε οι Τούρκοι στην Κύπρο, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν επρόκειτο να επέμβει. Και αυτό είχε μεταβιβάσει αμέσως στον Υπ. Αποικιών που βρέθηκε στην Κύπρο, μετά τις τουρκικές επιθέσεις εναντίον μας. Η απόφαση εκείνη επαναβεβαιώθηκε το 1972 και το έκαναν, τελικά, πράξη το 1974.


Η Συνθήκη Εγγυήσεως καλύπτει ακόμα ένα θέμα εκτός των «εγγυητικών υποχρεώσεων» των τριών εγγυητριών δυνάμεων. Με τη Συνθήκη αυτή, τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία όσο και η Ελλάδα και η Τουρκία υποχρεούνται να εγγυώνται την ασφάλεια και λειτουργία των βρετανικών κυρίαρχων περιοχών των Βάσεων.
Συνθήκες «πακέτο»


Τέλος, η Συνθήκη Εγγυήσεως, όσο και να είναι αναχρονιστική, όσο και να μη μας αρέσει, το γεγονός που παραμένει είναι ότι ισχύει, εφόσον ισχύει και η Κυπριακή Δημοκρατία. Απλώς, γιατί οι Συνθήκες ήταν ένα πακέτο και δεν μπορεί ένα μέρος να ακυρώνεται αυτόματα με δηλώσεις είτε από ελλαδικής είτε από κυπριακής πλευράς. Το 1959/60 είχαν συμφωνήσει ότι, όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει πρόβλημα με κάποια Συνθήκη, πρέπει να ζητήσει σύσκεψη όλων των μερών για συζήτηση και αναθεώρηση.


Μέχρι σήμερα δεν ακούσαμε να έχει τεθεί γραπτώς τέτοιο αίτημα και να έχει γνωστοποιηθεί στον λαό στην Κύπρο, πρωτίστως από την κυπριακή Κυβέρνηση, και ποια ήταν η θέση, επί του προκειμένου, των υπολοίπων συμβαλλομένων μερών. Ακούσαμε ότι η ελλαδική πλευρά ζητεί την ακύρωσή της κ.λπ και παρόμοιες θέσεις να εκφράζονται και από κυπριακής πλευράς, αλλά δεν διαβάσαμε, ούτε ακούσαμε σχετικό επίσημο αίτημα από την κυπριακή Κυβέρνηση.


Όπως έγραψα και σε προηγούμενο άρθρο μου, η πρώτη που επέκρινε έντονα το Φόρεϊν Όφις για το λεκτικό της Συνθήκης Εγγυήσεως ήταν η Γενική Εισαγγελία της Βρετανίας, εβδομάδες μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου...
ΦΑΝΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΥ
Ερευνήτρια/δημοσιογράφος