Ο χρόνος δεν «λαδώνεται»
Σάββατο 30 Σεπ 2017

Μιχάλης Βιολάρης: «Αγάπησα πολύ το είδος του τραγουδιού που υπηρέτησα»
ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ. ΕΙΧΑΜΕ ΩΣ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ, ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ, ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ
Το 1971 ήταν καθοριστικό για την πορεία μου. Γνώρισα τον Οδυσσέα Ελύτη. Περίπου την ίδια εποχή, σε μια συνάντηση στη δισκογραφική εταιρεία «Λύρα» στην Κριεζώτου, γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος με κάλεσε να συνεργαστούμε, άσχετα αν η συνεργασία δεν έγινε. Ο Κώστας Μόντης και ο Μιχάλης Πασιαρδής, αισθάνομαι υπερήφανος που υπήρξαν τα δύο μεγάλα κεφάλαια της κυπριακής μουσικής μου δημιουργίας
Κάποιοι άνθρωποι έχουν την τύχη να βρίσκονται στη “στροφή του δρόμου”, εκεί όπου αλλάζει μια εποχή, εκεί όπου δημιουργείται μια νέα “σχολή”, εκεί όπου διαμορφώνονται τα πολιτιστικά πράγματα. Σ’ αυτό το σημείο βρέθηκε ο δικός μας Μιχάλης Βιολάρης. Στα χρόνια και στις εποχές που μια χαρισματική ομάδα συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών έδωσαν το δυναμικό "παρών" τους και διαμόρφωσαν το καλλιτεχνικό τοπίο του τόπου.
Είναι ένας από τους σημαιοφόρους του Νέου Κύματος. Θα τον δούμε στην παρέα του Ελύτη, του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Σπανού, του Κόκοτου, του Πλέσσα, του Μούτση και πολλών άλλων δημιουργών, οι οποίοι στόλισαν με διαμάντια την ελληνική δισκογραφία. Ο Μιχάλης Βιολάρης μοιράζεται στη “Σημερινή” τις απόψεις του, τις σκέψεις του, παραλληλίζοντας την εποχή του Νέου Κύματος με τη σημερινή εποχή...
Μιχάλη, πώς πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια σ’ αυτό το επάγγελμα;
Αν ξεκινούσες σήμερα, πιστεύεις ότι θα μπορούσες να έχεις μια τόσο λαμπερή πορεία ως ερμηνευτής;
Ξεκίνησα την τραγουδιστική μου πορεία πριν από πενήντα περίπου χρόνια.
Βέβαια, πριν αρχίσω να τραγουδώ, ξεκίνησα σιγά - σιγά να γράφω κάποια τραγούδια. Οι δύο πρώτες κυρίες που τα ερμήνευσαν, είναι η Σούλη Σαμπάχ και η Όλγα Ποταμίτου. Αγάπησα πολύ το είδος του τραγουδιού που υπηρέτησα, και ακόμη υπηρετώ. Έτσι, πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια και, μέχρι σήμερα, έχω την εντύπωση ότι δεν έχω δουλέψει στη ζωή μου. Αν ξεκινούσα σήμερα, δεν είμαι σίγουρος αν θα είχα την ίδια πορεία. Κι αυτό, γιατί, εδώ και αρκετά χρόνια, τα μουσικά ακούσματα δεν είναι καθόλου αυτά που μου ταιριάζουν.
Tι άλλαξε στο καλλιτεχνικό σκηνικό από τότε μέχρι σήμερα;
Το καλλιτεχνικό σκηνικό της εποχής μας ήταν εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Είχαμε ως πρότυπα τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νίκο Γκάτσο, και όχι μόνον. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω με αυτούς τους μύθους, τότε είπα ότι τα άπιαστα όνειρά μου γίνανε πραγματικότητα. Σήμερα το σκηνικό είναι τόσο φτωχό από προσωπικότητες αυτού του μεγέθους, που σίγουρα οι νέοι μας δεν έχουν να ακουμπήσουν πουθενά τα όνειρά τους.
Πιστεύεις ότι ένας ερμηνευτής του δικού σου βεληνεκούς έχει αφήσει το στίγμα του εκείνη την εποχή, επειδή είχε ταλέντο, ή γιατί κάποιες συμπτώσεις συνέτειναν και βοήθησαν;
Πιστεύω ότι το ταλέντο και η δουλειά είναι τα δύο στοιχεία που κάνουν τους καλλιτέχνες, αλλά και το έργο τους, να αντέξουν στον χρόνο. Έχω την εντύπωση ότι οι συμπτώσεις είναι ικανές να σε οδηγήσουν μέχρις ενός σημείου. Απ' εκεί και πέρα, έρχεται ο χρόνος, ο οποίος είναι αμείλικτος. Δεν λαδώνεται, δεν επηρεάζεται από κανέναν, και δεν έχει κανένα κομματικό κριτήριο. Παίρνει μόνο αυτό που εκείνος θέλει και κρατάει, μόνο αυτό που έχει τα στοιχεία που μόνον εκείνος ξέρει να ξεχωρίζει.
Το Νέο Κύμα
Έζησες το Νέο Κύμα, ήσουν ένας από τους βασικούς συντελεστές του. Όταν ακούς, όταν παρακολουθείς σήμερα ήχους και εικόνες εκείνης της εποχής, πώς αισθάνεσαι;
Είμαι από τους ευλογημένους εκείνους ανθρώπους που βίωσαν την εποχή ακριβώς όταν έπαιρνε σάρκα ένα κίνημα, ένα νέο είδος τραγουδιού και στίχου, που ο εταιρειάρχης τού έδωσε τον εμπορικό τίτλο ''Το Νέο Κύμα στο ελληνικό τραγούδι''. Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, αισθάνομαι υπερήφανος όταν παρακολουθώ ήχους και εικόνες εκείνης της εποχής. Υπερήφανος, γιατί, μέχρι τις μέρες μας, τα τραγούδια εκείνα βρίσκονται μέσα στη συλλογική μνήμη του λαού μας.
Τότε η τεχνολογία δεν υπήρχε. Και, όμως, τα τραγούδια έβγαιναν προς τα έξω. Και τα καλύτερα είχαν απίστευτες πωλήσεις. Ένα σπουδαίο τραγούδι σήμερα χρειάζεται προώθηση, ή μήπως έχει μια δικιά του δυναμική που θα το φέρει άμεσα στα χείλη των ανθρώπων;
Ναι, η τεχνολογία δεν υπήρχε τότε. Οι χώροι, όμως, που τραγουδούσε ο κάθε τραγουδιστής, έξι φορές τη βδομάδα, ήταν ένας μεγάλος συντελεστής για την προβολή του κάθε νέου τραγουδιού. Έπειτα, η μαγεία του ραδιοφώνου, τόσο προ τηλεόρασης όσο και μετά, ασκούσε μιαν ανεπανάληπτη επίδραση στους ακροατές του. Τέλος, οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της εποχής ήταν τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους απανταχού απόδημους Έλληνες κάτι σαν τα σημερινά video clips. Σήμερα, με όλη τη δύναμη της τεχνολογίας, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει ένα τραγούδι. Αν έχει, όμως, τη δική του δυναμική, θα γίνει σιγά-σιγά γνωστό.
Αναμφίβολα είχες την τύχη να γνωρίσεις στιχουργούς, συνθέτες και ποιητές μέσα από το τραγούδι. Πώς γίνεται όλοι εκείνοι οι δημιουργοί της εποχής που έγραψαν για σένα, να έχουν καταθέσει τόσο μεγάλα τραγούδια; Σύμπτωση ή πολλή δουλειά σε συνδυασμό με πολύ ταλέντο;
Πράγματι, η μοίρα, η τύχη ή το φωνητικό μου ηχόχρωμα, αν θέλεις, με έφεραν κοντά σε διακεκριμένους ποιητές, στιχουργούς και συνθέτες. Στο ξεκίνημά μου, είχα την τύχη να ερμηνεύσω στην πρώτη και δεύτερη Ανθολογία του Σπανού, τραγούδια σε ποίηση Γ. Βιζυηνού, Αιμιλίας Δάφνη, Σωτήρη Σκίπη και άλλων δόκιμων ποιητών. Αμέσως μετά, γνώρισα και συνεργάστηκα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο. Ύστερα ήρθε το ''Αν βουληθώ'' με τον Πλέσσα.
Το 1971 ήταν καθοριστικό για την πορεία μου. Γνώρισα τον Οδυσσέα Ελύτη. Περίπου την ίδια εποχή, σε μια συνάντηση στη δισκογραφική εταιρεία "Λύρα" στην Κριεζώτου, γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος με κάλεσε να συνεργαστούμε, άσχετα αν η συνεργασία δεν έγινε. Ο Κώστας Μόντης και ο Μιχάλης Πασιαρδής, αισθάνομαι υπερήφανος που υπήρξαν τα δύο μεγάλα κεφάλαια της κυπριακής μουσικής μου δημιουργίας. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι, ήταν τόσο τεράστιοι πριν μου κάνουν την τιμή να μου δώσουν τραγούδια, και αισθάνομαι γι’ αυτούς ότι ήθελαν να μου δώσουν κάτι δικό τους, γιατί είχαν εκτιμήσει τη δουλειά μου.
Είμαι αισιόδοξος για τη νέα γενιά
Διαισθάνεσαι ταλέντο και ικανότητα δημιουργίας στη νέα γενιά;
Ναι, είμαι αισιόδοξος για τη νέα γενιά, αρκεί να αναφέρω ένα όνομα που αρχίζει σιγά-σιγά να δίνει πολύ καλά δείγματα γραφής στη μουσική. Είναι η Μαρίνα Σάττι. Αν ακούσουμε τη ''Μάντισσα'' που διασκεύασε, θα δούμε ότι πραγματικά πρέπει να ελπίζουμε και να πιστεύουμε στη νέα γενιά.
Τι είναι καλός στίχος, για σένα;
Για μένα, θα ήθελα να έχει ο στίχος μια τέτοια πυκνότητα και αφαιρετική διάθεση, έτσι ώστε κάθε φορά που τον διαβάζω, να φαντάζει πρωτόγνωρος και πρωτοδιάβαστος. Αλλιώς, αν είναι συγκεκριμένος, διαβάζεται ή ερμηνεύεται για μια και μόνη φορά, δεν έχει δεύτερη ερμηνεία, η συγκεκριμένη του μορφή λιγοστεύει τη δυναμική του. Έτσι φαντάζομαι έναν ωραίο στίχο.
Παρακολουθείς τους σημερινούς τρόπους με τους οποίους οι νέοι ερμηνευτές αγωνιούν να περάσουν το πιθανό ταλέντο τους; Παρακολουθείς τους μουσικούς «διαγωνισμούς» στην τηλεόραση; Προλαβαίνεις την ταχύτητα με την οποία κινούνται τα καλλιτεχνικά πράγματα σήμερα;
Ναι, παρακολουθώ τους τρόπους με τους οποίους οι σημερινοί νέοι ερμηνευτές αγωνίζονται να κάνουν γνωστή τη δουλειά τους. Έρχονται κατά καιρούς αρκετά νέα παιδιά στην Αθήνα, προσπαθώντας να γίνουν αναγνωρίσιμοι σε αμφιβόλου ποιότητας χώρους της νύχτας. Πολλοί, επίσης, λαμβάνουν μέρος σε τηλεοπτικούς διαγωνισμούς. Το τεράστιο πρόβλημα, όμως, των νέων αυτών, είναι τα κενά περιεχομένου τραγούδια που επιλέγουν, τόσο στον στίχο όσο και στη μουσική.
Εάν μια μελωδία ή ένας στίχος είναι άνευ ουσίας και περιεχομένου, μπορεί να υπάρχει κάποιος ενθουσιασμός τους πρώτους μήνες, ύστερα, όμως, τα τραγούδια αυτά, μαζί με τα ονόματα των παιδιών, εξαφανίζονται. Έρχονται όμως και κάποια νέα παιδιά, που αρχίζουν τις σπουδές τους στοχεύοντας όχι στην εύκολη μελωδία και τον στίχο της μιας χρήσεως, και σ’ αυτά, πραγματικά, επενδύει κανείς, δείχνοντάς τους μεγάλο σεβασμό, αγάπη και εκτίμηση.
Αν σου ζητούσα να καταγράψεις πέντε μόνον καλλιτέχνες οι οποίοι ήταν καθοριστικοί στην επαγγελματική σου πορεία, ποιοι θα ήταν αυτοί και γιατί;
Είναι πάνω από πέντε. Όμως, αν περιοριστούμε μόνο σε πέντε, αυτοί είναι:
Ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Κριμιζάκης, ο Λίνος Κόκοτος, ο Μίμης Πλέσσας και ο Τάσος Καρακατσάνης.
«Δεν μετάνιωσα που έφυγα»
Έφυγες από την Κύπρο σε πολύ νεαρή ηλικία. Παρόλο που έρχεσαι συχνά στον τόπο καταγωγής σου, υπάρχει κάποιο κενό, κάποια έλλειψη με τη νεανική σου αυτή απόφαση να ζήσεις στην Αθήνα;
Ναι, έφυγα το 1962. Έρχομαι πολύ συχνά στην Κύπρο. Δεν νιώθω καμία έλλειψη και κανένα κενό με την απόφασή μου να ζήσω στην Αθήνα. Η Αθήνα ως έδρα ήταν και είναι μια ζωντανή, μεγάλη πόλη, που, αν ξέρεις τι θέλεις από τη ζωή σου, είναι ιδανική. Πολιτιστικά, τόσο στο θέατρο όσο και στη μουσική, μπορεί κανείς να μάθει πολλά πράγματα, φτάνει τα ενδιαφέροντά του να είναι συγκεκριμένα.
Υπάρχουν καλλιτεχνικά όνειρα που δεν πραγματοποίησες ακόμα;
Ναι, υπάρχουν αρκετά καλλιτεχνικά όνειρά μου που δεν έχω πραγματοποιήσει ακόμη. Αυτά τα όνειρα και οι στόχοι είναι πάντα εκείνα τα στοιχεία που σε κρατάνε ζωντανό, σε όποιαν ηλικία και αν είσαι.
Παρακολουθείς τις πολιτικές εξελίξεις στην ιδιαίτερή σου πατρίδα; Τι ελπίζεις; Τι εύχεσαι 43 χρόνια μετά την εισβολή;
Ναι, παρακολουθώ τις πολιτικές εξελίξεις στην ιδιαίτερή μου πατρίδα. Ελπίζω πως κάποια στιγμή όλα τα κόμματα, όσες και όποιες διαφορές και αν έχουν, σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που ζούμε, να εργαστούν για ένα και μοναδικό σκοπό. Εύχομαι και ονειρεύομαι μια λύση που θα δικαιώσει όλους εκείνους που θυσιάστηκαν, τόσο στον Αγώνα του ‘55-‘59, όσο και στην εισβολή του 1974, έτσι ώστε οι επόμενες γενιές να αφοσιωθούν στην πρόοδο και την ευημερία ενός νησιού, που υπέφερε τα πάνδεινα για να αποκτήσει την ελευθερία του.