«Προεκλογικό» Εθνικό Συμβούλιο χωρίς προοπτικές ενότητας

“Μπαρούτι” όχι τόσο για τις ανύπαρκτες, ούτως ή άλλως, εξελίξεις στο Κυπριακό, αλλά γιατί η προεκλογική περίοδος έχει από νωρίς πάρει φωτιά, μυρίζει εκ του μακρόθεν η αυριανή σύνοδος του Εθνικού Συμβουλίου. Κατά την οποία ο Πρόεδρος Αναστασιάδης θα ανοίξει -ή τουλάχιστον υποχρεούται να ανοίξει- τα χαρτιά του, ενώπιον φίλων και αντιπάλων, που ήδη “λαδώνουν” τα πολυβόλα της προεκλογικής κριτικής.


Η ατζέντα της συνεδρίασης του Σώματος είναι μεν ανοικτή αλλά και ιδιαιτέρως βαριά. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να ενημερώσει την πολιτική ηγεσία για τις επαφές του στη Νέα Υόρκη και τα όσα διημείφθησαν, κυρίως με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες. Και, ως εκ τούτου, έχει υποχρέωση να εξηγήσει πού ακριβώς στέκεται το Κυπριακό, ποιες οι προοπτικές (ανύπαρκτες επί του παρόντος, κατά γενικήν ομολογίαν) και ποια πραγματικά είναι η στάση του διεθνούς παράγοντα, του ΟΗΕ συμπεριλαμβανομένου. Που κατά την αντιπολίτευση -το κάθε κόμμα με δική του επιχειρηματολογία ως προς τους λόγους- αποφεύγει “όπως ο διάβολος το λιβάνι” να αποδώσει ευθύνες στην φέρουσα την αποκλειστική ευθύνη για το ναυάγιο, Τουρκία.


Επίσης, κατά τη δημόσια δέσμευση του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι πολιτικοί αρχηγοί θα λάβουν αύριο από τις υπηρεσίες του Προεδρικού, έναν φάκελο γεμάτο με “έγγραφα του Κυπριακού”. Στα οποία θα περιλαμβάνονται, πέρα από τα όσα ήδη απέστειλε σε γνωστούς και φίλους, τόσο το άτυπο έγγραφο Γκουτέρες που αποκάλυψαν "Σίγμα" και "Σημερινή", δημιουργώντας σάλο, όσο και η γραπτή ενημέρωση που κατέθεσε στον επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού και την κατ’ ιδίαν 20λεπτή συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη.


Με αυτά ως δεδομένα, ουδείς κομίζει γλαύκα ες Αθήνας αν προεξοφλήσει μια συζήτηση σε υψηλούς τόνους με εκατέρωθεν βολές επί πάντων, με προεκλογικό άρωμα, όσο και αν κάποιοι δηλώνουν ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί πεδίο ψηφοθηρίας.
«Νεκροψία»


Οι παρεμβάσεις στην πολιτική επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες πιστοποιούν ότι η σύνοδος του Σώματος δεν αποκλείεται να μετατραπεί σε “νεκροψία” τού τι έγινε ή δεν έγινε στην κρίσιμη διάσκεψη του Κραν Μοντανά αρχές Ιουλίου. Κάθε πλευρά θα πρέπει να απαντήσει σε πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα, τα οποία “κωδικοποιούνται” ως εξής:


§ Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πρέπει να απαντήσει σε δύο ταμπλό. Στο ΑΚΕΛ που ισχυρίζεται ότι η τακτική που ακολούθησε με τη μη εκμετάλλευση του εγγράφου Γκουτέρες οδήγησε στην απώλεια ευκαιρίας είτε για λύση του Κυπριακού, είτε για πραγματική έκθεση της Τουρκίας ενώπιον του διεθνούς παράγοντα (αν τα πράγματα οδηγούνταν σε επίπεδο Πρωθυπουργών). Ταυτόχρονα θα πρέπει να απαντήσει και στην άλλη μερίδα της λεγόμενης “πατριωτικής” αντιπολίτευσης, που τον κατηγορεί ότι έχει προχωρήσει σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, που όσο και αν τις χαρακτηρίζει ως null and void (άκυρες), θα βρίσκονται πάντα στο τραπέζι μιας νέας διαπραγμάτευσης, χωρίς όμως η Τουρκία να έχει δώσει κάτι και κυρίως χωρίς να επιβαρύνεται με ευθύνες για το ναυάγιο.


§ Το ΑΚΕΛ πρέπει επιτέλους να εξηγήσει πώς εννοεί τη χαμένη ευκαιρία, με βάση το έγγραφο Γκουτέρες. Ισχυριζόμενο ότι αυτό οδηγούσε στην κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων (κάτι που δεν αναφέρεται ρητά στο περιεχόμενό του), θα πρέπει με επιχειρηματολογία, στη βάση λογικής, να εξηγήσει πού και πώς υπήρξε λανθασμένη τακτική και γιατί θεωρεί ότι τα πράγματα είχαν ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, που θα μπορούσε η διαδικασία να οδηγηθεί σε επίπεδο Πρωθυπουργών.


Επίσης ο Άντρος Κυπριανού είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να απαντήσει γιατί δεν λαμβάνει υπόψη τις δημόσιες τοποθετήσεις Τούρκων και κυρίως Τ/κ - πιο πρόσφατα ο Ακιντζί - που δεν κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους και δηλώνουν απερίφραστα πως ουδέποτε συζητούσαν για μηδέν εγγυήσεις και μηδέν στρατό, αλλά για μια τμηματική διαδικασία που θα ολοκληρωνόταν διά μέσου της εφαρμογής της λύσης με βάση την αύξηση της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης της τ/κ κοινότητας έναντι της στάσης των Ε/κ.


§ Η λεγόμενη “πατριωτική” αντιπολίτευση -ως ο εκπρόσωπος της πλέον σκληρής κριτικής κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας- πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει γιατί θεωρεί ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει παραχωρήσει τα πάντα, έναντι κανενός οφέλους, από τη στιγμή που και γραπτώς ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει ενημερώσει τα Ηνωμένα Έθνη πως οι τελευταίες προτάσεις του επί των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού “ΔΕΝ ισχύουν”. Θα πρέπει επίσης να εξηγήσει αν τελικά θεωρεί ή όχι το έγγραφο Γκουτέρες ως κεκτημένο και γιατί θα έπρεπε η συζήτηση να διεξαχθεί επί εκείνου και όχι επί του πυρήνα του Κυπριακού, όπως τον χαρακτηρίζει και ο κύριος Κοτζιάς, που είναι το θέμα της κατάργησης των αναχρονιστικών εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων.
Στην Τουρκία το ενδιαφέρον


Αν και ως είθισται τέτοιες συνεδριάσεις -δεδομένης και της προεκλογικής περιόδου- δεν αποδίδουν κάτι χειροπιαστό σε σχέση με χάραξη κοινών θέσεων και τακτικής, εντούτοις θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως οι επόμενοι δύο μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Που κατά γενικήν ομολογίαν αποτελεί το κύριο πεδίο άσκησης εθνικής πολιτικής από τη Λευκωσία, αφού εκεί έχει ή έπρεπε να έχει το πάνω χέρι, έναντι της Άγκυρας.


Οι πολιτικοί ηγεμόνες του τόπου θα πρέπει να αντιληφθούν ότι μέσα από τη συζήτηση και την ανάλυση δεδομένων -όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μετά από τις εκλογές στη Γερμανία, τις επικείμενες στην Αυστρία και τη σκλήρυνση της στάσης των Βρυξελλών- πρέπει να καταλήξουν σε μια εθνική, όσο το δυνατόν πιο ενιαία γραμμή για τους χειρισμούς που θα γίνουν σε δύο επίπεδα.


Πρώτον, σε ό,τι αφορά την ίδια την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας που βρίσκεται κυριολεκτικά στο μεταίχμιον και το μέλλον της οποίας θα κριθεί στα επόμενα, μέχρι το τέλος του χρόνου, δύο Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Οι φωνές για διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων πληθαίνουν και για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται ομοφωνία από τα μέλη της Ε.Ε. Εδώ ακριβώς μπαίνει στην εξίσωση και ο ρόλος της Λευκωσίας, που αντιμετωπίζει ένα εξαιρετικά σημαντικό δίλημμα.


Αν η ενταξιακή πορεία της κατοχικής δύναμης διακοπεί οριστικά, τότε χάνεται ένα εξαιρετικό εργαλείο άσκησης πίεσης. Και το κυριότερο θα χαθεί για άλλους λόγους πέραν του Κυπριακού. Ως εκ τούτου, θα πρέπει, με πολύ ώριμες και διορατικές πολιτικές σκέψεις, η Λευκωσία να αποφασίσει αν θα συναινέσει σε κάτι τέτοιο -όταν και εφόσον έλθει εκείνη η ώρα- ή αν θα επιλέξει να ρίξει “καραμέλα” στην Τουρκία ότι μπορεί να σώσει την πορεία της θέτοντας βέτο έναντι συγκεκριμένων και εθνικά αναγκαίων ανταλλαγμάτων στο Κυπριακό.


Και δεύτερον, σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας - Ε.Ε., που πλέον πρέπει να θεωρείται παρελθόν, αφού το Βερολίνο το έχει κάνει ξεκάθαρο. Εδώ, λοιπόν, θα πρέπει, με συγκεκριμένη διπλωματική πολιτική, η Λευκωσία να πείσει τη Γερμανία ότι στους λόγους διακοπής της προσπάθειας για αναβάθμιση, θα πρέπει να υπάρχει και ξεκάθαρη αναφορά στις κυπρογενείς υποχρεώσεις της Άγκυρας και την ανάγκη σεβασμού και αναγνώρισης όλων των κρατών μελών της Ε.Ε. Με λίγα λόγια δηλαδή θα πρέπει η διακοπή του διαλόγου για την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας - Ε.Ε. να έχει άρωμα Κυπριακού και όχι αυτό να γίνει με μόνο επιχείρημα αυτό του Βερολίνου και άλλων κρατών μελών περί μη δημοκρατικής Τουρκίας του Ερντογάν.