Ειδήσεις

Απρόσμενες λεξικές συγγένειες

Θα μπορούσαν να συγγενεύουν οι λέξεις έδεσμα και οδύνη ή οι λέξεις γραμματική και γκλάμουρ;


Για τον ομιλητή ή την ομιλήτρια της νεοελληνικής η λεγόμενη ετυμολογική αδιαφάνεια γίνεται ένας επιπρόσθετος παράγοντας που εμποδίζει την ετυμολογία μιας λέξης να τον / την οδηγήσει στην τρέχουσα σημασία της. Φιλοξενούμε σήμερα τις ενδιαφέρουσες ιστορίες μερικών από τις πολλές νεοελληνικές λέξεις που συνδέονται με συγγενικούς, αλλά επιμελώς καμουφλαρισμένους, ετυμολογικούς δεσμούς.
Εύκολα ανιχνεύει κανείς την ετυμολογική συγγένεια μεταξύ του τροφή και του θρέψη, μεταξύ του πτηνό και του πτήση ή ανάμεσα στα τέκνο, τοκετός και τίκτω. Η ομοιότητα στη μορφή και η σημασιολογική συνάφεια προδίδουν ότι οι λέξεις αυτές ανήκουν στο ίδιο «οικογενειακό δέντρο». Θα μπορούσαν όμως να συγγενεύουν οι λέξεις έδεσμα και οδύνη ή οι λέξεις γραμματική και γκλάμουρ; Μάλλον όχι. Κι όμως οι ιστορίες των λέξεων κρύβουν συνήθως μεγάλες εκπλήξεις!


Σε μια από τις προηγούμενες Λεξιστορήσεις είδαμε ότι η ετυμολογία μάς αποκαλύπτει μόνο την ιστορία της προέλευσης μιας λέξης και όχι απαραίτητα την τρέχουσα, σημερινή σημασία της. Διαβάσαμε για λέξεις που έχουν υποστεί σημαντικές σημασιολογικές μεταβολές στο πέρασμα των αιώνων και, έτσι, έχουν απομακρυνθεί από την αρχική σημασία της ρίζας ή των συνθετικών τους, όπως το μελάνι, ο υπουργός και ο πονηρός.


Στις σημερινές Λεξιστορήσεις κοιτάμε το ίδιο θέμα μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα. Οι ρίζες είναι η πρώτη ύλη από την οποία πλάστηκαν οι λέξεις στο παρελθόν και απέκτησαν τις αρχικές τους σημασίες. Το λεξιλόγιο όμως είναι ένα τόσο ρευστό κομμάτι της γλώσσας και οι ρίζες είναι τόσο καλά «κρυμμένες» στις λέξεις, ώστε ετυμολογικά συγγενείς λέξεις-ομόρριζες, κατά τη γλωσσολογική ορολογία-μοιάζουν άσχετες μεταξύ τους, αφού έχουν υποστεί κιόλας σημασιολογικές αποκλίσεις από την αρχική σημασία της ρίζας τους.


Έτσι, για τον ομιλητή ή την ομιλήτρια της νεοελληνικής αυτή η λεγόμενη ετυμολογική αδιαφάνεια γίνεται ένας επιπρόσθετος παράγοντας που εμποδίζει την ετυμολογία μιας λέξης να τον / την οδηγήσει στην τρέχουσα σημασία της. Φιλοξενούμε σήμερα τις ενδιαφέρουσες ιστορίες μερικών από τις πολλές νεοελληνικές λέξεις που συνδέονται με συγγενικούς, αλλά επιμελώς καμουφλαρισμένους, ετυμολογικούς δεσμούς.
Η γραμματική του γκλάμουρ Άσχετες λέξεις θα έλεγε κανείς! Κι όμως, φαίνεται πως υπάρχει μια παλιά συγγένεια. Ήδη από την εποχή του Ισοκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ο θηλυκός τύπος του επιθέτου ὁ γραμματικός (δηλαδή, ἡ γραμματική) από το ουσιαστικό τό γράμμα συνδυαζόταν συνήθως με τα ουσιαστικά τέχνη ή ἐπιστήμη, για να δηλώσει τη μελέτη των γραπτών συμβόλων και συνεκδοχικά τη μελέτη των γραπτών κειμένων. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στον Κρατύλο του Πλάτωνα: ταῦτα τὰ γράμματα, τό τε ἄλφα καὶ τὸ βῆτα καὶ ἕκαστον τῶν στοιχείων, τοῖς ὀνόμασιν ἀποδιδῶμεν τῇ γραμματικῇ τέχνῃ.


Αργότερα, κατά την ελληνιστική εποχή η γραμματική τέχνη εξελίχθηκε στη φιλολογική ανάλυση των γραπτών κειμένων (π.χ. λογοτεχνικών, φιλοσοφικών), η οποία ασκούνταν από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς. Μάλιστα, το πρώτο σύγγραμμα γραμματικής ονομάζεται Τέχνη Γραμματική και αποδίδεται στον Διονύσιο τον Θράκα (2ος-1ος αι. π.Χ.). Εδώ ξεκινά το ταξίδι προς την «γκλαμουριά»!


Η γραμματική περνά στα λατινικά ως grammatica και από εκεί στα παλαιά γαλλικά με τη μορφή gramaire διατηρώντας τη σημασία που είχε στην ελληνική γλώσσα. Όταν τον Μεσαίωνα η γνώση των κειμένων ταυτίστηκε με την απόκρυφη γνώση, τη μαγεία, οι αγγλόφωνοι δανείστηκαν την παλαιά γαλλική λέξη, άλλαξαν τη μορφή της σε gramarye και δήλωσαν την αίγλη από την κατάκτηση της μαγικής γνώσης. Στις αγγλικές ποικιλίες της Σκωτίας η λέξη έγινε glammar και σήμαινε ειδικότερα το ξόρκι και το μαγικό φίλτρο, ενώ τον 19ο αι. μ.Χ. επέστρεψε στις αγγλικές ποικιλίες της Αγγλίας ως glamour δηλώνοντας πια τη μαγική ομορφιά.


Στη νεοελληνική γλώσσα, η γραμματική αναφέρεται στη γλωσσολογική ανάλυση της δομής της γλώσσας-πρωτίστως της προφορικής διάστασής της-ενώ το γκλάμουρ περιγράφει τη λάμψη, τη γοητεία και την ακτινοβολία. Μια κληρονομημένη λέξη και ένα αντιδάνειο, φαινομενικά άσχετα-κι όμως, με κοινή προέλευση. Να σας κεράσουμε έναν κρατήρα κρασί; Η έννοια της ανάμειξης υλικών ήταν βασική στον αρχαίο πολιτισμό είτε αυτό αφορούσε τη μαγειρική και την παρασκευή ποτών είτε αφορούσε τη μεταλλουργία.


Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kera- είχε αυτή ακριβώς τη σημασία και από τις τρεις παραλλαγές της στην ελληνική γλώσσα κερ-, κρα- και κρ- σχηματίστηκαν λέξεις που σχετίζονταν με την ανάμειξη υλικών: τα ουσιαστικά κρᾶμα, κρᾶσις και κρατήρ (δηλαδή, το δοχείο όπου γινόταν η ανάμειξη), το επίθετο ἄκρατος και το ρήμα κεράννυμι με τους ποιητικούς τύπους κίρνημι ή κιρνῶ (δηλαδή, αναμειγνύω κρασί με νερό). Από το κρᾶσις προέκυψε το μεσαιωνικό υποκοριστικό κρασίον, το οποίο κατέληξε αργότερα στο κρασί. Το αρχαιοελληνικό ρήμα κεράννυμι εξελίχθηκε στο μεσαιωνικό ρήμα κερνῶ, δηλαδή αναμειγνύω νερό με κρασί για να το προσφέρω στους επισκέπτες· η νεοελληνική του σημασία έχει βέβαια διευρυνθεί, καθώς όταν κερνάμε, προσφέρουμε οτιδήποτε και όχι μόνο κρασί.


Ο άθλος σε κάνει άθλιο... Η υπεροχή και η παρακμή συμπλέκονται στενά στο ετυμολογικό δέντρο των δύο αυτών λέξεων. Στο επικό λεξιλόγιο του Ομήρου, ο ἀέθλιος αγωνιζόταν σε έναν ἄεθλον και έπαιρνε το ἄεθλον, δηλαδή το βραβείο του διαγωνισμού. Αργότερα, στην αττική ποικιλία της αρχαίας ελληνικής, ο ἀέθλιος έγινε ἄθλιος, ο ἄεθλος ἆθλος και το ἄεθλον ἆθλον. Ο ἄθλιος ήταν, με άλλα λόγια, ο νικητής του ἄθλου, του πολεμικού ή αθλητικού αγώνα, αυτός που έπαιρνε την αμοιβή, το έπαθλο. Όμως, για να ανέβει στο βάθρο, ο ἄθλιος έπρεπε να καταβάλει κόπο, να ταλαιπωρηθεί, να αγωνιστεί σκληρά.


Έτσι, ήδη από την αρχαιότητα-παράλληλα με την αλλαγή από ἀέθλιος σε ἄθλιος-η λέξη απέκτησε και αρνητική σημασία: τον 5ο αι. π.Χ. εμφανίζεται να δηλώνει τον ταλαιπωρημένο, τον δυστυχή, και τον 4ο αι. π.Χ. καταγράφεται επιπλέον να χαρακτηρίζει τον φαύλο και τον κακοήθη. Αντίθετα, η νεοελληνική λέξη άθλος κατέληξε να σημαίνει τη δύσκολη και σπουδαία πράξη, το κατόρθωμα. ΔΙΑΙΤ-α-ητής Η μορφή τους το προδίδει, αλλά η σημασία τις παραλλάσσει αρκετά. Το νήμα των λέξεων δίαιτα και διαιτητής μάς πάει στο αρχαιοελληνικό ρήμα διαιτῶ (με τον εναλλακτικό τύπο διαιτῶμαι), το οποίο είχε δύο σημασίες, αλλά δεν χρησιμοποιείται πια στη νέα ελληνική.


Αφενός, δήλωνε ότι κάποιος ακολουθεί έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής· έτσι, διαβάζουμε στο Θουκυδίδου Ἱστορίαι ότι πολλά δ’ ἂν καὶ ἄλλα τις ἀποδείξειε τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν ὁμοιότροπα τῷ νῦν βαρβαρικῷ διαιτώμενον, ότι δηλαδή οι παλαιότεροι Έλληνες ακολουθούσαν έναν τρόπο ζωής όμοιο με αυτόν των σύγχρονών τους ξένων. Μάλιστα, ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. ο Ιπποκράτης χρησιμοποιεί το παράγωγο ουσιαστικό δίαιτα, για να δηλώσει τον τρόπο διατροφής.


Αφετέρου, το ρήμα σήμαινε τη διαδικασία της κρίσης και της λήψης απόφασης, τη διαιτησία· γράφει ο Αριστοτέλης στο Ἀθηναίων Πολιτεία ότι οἱ τετταράκοντα διανέμουσιν αὐτοῖς τὰς διαίτας καὶ ἐπικληροῦσιν ἃς ἕκαστος διαιτήσει, μιλώντας για την κατανομή των καθηκόντων διαιτησίας. Η αθλητική σημασία προέκυψε όταν η λέξη διαιτητής χρησιμοποιήθηκε ως σημασιολογικό δάνειο, για να αποδώσει τον γαλλικό όρο arbitre και τους αγγλικούς referee και umpire, δηλαδή τον επιτηρητή ενός αγωνίσματος. Έδεσμα και οδύνη Ιδού δύο από τα μέλη μιας ετυμολογικής οικογένειας με επίκεντρο το φαγητό! Η τουλάχιστον αρχαϊκή αντίληψη ότι ο πόνος κατατρώει τον άνθρωπο σωματικά ή ψυχικά ανιχνεύεται στη χρήση της ινδοευρωπαϊκής ρίζας *ed-, η οποία σήμαινε τη διαδικασία της βρώσης, για τον σχηματισμό λέξεων που σχετίζονται με το φαγητό και, μεταφορικά, με τον σωματικό ή ψυχικό πόνο.


Από τη ρίζα αυτή σχηματίστηκε το αρχαϊκό ελληνικό ρήμα ἔδω (και αργότερα ἔδομαι) με τη σημασία του τρώω, αλλά και συνώνυμα σε άλλες γλώσσες: το λατινικό σύνθετο comedere (απ’ όπου το ισπανικό comer) και το αρχαίο γερμανικό *etaną (απ’ όπου το αγγλικό eat). Στα ελληνικά οι παραλλαγές της ινδοευρωπαϊκής ρίζας ἐδ-, ὀδ- και ὠδ- έδωσαν τις λέξεις ἔδεσμα, ὀδύνη και ὀδύρομαι, ἐδώδιμος και ὠδίς (δηλαδή, ωδίνες). Αν και ως ομιλητές και ομιλήτριες της νεοελληνικής είμαστε εξοικειωμένοι / εξοικειωμένες με μεταφορές όπως την οδύνη που τρώει τα σωθικά μας, είναι σαφές ότι ένα παιδί 2-3 ετών δεν μαθαίνει την τρέχουσα σημασία της λέξης οδύνη μέσα από τέτοιες μεταφορικές εξηγήσεις. Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.


vassileiou@cbs.mpg.de
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία

*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook)