Ανθρώπινες Ιστορίες

«Είχα γίνει το νούμερο DP 743»

«Ενώ στη δίκη σού καταλογιζόταν συγκεκριμένη ποινή, στα κρατητήρια δεν υπήρχε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κράτησης, και αυτό ήταν και το φρικτό της υπόθεσης. Σε έστελναν στο κρατητήριο για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και εξαρτιόταν η παραμονή ή απελευθέρωσή σου, από τις αποφάσεις του κυβερνήτη»

«Μπαίνοντας στα κρατητήρια, το πρώτο πράγμα που χάνεις είναι η ταυτότητά σου. Δεν είσαι πλέον ο Ρένος, ο Κώστας ή ο Νίκος. Είσαι ένα νούμερο. Εγώ είχα γίνει το νούμερο 743. DP 743. Μπαίνοντας έχεις έναν αριθμό και σου έδιναν 6 κουβέρτες, ένα τσίγγενο πιάτο και ποτήρι».


Ο αγώνας της ΕΟΚΑ βρίθει ηρωικών αφηγήσεων. Η ανθρώπινη διάσταση των κρατουμένων στα κρατητήρια συγκέντρωσης των Βρετανών αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας. Ο Ρένος Λυσιώτης αποτελεί μιαν από τις λίγες πλέον εν ζωή φωνές που κρατούν ζωντανή την ιστορική μνήμη, και μεταφέρουν στο σήμερα, άγνωστες μέχρι τώρα πτυχές του ανθρώπινου δράματος των κρατουμένων της ΕΟΚΑ.


Με αφορμή τη σημερινή εκδήλωση στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, ως ημέρα μνήμης των κρατουμένων του αγώνα της ΕΟΚΑ, συναντήσαμε τον κ. Λυσιώτη λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση των 87 χρόνων ζωής του, στο δικηγορικό του γραφείο στη Λευκωσία. Νομικός, συγγραφέας, μα πρωτίστως άοκνος αγωνιστής, προβαίνει σε μια κατάθεση ψυχής για όλα όσα βίωσε, τα σχεδόν δυο χρόνια κράτησής του στα κρατητήρια των Άγγλων.


Λειτουργώντας αφιλοκερδώς ως δικηγόρος αγωνιστών στις εν πολλοίς προδιαγεγραμμένες δίκες των αποικιοκρατών, ο 24χρόνος τότε Λυσιώτης βρέθηκε από πολύ νωρίς στο μικροσκόπιο των Άγγλων. «Η δικηγορική μου δράση ήταν ιδιαιτέρως έντονη, με αποτέλεσμα να με βλέπουν με πολύ άσχημο μάτι οι Άγγλοι. Μια ημέρα, ενώ είχα πάει πρωί στο δικηγορικό μου γραφείο, βρήκα στον προθάλαμο έναν άνδρα, τον οποίο αρχικά θεώρησα ως πελάτη. Τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν Βρετανός ανακριτής. Εισερχόμενος στο εσωτερικό του γραφείου, είδα ακόμη τρεις Άγγλους, οι οποίοι μου είπαν ότι έχουν υποψίες πως ήμουν μέλος της ΕΟΚΑ».


«Απ' εκεί με οδήγησαν στο σπίτι μου και, παρόλο που δεν βρήκαν τίποτα, με οδήγησαν στον περιβόητο αστυνομικό σταθμό της Ομορφίτας, το λεγόμενο 'άντρο του τρόμου', γιατί εκεί συντελούνταν πολλά και φρικτά βασανιστήρια. Εκεί με εγύμνωσαν, όχι για να βρουν σημειώσεις όπως ισχυρίζονταν, αλλά για εξευτελισμό. Εκεί έμεινα για 18 ημέρες, όσες ακριβώς όριζε ο 'περί προσωποκρατήσεως νόμος'. Υπέφερα πολύ, και ίσως ήμουν ο πρώτος στον οποίον δοκίμασαν τα ψυχολογικά βασανιστήρια, λέγοντάς μου πως επειδή ήμουν γνωστό πρόσωπο την περίοδο εκείνη, δεν θα με υπέβαλλαν σε σωματικά βασανιστήρια, καθώς αν τα γνωστοποιούσα, πιθανόν ο κόσμος να με πίστευε. Σε έμενα δοκίμασαν την μέθοδο του brainwashing (πλύση εγκεφάλου)».


Όπως κατά κόρον συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις, η έλλειψη ενοχοποιητικών στοιχείων δεν απέτρεπε του Άγγλους από το να στείλουν τον οποιονδήποτε σε κάποιο από τα επτά κρατητήρια που λειτουργούσαν σε όλο το νησί. «Η τραγωδία της υπόθεσης είναι ότι, ενώ στη δίκη σού καταλογιζόταν συγκεκριμένη ποινή, στα κρατητήρια δεν υπήρχε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κράτησης, και αυτό ήταν και το φρικτό της υπόθεσης. Σε έστελναν στο κρατητήριο για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και εξαρτιόταν η παραμονή ή απελευθέρωση σου, από τις αποφάσεις του κυβερνήτη».
Καμίνι το καλοκαίρι, ψυγείο τον χειμώνα


Θυμάται, μάλιστα, με αξιοθαύμαστη πνευματική διαύγεια τις πρώτες εικόνες που αντίκρισε στα κρατητήρια της Πύλας, εκεί όπου πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο ως πολιτικός κρατούμενος. «Τα κρατητήρια της Πύλας είχαν έξι διαμερίσματα, και τοποθετούμασταν σε ένα απ' αυτά. Κάθε διαμέρισμα είχε έξι παράγκες, στις οποίες διέμεναν 24 έως 26 κρατούμενοι. Το μεν καλοκαίρι ήταν καμίνι, τον δε χειμώνα ψυγείο. Οι πλείστοι κρατούμενοι είχαν την τάση να κρεμάνε τις κουβέρτες τους πίσω από τα μικρά κρεβάτια όπου κοιμούνταν, απλώς για να περιορίσουν λίγο το κρύο που ένιωθαν. Όλους αυτούς του μήνες, έζησα σε αυτό το περιβάλλον με άλλους συγκρατούμενούς μου. Ήταν στιγμές ταλαιπωρίας, αλλά και συνάμα στιγμές ιδανικών. Μέσα σε αυτό το κλίμα αγωνιζόμασταν. Ήμασταν μεν σκλάβοι αλλά νιώθαμε ελεύθεροι, γιατί ποτέ δεν είχαμε σκύψει».
Μυστική επιτροπή


Όπως μας περιγράφει, οι ίδιοι οι κρατούμενοι βρήκαν τον τρόπο να «ξεγελάσουν» τη διοίκηση των φυλακών, και να αποκτήσουν πρόσβαση με τη στρατιωτική ηγεσία του Αγώνα. Ήταν αυτή ακριβώς η εξέλιξη που τους έδωσε και τη δύναμη να αντέξουν τις κακουχίες των Άγγλων.


«Υπήρχε και η μυστική επιτροπή, η οποία εδιορίζετο από τον Αρχηγό Διγενή. Η οργάνωση αυτή είχε λάβει το όνομα Σ.Κ.Α.Π (Σύνδεσμος Κρατουμένων Αγωνιστών Πύλας). Προσωπικά είχα τον ρόλο του συντονιστή σε αυτήν τη μυστική επιτροπή, λαμβάνοντας για τον σκοπό αυτό και το ψευδώνυμο Ραφαήλ.


»Λόγω της ιδιότητας που μου είχε αναθέσει ο Αρχηγός, όφειλα να κρατήσω ψηλά το ηθικό των κρατουμένων. Για τον σκοπό αυτό διοργανώναμε διαλέξεις εντός κρατητηρίων για εθνικά θέματα, ενώ ανεβάσαμε μέχρι και θεατρική παράσταση. Πέραν αυτού, είχα την επινόηση να διοργανώσω του λεγόμενους 'κύκλους της Αγίας Γραφής', και με τον τρόπο αυτό κατάφερνα να κυκλοφορώ ανάμεσα στα διάφορα διαμερίσματα, καθώς τα διαμερίσματα ήταν αποκομμένα μεταξύ τους και δεν είχαν πρόσβαση οι κρατούμενοι μεταξύ τους. Μέχρι και αδέλφια ήταν αποκομμένα μεταξύ τους. Όλα αυτά υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών, οι οποίοι και μας απειλούσαν».
Εθνικές εορτές


Αυτό που πραγματικά συγκινεί παρόλ' αυτά, είναι η προσήλωση στο ιερό του Αγώνα. Παρόλο τον εγκλεισμό και την αδράνεια, οι αρχές και τα ιδανικά ενός δίκαιου αγώνα υπερτερούσαν των όποιων εμποδίων.


«Όσον αφορά τις εθνικές εορτές, δεν γινόταν να μην τις γιορτάσουμε. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να έχουμε σημαίες. Για να το καταφέρουμε αυτό, είτε χρησιμοποιούσαμε το 'μυστικό ταχυδρομείο' είτε στην ανάγκη τις φτιάχναμε μόνοι μας, χρησιμοποιώντας τα σεντόνια που είχαμε στη διάθεσή μας, ζωγραφίζοντας την ελληνική σημαία είτε με μπογιά είτε με μελάνι. Στο ξημέρωμα της εθνικής επετείου συγκεντρωνόμασταν σε κάποια παράγκα ενός διαμερίσματος, την οποία μετατρέπαμε σε πρότυπο εκκλησάκι, όπου κάναμε δοξολογίες, μιας και στα κρατητήρια κρατούνταν και πολλοί ιερείς. Εν συνεχεία συγκεντρωνόμασταν στο προαύλιο και παρελαύναμε, φυσικά αυτό γινόταν πολύ γρήγορα, πριν προλάβουν να πάρουν μέτρα και μας σταματήσουν οι στρατιώτες».
Η εξέγερση της Πύλας


Οι Βρετανοί, εντούτοις, όπως μας εξιστορεί ο κ. Λυσιώτης, είχαν σαν αποστολή να κάμψουν το ηθικό των κρατουμένων. Γι' αυτούς, έπρεπε πάση θυσία να εκλείψει διά παντός το ιδανικό του αγώνα. «Στα κρατητήρια δεν επενέβαιναν, αλλά τιμωρούσαν. Για παράδειγμα, όταν είχε δολοφονηθεί ο αντάρτης Ευαγόρας Παπαχριστοφόρου, ο πατέρας του, ο οποίος ήταν ιερέας αλλά και συγκρατούμενός μας, είχε ζητήσει άδεια από τον διοικητή του στρατοπέδου να παραστεί στην κηδεία. Ψευδώς του ανέφεραν πως είχε ήδη ταφεί το παιδί του. Όταν όμως μάθαμε το ψέμα, ζητήσαμε εκ νέου να παραστεί ο πατέρας του στην κηδεία του παιδιού του και εκ νέου απορρίφθηκε.


»Τότε οι κρατούμενοι της Πύλας εξεγερθήκαμε, αρχίσαμε να πετροβολούμε τους φρουρούς, ανάψαμε μέχρι και φωτιές. Ειδοποιήθηκε ο στρατός και εκεί πραγματικά έγιναν μάχες σώμα με σώμα. Εμείς με πέτρες και με ξύλα, αυτοί με όπλα. Είχαμε και εμείς τραυματίες αλλά και οι Άγγλοι. Πολλοί κρατούμενοι οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, και σε όλους συνολικά, μας απαγορεύτηκαν οι επισκέψεις για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτή ήταν και η περίφημη εξέγερση της Πύλας, τον Οκτώβριο του 1957».
Ψωμί και νερό


Σε όλο αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, οι κρατούμενοι αποζητούσαν και έβρισκαν γαλήνη στα δικά τους πρόσωπα. Έστω και 15 λεπτά την εβδομάδα, υπό περιοριστικούς πάντα όρους.


«Είχαμε τη δυνατότητα μια φορά την εβδομάδα, εκτός αν ήμασταν τιμωρημένοι, να μας επισκεφθούν τρία άτομα από την οικογένειά μας ταυτόχρονα, για 15 λεπτά το μέγιστο. Ήταν η μέρα που όλοι αγωνιούσαμε. Ήταν η μέρα ευτυχίας και η μέρα που όλοι περιμέναμε σε όλη την εβδομάδα. Από το μεγάφωνο του στρατοπέδου καλούσαν τον κρατούμενο με τον κωδικό του. Για παράδειγμα, 'DP 473, visit'. Οδηγούμασταν σε μια παράγκα, όπου εμείς ήμασταν μέσα και οι δικοί μας απ' έξω. Αντιλαμβάνεστε την οδύνη που αισθανόμασταν όταν περνούσαν τα δεκαπέντε αυτά λεπτά».


Για τις τιμωρίες που τους επιβάλλονταν, ο κ. Λυσιώτης τις θυμάται πολύ χαρακτηριστικά: «Για προσωπικά παραπτώματα μάς επιβαλλόταν η τιμωρία του ψωμιού και του νερού. Δηλαδή, μεταφερόμασταν σε ένα κελί μακριά από την παράγκα μας, όπου για δυο-τρεις μέρες μάς έδιναν μόνο ψωμί και νερό. Αυτή ήταν και η συνήθης τιμωρία που μας επέβαλλαν».


Τι ζητά όμως μια γενιά που έχασε πολλά, από τη γενιά που κινδυνεύει να τα χάσει όλα; Τι είναι αυτό που μένει όταν όλα τα άλλα χάνονται;


«Η αγάπη για ελευθερία, η αγάπη για την πατρίδα, γιατί ήμασταν όμηροι, σκλάβοι, αδούλωτοι. Ήμασταν η αδούλωτη ψυχή της εποχής εκείνης, που δυστυχώς έχει φύγει».