Ειδήσεις

Η Στέγη μέσα από τα… μάτια τους

Ζητείται ελπίς... διαμηνύουν οι οικότροφοι της Σχολής Τυφλών Άγιος Βαρνάβας

Λίγο μετά τον εσπερινό, παραμονή της μεγάλης γιορτής του Αγίου Νικολάου, ο Χρυσήλιος και ο Νίκος επιστρέφουν στη Στέγη. Πρόλαβαν να βρεθούν έγκαιρα στο «καταφύγιό» τους προτού ξεσπάσει άλλη μια μπόρα εκείνο το μουντό απόγευμα της περασμένης Τετάρτης. Στο ισόγειο, πίσω από τις ξύλινες, πράσινες πόρτες, στο λιτό σαλόνι που συνθέτουν κάποιες παλιές πολυθρόνες, μια δυο πλαστικές καρέκλες και μια τηλεόραση, τους περιμένει ο Παναγιώτης («ο μικρός», ξεκαθαρίζουν χαριτολογώντας οι υπόλοιποι). Οι ερωτήσεις λειτουργούν ως παραίνεση για να ξεκινήσουν να ξετυλίγονται με νοσταλγική διάθεση ιστορίες από τα παιδικά χρόνια, για τα τραγούδια, τους δασκάλους και τα παιχνίδια στη Σχολή, που αποκαλούν και αισθάνονται «σπίτι και οικογένεια».


Πιάνουν κουβέντα μέχρι να ξεκινήσουν τα κεντρικά δελτία ειδήσεων και κάποιες φορές -και το γνωρίζουν καλά οι γείτονές τους- την παρέα τους συντροφεύει και το ακορντεόν του Νίκου. Το τουμπερλέκι του Παναγιώτη κρατά τον ρυθμό και οι μελωδίες τους (το ρεπερτόριο περιλαμβάνει κυρίως παλιά λαϊκά και Νέο Κύμα) ακούγονται μέχρι αργά το βράδυ στα απέναντι σπίτια και διαμερίσματα. Μερικά σκαλοπάτια κι ένας μακρύς διάδρομος οδηγούν στα δωμάτια. Μπροστάρης και ξεναγός ο Χρυσήλιος, με προορισμό το δωμάτιο του Αντρέα.


Ο παλαιότερος ένοικος του ξενώνα, ετών 72, με καταγωγή από την Επισκοπή Λεμεσού, απολαμβάνει τον δικό του χρόνο ακούγοντας τις αγαπημένες του ψαλμωδίες. «Είμαι ψάλτης στο εκκλησάκι δίπλα, του Αποστόλου Βαρνάβα», αυτοσυστήνεται, όταν τον «ξεκλειδώνει» η βραδινή φροντίστρια, Λίζα. Ως ο αρχαιότερος, κέρδισε από τους υπόλοιπους κι ένα χαριτωμένο παρατσούκλι, που αποκαλύπτεται ανάμεσα σε δυνατά γέλια και πειράγματα, υπό την προϋπόθεση να παραμείνει... μυστικό!
Δεν είναι αριθμοί


Ένα 24ωρο προτού η «Σ» μπει στη Στέγη, που βρέθηκε υπό την απειλή λουκέτου, μετά την απόφαση του Παγκύπριου Συνδέσμου Ευημερίας Τυφλών, οι εναπομείναντες οικότροφοι -εφτά στο σύνολο- βγήκαν στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν επειδή, όπως εξηγούν, ξεσπιτώνονται. «Πού να πάω, αν με διώξουν; Σε γηροκομείο;», ρωτά με απόγνωση ο πιο πρόσφατος ένοικος του χώρου (διαμένει στον ξενώνα τα τελευταία δύο χρόνια), αλλά ουδείς είναι σε θέση να δώσει στον 60χρονο Παναγιώτη Γρηγορίου μια ικανοποιητική απάντηση.


Ο Νίκος Μιχαήλ από «την ωραία Λύση», όπως έσπευσε να δηλώσει με πλατύ χαμόγελο, ζει στη Στέγη από το 1991 και δουλεύει στο εργαστήρι καλαθοπλεκτικής της Σχολής. Ο 58χρονος Χρυσήλιος Θεοφάνους, από το Μαρώνι Λάρνακας, με εκ γενετής τύφλωση στο δεξί μάτι, πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι της Σχολής το 1965 ως μαθητής νηπιαγωγείου και διαμένει εκεί μόνιμα από το 1986. Αναμένουν με την ίδια αγωνία, ξεκάθαρες κουβέντες για το δικό τους αύριο, στον απόηχο της κινητοποίησης που προκάλεσε η «ακραία προκλητική και απάνθρωπη ενέργεια αιφνίδιου και απροειδοποίητου τερματισμού από τις 12 Δεκεμβρίου των υποστηρικτικών υπηρεσιών φροντίδας, σίτισης, καθαριότητας και οικογενειακής θαλπωρής σε επτά τυφλούς στη Λευκωσία», κατά την Παγκύπρια Οργάνωση Τυφλών.


Την ίδια ώρα, διά στόματος του προέδρου του, Γιάννη Καραπατάκη, ο Σύνδεσμος Ευημερίας Τυφλών, που ατύπως ανέλαβε τη διαχείριση της Στέγης περί το 1980, έκανε λόγο στα ΜΜΕ για διαμονή δύο μόνο ανθρώπων σε μόνιμη βάση και για μετεξέλιξη του προγράμματος μέσω «απο-ιδρυματοποίησης». Αποφασίζουν για τους τυφλούς οι βλέποντες, σημειώνουν εμφαντικά οι φροντίστριες και αναφέρονται σε μια φθίνουσα πορεία, που ξεκίνησε το 2013.
«Τους φόρτωσαν άγχος και κλάμα»


Η κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε μετά την διά χειρός επίδοση των επιστολών απόλυσης στο ολιγομελές προσωπικό «λόγω πλεονασμού», είναι ακόμα πιο δύσκολη για τους παλαιότερους. Ο 35χρονος Παναγιώτης Αντωνίου, με βιώματα από τη Σχολή τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας περί τούτου. «Δεν είμαστε κορόιδα», ξεσπά, την ώρα που όπως δηλώνει ο πρόεδρος της ΠΟΤ, Χριστάκης Νικολαΐδης, ο τερματισμός της απασχόλησης είναι τελεσίδικος και γίνονται προσπάθειες, σε συνεννόηση με το Υπουργείο Εργασίας, ώστε να εξευρεθεί εντός ιδιαίτερα στενών χρονοδιαγραμμάτων (12 Δεκεμβρίου) η καλύτερη δυνατή λύση.


Αν και παραμένει συγκρατημένα αισιόδοξος ότι ουδείς θα βρεθεί εκτός Στέγης, εντούτοις κάνει λόγο για «διαχρονικές ευθύνες του Γραφείου Ευημερίας», υπό την ομπρέλα του οποίου λειτουργεί βάσει νομοθεσίας η Σχολή. Ο χώρος στον οποίο διαμένουν οι τυφλοί (εκ των οποίων οι 5 σε μόνιμη βάση), αποδεικνύει του λόγου το αληθές, και στις εικόνες που αντικρίζει κανείς μπαίνοντας στη Στέγη προστίθενται και οι υποδείξεις των ατόμων, που επί σειρά ετών προσφέρουν εκεί τις υπηρεσίες τους. Τραγικότερη διάσταση, όμως, η αδιαφορία των ιθυνόντων για τον αντίκτυπο που έμελλε να προκαλέσει στους άμεσα επηρεαζόμενους η απόφαση του Συνδέσμου Ευημερίας Τυφλών, ότι δηλαδή κρινόμενο ως μη βιώσιμο, το πρόγραμμα θα αλλάξει και θα αναληφθεί από ανάδοχο φορέα.


«Τους φόρτωσαν άγχος και κλάμα», διαμαρτύρονται οι άνθρωποι που πασκίζουν για την ευημερία τους, και η κατήφεια στα πρόσωπά τους τεκμηριώνει τη δήλωση. Σ’ ένα κράτος που, μάλλον, δεν δικαιούται να περηφανεύεται για την κοινωνική πολιτική του (αυτό τουλάχιστον καταμαρτυρούν τα στοιχεία για τους άστεγους, το πενιχρό βιοτικό επίπεδο μεγάλης μερίδας των συνταξιούχων, οι πολύτεκνοι γονείς, οι άνεργοι νέοι και πλειάδα δυσπραγούντων που κτυπούν εναγωνίως την πόρτα της Πολιτείας αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο), τα άτομα με οπτική αναπηρία δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.


Τον κανόνα που θέλει τους αρμοδίους να επιδίδονται σε παρεμβάσεις την υστάτη, για να επινοήσουν λύσεις σε διαχρονικά προβλήματα, απόρροια ως επί το πλείστον της έλλειψης έγκαιρων ελέγχων και λήψης επαρκών προληπτικών μέτρων, επιβεβαίωσε προσφάτως η ανάγκη που ώθησε τους οικοτρόφους και το προσωπικό της Σχολής Τυφλών Άγιος Βαρνάβας να κατέλθουν σε διαμαρτυρία, με σύνθημα «Ή θα πεθάνουμε ή θα νικήσουμε». Κι αυτό που καλούνται να νικήσουν είναι τον κίνδυνο περιθωριοποίησής τους από το ίδιο το σύστημα.
«Το σκοτάδι είναι πολύ δύσκολο πράγμα»


Η ιστορία του 72χρονου σήμερα τυφλού ψάλτη, Ανδρέα Χρίστου, μοιάζει βγαλμένη από κινηματογραφικό σενάριο. Σε ηλικία 7 χρονών βρέθηκε από τη Λεμεσό στη Λευκωσία, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, Παναγιώτη, όταν ο τότε διευθυντής της Σχολής Τυφλών έδωσε οδηγίες σε δασκάλες να εντοπίσουν τυφλά παιδιά στο χωριό του, την Επισκοπή. Χτυπημένοι και οι δύο από ένα κληρονομικό σύνδρομο που φέρει το όνομα της περιοχής, γεννήθηκαν με οπτική αναπηρία και ήταν τότε, εκ των πραγμάτων, καταδικασμένοι στην απομόνωση.


Οι δασκάλες τούς συνάντησαν για πρώτη φορά στο πλιθαρένιο σπίτι της οικογένειας και εισηγήθηκαν την εγγραφή τους στη Σχολή Τυφλών. Ο πατέρας τους, τσαγγάρης στο επάγγελμα και η μητέρα τους, επισκέπτονταν τα παιδιά δύο φορές τον χρόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα. Με την ίδρυση της Στέγης, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τα δύο αδέλφια μετακόμισαν στο οικοτροφείο, σπίτι του Ανδρέα μέχρι σήμερα.


Πριν από μερικές μόνο εβδομάδες ζήτησε «με την καρκιάν καμένην», όπως περιγράφει στη «Σ» η φροντίστριά του, Μαρία Γεωργίου, που διηγείται την ιστορία του, να πάει ξανά στο σπίτι του στην Επισκοπή, 30 χρόνια μετά τον χαμό των γονιών του. «Με τη βοήθεια της νονάς του προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε το σπίτι. Ήταν λίγες μόνο μέρες πριν φύγει από τη ζωή ο αδελφός του, ο Παναγιώτης», εξιστορεί συγκινημένη. «Ζήσαμε συγκλονιστικές στιγμές στο καφενείο και στη γειτονιά όπου ήταν κάποτε το πατρικό του», συνεχίζει και μεταφέρει την εικόνα των ηλικιωμένων χωριανών που έτρεξαν να αγκαλιάσουν τον Ανδρέα, που «τον θυμήθηκαν από τον καιρό που ήταν παιδί».


Το σπίτι, όμως, οικόπεδο. «Έβαλε τα χέρια στα κάγκελα και μού ζητούσε επίμονα να του πω τι βλέπω», λέει η γυναίκα, που, μετά από 23 χρόνια προσφοράς στους τυφλούς, βλέπει την πόρτα της εξόδου ως πλεονάζον προσωπικό. Η καρδιά της ράγισε: «Χώμα, Ανδρέα μου, κάποιες πορτοκαλιές και κάποιες λεμονιές» ψέλλισε, εξηγώντας του ότι το σπίτι του δεν ήταν πια εκεί. Ο Ανδρέας ζει ακόμα στη Στέγη. Είναι πια το μόνο σπίτι που γνωρίζει, βιώνοντας καθημερινά τη σπαρακτική πραγματικότητα που καταγράφει μετά από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, ως επίλογο της «βιογραφίας του», η Μαρία Γεωργίου: «Το σκοτάδι είναι πολύ δύσκολο πράγμα».
Και εγένετο Σχολή


1928. Καϊμακλί. «Έκκλησις υπέρ ιδρύσεως και λειτουργίας Όικου Τυφλών εν Κύπρω». Κάποιες γυναίκες, αγγλικής καταγωγής, περιμαζεύουν τον μικρό Κυριάκο Πηλείδη και αποφασίζουν να τον βοηθήσουν, προσφέροντάς του στέγη και εγγράφοντάς τον στο σχολείο του Αγίου Κασσιανού. Ένα χρόνο μετά, η σύζυγος τού τότε κυβερνήτη της Κύπρου, Λαίδη Λουίζα Στορς, ιδρύει σχολείο για τυφλά παιδιά με την ονομασία «Σχολή Τυφλών Άγιος Βαρνάβας», που λειτουργεί με τέσσερεις μαθητές.


Στις 12 Μαΐου 1930, η Σχολή ανοίγει επίσημα και τα πρώτα χρόνια καλύπτει τα λειτουργικά της έξοδα με εισφορές των Δήμων, της Εκκλησίας, συνεισφορές πολιτών, φιλανθρωπικών οργανώσεων και μια συμβολική κυβερνητική επιχορήγηση. Ο Κυριάκος Πηλείδης είναι ο πρώτος τυφλός μαθητής που γράφεται στο μητρώο. Η Σχολή, που άνοιξε τις πόρτες της και για κορίτσια το 1947, στεγάζεται μέχρι και το 1960 σε διάφορα κτήρια της Λευκωσίας - στον Άγιο Κασσιανό, στον Άγιο Λουκά, στους Αγίους Ομολογητές και αργότερα στην οδό Λάρνακας, μετέπειτα Μακαρίου Γ’.


Από το 1964 μέχρι σήμερα στεγάζεται επί της οδού 28ης Οκτωβρίου στον Στρόβολο και κατά την 90χρονη ιστορία της έχει προσφέρει στέγαση, σίτιση, εκπαίδευση, εργοδότηση και, το σημαντικότερο, το αίσθημα του ανήκειν στα μέλη της. Με τα λόγια του πρώτου δασκάλου της Σχολής, Αριστείδη Χαραλαμπίδη, τον Οκτώβρη του 2001:


«Για αιώνες τα τυφλά άτομα της Κύπρου δεν είχαν να προσβλέπουν σε τίποτα, παρά στον εξευτελισμό και στην περιθωριοποίηση. Αυτή ήταν δυστυχώς η εικόνα. Η ιστορία της εκπαίδευσης των τυφλών στην Κύπρο είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της ίδρυσης και λειτουργίας της Σχολής Τυφλών Άγιος Βαρνάβας. Μια πλούσια και ανοδική πορεία, ένας συνεχής αγώνας, μια συλλογική προσπάθεια ήταν το στίγμα που χαρακτηρίζει την ιστορία της εκπαίδευσης των τυφλών, τα τελευταία 70 χρόνια. Οι αντιξοότητες, τα αδιέξοδα δεν στάθηκαν ικανά ν’ ανακόψουν αυτό που ξεκίνησε στις 8 του Γενάρη του 1929».