Μεσανατολικό συγκρουσιακό παζλ

Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται στην απόφαση του Άσαντ, ο οποίος υποστηρίζεται από τη Μόσχα, να συμπράξει με τον κουρδικό παράγοντα για από κοινού αντιμετώπιση της τουρκικής στρατηγικής στην περιοχή της Βορείου Συρίας και Βορείου Ιράκ.


Εάν συνομολογηθεί μια τέτοια συνθήκη σύμπραξης, τότε τα πράγματα θα είναι εξαιρετικά δύσκολα για την υλοποίηση των τουρκικών σχεδιασμών να προχωρήσουν σε κατακτητικές κινήσεις στις κουρδικές περιοχές της Βορείου Συρίας
Η Μέση Ανατολή υπήρξε ανέκαθεν χώρος παραγωγής συγκρουσιακού φαινομένου και ανάπτυξης πολεμικών συνθηκών ενεργού αντιπαράθεσης σε εθνικό, περιφερειακό, αλλά και ευρύτερα διεθνές επίπεδο. Κατά τη δεκαετία του 1950 με τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους, ούσα συνεχώς και αδιαλείπτως σε καταστάσεις οιονεί ανάφλεξης μέχρι τις μεγάλες παγκόσμιες κρίσεις του 1967 και 1973 ώς τις μέρες μας, η Μέση Ανατολή φλέγεται πανταχόθεν, ενίοτε δε κυριολεκτικώς.


Το παζλ των εξελίξεων διαμορφώνεται τούτες τις ώρες, κυρίως με την απειλή του Ερντογάν ότι πρόκειται να εισβάλει στη Βόρειο Συρία και δη στο Μανμπίτζ εναντίον των Κούρδων. Από την άλλην, οι Κούρδοι βρίσκονται σε συνομιλίες με τον Άσαντ για σύμπηξη κοινού μετώπου αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μετά την εν θερμώ απόφασή του περί αποχώρησης του αμερικανικού στρατού από τη Συρία, αναγκάστηκε, μετά από σοβαρότατες και ισχυρότατες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας του και παραίτηση του Υπουργού Άμυνας, Στρατηγού Τζέιμς Μάτις, να ανακοινώσει πως η απόσυρση θα λάβει χώραν σταδιακά και σε βάθος χρόνου.


Η Ρωσία ανακοίνωσε την υποστήριξή της στον Άσαντ και δήλωσε πως η περιοχή πρέπει να εκχωρηθεί στη Δαμασκό, στην οποία και ανήκει. Επομένως, βρισκόμαστε ενώπιον μιας καταστάσεως όχι μόνο δύσκολης και περίπλοκης, αλλά και εύφλεκτης στον ύψιστο βαθμό επικινδυνότητας, δεδομένου ότι το Ιράν δεν έχει ακόμη εκδηλώσει τις κινήσεις στις οποίες μπορεί να προβεί, γνωστού όντος πως έχει ανέκαθεν εθνικό στρατηγικό ενδιαφέρον στην περιοχή και συμπαρατάσσεται συμμαχικά με τη Συρία.


Οι κουρδικές περιοχές, που εκτείνονται στο τριγωνικό πλαίσιο Συρίας, Ιράκ, Τουρκίας, αποτελούν ιστορικώς και διαχρονικώς το «μήλον της Έριδος» των διαφόρων δυνάμεων της περιοχής. Οι μαχητές της κουρδικής πολιτοφυλακής λειτούργησαν και εσχάτως ως δύναμη κρούσης και μερικής αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας εκ μέρους του διεθνούς παράγοντος, δηλαδή των ΗΠΑ, στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης των ισλαμιστών του ISIS και του εν πολεμική εγκαθιδρύσει τελούντος Ισλαμικού Κράτους τους.


Οι διάφοροι δρώντες έχουν επιφυλάξει για τον εαυτό τους έναν ή και περισσότερους ρόλους στην περιοχή, τους οποίους και ενεργοποιούν, κρίνοντας κατά το δοκούν, δηλαδή αναλόγως των συμφερόντων τους, πλην, όμως, εκείνο που δεν επέρχεται ή δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι μια αντίληψης κοινής συνιστώσης, η οποία θα μπορούσε να δώσει στην περιοχή μία προοπτική, αν όχι ειρήνης, τουλάχιστον απουσίας πολέμου.


Τα ζητήματα που κατόπιν τούτων γεννώνται άπτονται κυρίως ενός επικινδύνως αναδυόμενου τουρκικού ρόλου, επιχειρούντος να επικυριαρχήσει στην περιοχή, ενώ η Ρωσία υποστηρίζει τον Άσαντ και το Ισραήλ τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, προκειμένου να εξισορροπήσει την τουρκική ηγεμονική αντίληψη πολιτικής στην περιοχή.


Οι ΗΠΑ αποχωρούσες, όπως εσχάτως δήλωσε ο αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ, αφήνουν πίσω τους τις μαχητικές δυνάμεις των Κούρδων μόνες, που, παρά ταύτα, είναι μεν αποφασισμένες να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους, πλην όμως βρίσκονται αφεύκτως εναντίον υπέρτερων τουρκικών δυνάμεων.


Ευλόγως τίθεται το ερώτημα ποιος υπερασπίζεται τους λαούς από τους αυτόκλητους προστάτες κατακτητές, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω με την Τουρκία! Από την άλλην, η Ρωσία εμπλέκεται εύλογα και αξιόπιστα, προωθούσα δυνάμεις που μπορούν να καλύψουν το κενό ισχύος που αφήνει πίσω του ο οιονεί εγκαταλείπων την Μέση Ανατολή πλανητάρχης. Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται στην απόφαση του Άσαντ, ο οποίος υποστηρίζεται από την Μόσχα, να συμπράξει με τον κουρδικό παράγοντα για από κοινού αντιμετώπιση της τουρκικής στρατηγικής στην περιοχή της Βορείου Συρίας και Βορείου Ιράκ.


Εάν συνομολογηθεί μια τέτοια συνθήκη σύμπραξης, τότε τα πράγματα θα είναι εξαιρετικά δύσκολα για την υλοποίηση των τουρκικών σχεδιασμών να προχωρήσουν σε κατακτητικές κινήσεις στις κουρδικές περιοχές της Βορείου Συρίας. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η εκτίμησή μας είναι πως η Άγκυρα δεν θα αποτολμούσε να προβεί σε ένα βηματισμό επιθετικών ενεργειών. Τούτο, γιατί η σύμπραξη του στρατού του Άσαντ με τον κουρδικό παράγοντα δημιουργεί ένα τέτοιο μέτωπο αποτρεπτικής ισχύος, που στέλνει μήνυμα στην Άγκυρα μεγιστοποίησης του κόστους και ελαχιστοποίησης του οφέλους από μια τέτοια κίνηση.


Εξάλλου, οι τουρκικές ηγεσίες παραδοσιακά δεν παίρνουν ρίσκα στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της χώρας τους, συνήθως κινούνται εκ του ασφαλούς.


Είναι φυσικό και αναμενόμενο πως οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και θα εξαρτηθούν από την ικανότητα των μερών να συντονιστούν, χωρίς να αφεθεί η κρίση σε κορύφωση άναρχης σύγκρουσης. Ουδείς μπορεί a priori να προβλέψει την πορεία των πραγμάτων σε μίαν από τις κρισιμότερες περιοχές της Υδρογείου. Εκείνο, όμως, το οποίο είναι βέβαιο είναι πως οι μέρες που έρχονται, δηλαδή η χρονιά που ανατέλλει, δεν θα βρει τις συνθήκες στη Μέση Ανατολή, όπως τις αφήνει η χρονιά που φεύγει. Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως οι μεγάλες δυνάμεις, που εξακολουθούν να είναι η κληρονομιά του 20ού αιώνα στον 21ον, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Ρωσία, έχουν την υποχρέωση συνεννόησης για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου, απαλλαγμένου από τη δομική βία της φτώχιας και της εξαθλίωσης. Σε αυτό συνίσταται το μείζον αίτημα της διαχρονικής πορείας της ανθρωπότητας.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο