Α, ναι, το φετινό, μάλιστα! Αυτό κι αν είναι καρναβάλι. Διπλό, χορταστικό! Μια σπρωξιά στις εκλογές να ’ρθούνε πιο μπροστά, μη χαλάσουμε το κέφι και το ξεφάντωμα. Και μας ήρθε λουκούμι. Δυο βδομάδες το ένα, δυο και το άλλο, στα ίσα. Κι άρχισαν με το πρώτο να στροβιλίζονται στον αέρα οι μάσκες. Μεταμφιέσεις ιδεολογιών, αρχών, είπα-ξείπα, βράζω (για να μην πω πώς είναι στην έκφραση, δεν κάνει) την παρόλα μου. Κωλοτούμπες, η λέξη της μόδας στην τέλεια εφαρμογή της. Και ίντριγκες και σαρδώνεια χαμόγελα, «ήμουν εκεί αλλά ήταν το άλλο μισό μου», το φτυάρι για τα θαψίματα να παίρνει φωτιά, πλούσια τα ελέη σου. Και πάπαλα! Αναζητείται τώρα... πάγκος για τον κάθε κατεργάρη που τον έπαιξε διπλό και τριπλό τον ρόλο, μπας και του κάτσει καμιά θεσάρα με υψηλάς αποδοχάς και αποζημιώσεις και συντάξεις.
Τώρα είμαστε στα ίσα μας για το δεύτερο καρναβάλι. Πού οι καιροί με αυτοσχέδιες αστείες μεταμφιέσεις μεσ’ στην ανάγκη του ν’ αλλάξει ρόλο ο καθένας, ο ρεσπέρης, ο εργάτης, ο μεροκαματιάρης, να ξεσκάσει λίγο από τη σκληρή δουλειά. Άντε και καμιά κοπελιά να φορούσε παντελόνι, να φανταστεί τον καταπιεσμένο εαυτό της ρυθμιστή της ζωής της! Τι είναι αυτό ειδικά φέτος, Θεέ μου; Τι πούπουλο και φτερό, τι στρας, κορώνες, μουσελίνες, σατέν, περούκες, πανοπλίες, σπαθιά, όχι που θα κάτσουμε να σκάσουμε! Τριώδιο. Του Ασώτου που γυρίζει μετανοημένος, μα πατρική συγγνώμη και σφαγή του μόσχου του σιτευτού, ούτε να περάσει από το νου του πατέρα. Σηκώνεις ψηλά τα χέρια, από ασωτία οι καιροί μας, άσε καλύτερα, απ’ όπου το πιάσεις βρομάει.
Τελώνου και Φαρισαίου, Τελώνου λαδωμένου που σκεπάζει λαθρεμπόρια και κλεψιές, Φαρισαίου υποκριτή που τη μάσκα την αλλάζει κατά την περίσταση. Και χιλιάδες καρναβαλιστές στις παρελάσεις. Η Λεμεσός; Ποια Λεμεσός, καλέ; Πάει αυτή, την φάγανε λάχανο Αγλαντζιά, Αμμόχωστος, Λάρνακα, Ακάκι, Αθηένου, κάθε γωνιά και μασκαράδες.
Αλλά, σαν πρώτη και καλύτερη εκείνη για το ονόρε της παράδοσής της, μέχρι χορεύτριες από το Ρίο έφερε! Αμ τι, τα φτωχαδάκια του γλεντιού θαρρείς πως είμαστε; Γκλαμουριά, ερεθιστικές εικόνες, οφθαλμόλουτρο δωρεάν, καλά να ’ναι οι άνθρωποι. Κι ύστερα απ’ τα όργια της κρεατοφαγίας, των γαλατερών, των πάσης έμπνευσης τερψιλαρύγγιων, μακριά Σαρακοστή και νηστεία.
Εδώ κάποιοι θα πουν: «Σιγά το καινούργιο». Ακόμα αναστενάζουν οι εξασκημένοι να τα φέρνουν βόλτα τσίμα-τσίμα, όσα ΕΕΕ και να πέσουν στα ισχνά βαλάντια. Αποκριά για κάποιους εκνευριστική έως αδιάφορη. Κι έρχεται Καθαρά Δευτέρα, πικρή, όχι από μούγκρα και ξιδάτα, μπα, απ’ αυτά που ετοιμάζονται για μας, το κουνουπάκι που την είδαμε ελέφαντας, χωρίς εμάς. Κι εσύ ο παλιός που τα ’ζησες αλλιώς, χαζεύεις στο γυαλί τα χταποδάκια, τα καλαμαράκια, τις γαρίδες, τα αριστοτεχνικά στρωμένα τραπέζια και λες: «Τι στην ευχή Καθαρά Δευτέρα είναι τούτη;».
Και θυμάσαι άπλωμα της κουβέρτας κατάχαμα, ελιές, κουλούρι, ντομάτα, χορταρικά, παντζάρια, καμιά βραστή πατάτα, άντε και λίγος χαλβάς. Να τραβάς ένα κρασάκι, έτσι για το καλό, να ξαμολιέσαι ύστερα να μαζέψεις λαψάνες, μολόχες, πάγκαλους, να κλέψεις και κανένα μανταρίνι, άλλη γλύκα το άτιμο! Και να λες «Δόξα τω Θεώ, αποκρέψαμε και φέτος, το τηρήσαμε το έθιμο έτσι μασκαρεμένο, όπως μασκαρέψαμε κι όλη τη ζωή μας. Δεν βαριέσαι! Συνηθίσαμε. Ό,τι μας έρθει, μας αρέσει και μας κάνει. Με τέτοια θ’ ασχολούμαστε τώρα; Άντε πια!».