Πολιτισμός

Σελίδες λογοτεχνικής μαρτυρίας

15 Ιουλίου 1974: 44 χρόνια μνήμες οδύνης

Στο προλόγισμα των διηγημάτων του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Η κόρη του δραγουμάνου» ο πολυγραφότατος εξ Ελλάδος αείμνηστος Χριστόφορος Μηλιώνης, συγκρίνοντας τη «βαθιά πληγή» με τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής ή της Κατοχής, επισημαίνει: «...αναζητούν τα λογοτεχνικά έργα που θα εντάξουν αυτά τα γεγονότα στην περιοχή της Τέχνης, που υπερβαίνει τον χρονικά προσδιορισμένο χαρακτήρα τους και όπου παίζεται το προαιώνιο ανθρώπινο δράμα των παθών, του πόνου και του θανάτου»
Κάθε 15 του Ιούλη ηχούν οι σειρήνες-Ερινύες, παράφορες κραυγές δαιμονικές, κι ανασηκώνουν τη νηνεμία του πικρού καλοκαιριού θύελλα διαμαρτυρίας κι επίγνωσης για το ειδεχθές έγκλημα, που έδωσε αφορμή στην επέλαση του Αττίλα. Το μήνυμα σε παραβιασμένο «Φάκελο» κλειστό κι όμως αβίαστα ηχηρό ανιστορεί για κείνους τους ελληνώνυμους ανθέλληνες που πράξαν το κακό, ατιμάζοντας με την ατίμωση της πατρίδας σε χώμα πανάρχαιο ελληνικό την τιμημένη στολή του Έλληνα αξιωματικού.


Αδιανόητες οι λέξεις κι ακατανόμαστες οι πράξεις των αναπολόγητων ανομημάτων· όσο κι αν επιδέξια αντιστρέφονται, όσο κι αν δόλια συσκοτίζονται σε πλάνης υστερογενή αφηγήματα, αψευδείς αποκαλύπτονται μάρτυρες του σφαγιασμού, του αφανισμού, της προδοσίας και της ανατροπής του κράτους και του βίου. Επώδυνα βιώματα διαμηνύουν μνήμες οδύνης για τον ανελέητο εκπεσμό, που προδιέγραψε τη δίνη των δεινών μας απ’ άκρη σ’ άκρη του δύσμοιρου τόπου.


Και δεν παύουν από τότε μέχρι σήμερα να διαλαλούν ώς τα πέρατα του κόσμου τα απαράγραπτα δίκαια για δικαίωση και επιστροφή στην προγονική μας γη κι ας είναι οι αντίξοοι καιροί απάνθρωπα αδιάφοροι. Παρότι μας είπε ο Σεφέρης «Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει τον βραχνά των άλλων», παραίτηση και ολιγωρία χωρίς επίμονη διεκδίκηση θα σήμαινε αμαχητί υποταγή.


Της ύβρεως και της νέμεσης, ωστόσο, αλλοτινές και τωρινές υπομνήσεις, αναταράζουν το τέλμα, αιφνιδιάζοντας τον λήθαργο του δικού μας ύπνου μέσα στην παράταση της δυσοίωνης σιωπής και μιας παράλυτης ακινησίας. Παγώνει η Ώρα Μηδέν σ’ αυτήν την αποφράδα μέρα του Ιούλη, που είναι για μας ο μήνας ο σκληρός και ο πιο καυτός στην πύρινη λαίλαπα μιας ατελεύτητης Σισύφειας δοκιμασίας.


Μα η κλεψύδρα δεν σταματά ν’ αναμετρά με ολοένα δίσεχτους ρυθμούς 44 βλοσυρούς ενιαυτούς και αρίφνητους μήνες οργισμένους. Ανάκληση έντρομων άναυδων στιγμών και πληγωμένων εναγώνιων ημερών, που μεγαλώνουν σκοτεινές σκιές φανατικού αδελφοκτόνου μίσους. Ξέφρενο παραλήρημα το νείκος της πύρρειας νίκης εναντίον άσπονδων εχθρών σε χρόνιες διαμάχες φρατριών, Μακαριακών και Γριβικών.


Όπως κάθε φορά, έτσι και τότε ακαταδάμαστο το πάθος των παθημάτων του Ελληνισμού: της φυλής η «δολερή» Διχόνοια, ισχυρή παντοκρατόρισσα, έστηνε τον θρόνο ανάμεσά τους, προκαλώντας τη μικρόνοια του χαλασμού. Κάτω από εκρήξεις βομβών, προτεταμένα όπλα και θανάσιμους πυροβολισμούς, αναίτιες απειλές και ανατινάξεις κτηρίων και αστυνομικών σταθμών κανείς δεν άκουγε νουθεσίες και παραινέσεις του εθνικού Ποιητή: «Από στόμα όπου φθονάει,/Παλληκάρια, ας μην ’πωθή/Πως το χέρι σας κτυπάει/Του αδελφού την κεφαλή».


Το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών ήταν εδώ, για να μελανουργήσει «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», ασελγώντας πάνω στο σώμα και την ψυχή της Κύπρου. Ανεπανόρθωτο ανόσιο κακό. Ανάκληση της υποχθόνιας συνωμοσίας, της προ ετών εξυφαίνουσας την προδοσία της πατρίδας από Εφιάλτες μηδίσαντες, που άνοιξαν κερκόπορτες σε άδεια πολυβολεία, αφύλακτες ακτές, εγκαταλελειμμένες πόλεις και έρημα χωριά. Κι ύστερα, το ανακάλημα στο ξέσπασμα των θρήνων και των οιμωγών, ο απαραμύθητος σπαραγμός μπροστά στην επικείμενη συμφορά της δικής μας μικρασιατικής καταστροφής, το προανάκρουσμα μιας διαιωνιζόμενης τραγωδίας δίχως κάθαρση.


Τα γεγονότα κατ’ επανάληψιν γνωστά στις αυτονόητες σημάνσεις των λεπτομερειών τους, για το ποιες αόρατες-ορατές δυνάμεις τα νήματα κινούσαν, για το ποιοι και πόσο έφταιξαν άρρωστοι εγκέφαλοι ανόητων δικτατορίσκων, δίνοντας από το «εθνικό κέντρο» εντολές σε ενεργούμενα εκτελεστικά τους όργανα, θυματοποιώντας επίσης εδώ και φανατίζοντας ανεγκέφαλους νέους της ΕΟΚΑ Β ́ εν ονομάτι μιας ψευδεπίγραφης Ένωσης, όχι αυτής για την οποία θυσιάστηκαν οι ήρωες της ΕΟΚΑ του 1955-59.
Λογοτεχνία και Ιστορία


«Δυστυχώς η Ιστορία δεν επεμβαίνει για ν’ ανατρέψη,/δυστυχώς η Ιστορία δεν ενδιαφέρεται ν’ αποτρέψη,/αντιθέτως το ψωμί της κρέμεται απ’ τα λάθη μας», σημειώνει ο Κώστας Μόντης. Μένει επομένως η λογοτεχνία για να συγκεφαλαιώσει με όλους τους τρόπους έκφρασης τις απαραχάρακτες και αναλλοίωτες αλήθειες. Γιατί «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» της και επειδή εφιστά την προσοχή μας πάλι ο Μόντης εκπροσωπώντας τους «ποιητές» στο ομότιτλο ποίημα:


«Έχουμε κ’εμείς τις πληροφορίες μας,/έχουμε κ’εμείς τις δικές μας πληροφορίες,/τις ιδιαίτερες, τις κρυπτογραφημένες,/τις απ’ αλλού». Σε παρόμοιες αποτιμήσεις προβαίνει και η Πίτσα Γαλάζη στην προσφάτως εκδοθείσα ποιητική της συλλογή «Η Φωνή»: «Οι λέξεις έχουν δει πολλά/Κι έζησαν άλλα τόσα/Χωνεύει το ίζημα παχύ στο κάτω της γραφής/Λιπαίνοντας την γλώσσα//Τα λόγια έχουν δει πολλά/Οδύσσειες έχουν ζήσει/Από τ’ αποκαΐδια σφοδρός ο άνεμος/Φυσά στο ποίημα να καθίσει».


Σταχυολογούμε λοιπόν μερικών δικών μας συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών ενδεικτικά μικρά αποσπάσματα από τις λογοτεχνικές τους εμπνεύσεις γύρω από το άφρον πραξικόπημα. Σκιαγραφώντας τα δρώμενα κατά τις παραμονές του γράφει ο Νίκος Κρανιδιώτης στο πολυσέλιδο δίτομο χρονικό του «Ανοχύρωτη Πολιτεία-Κύπρος 1960-1974»:


«Όλο εκείνο τον καιρό ένιωθα να βολοδέρνει γύρω μου μια ακαθόριστη απειλή: κάτι μουντό και σκοτεινό σαν μπόρα, που επρόκειτο από ώρα σε ώρα να ξεσπάσει. Άλλωστε, εκτός από τις υπάρχουσες ενδείξεις, είχαμε πάρει κείνες τις μέρες στην Πρεσβεία αλλεπάλληλα απειλητικά τηλεφωνήματα και ανώνυμες υβριστικές επιστολές: “Προδότες θα πληρώσετε”-“Προδότες του Ελληνισμού θα πεθάνετε”». Και ουδέν σχόλιον εδώ από τον συγγραφέα περί προδοσίας και προδοτών, μόνο αυτούσια η ύβρις για τη μεθερμηνεία της από τον αναγνώστη.


Στο προλόγισμα των διηγημάτων του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Η κόρη του δραγουμάνου» ο πολυγραφότατος εξ Ελλάδος αείμνηστος Χριστόφορος Μηλιώνης, συγκρίνοντας τη «βαθιά πληγή» με τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής ή της Κατοχής, επισημαίνει: «...αναζητούν τα λογοτεχνικά έργα που θα εντάξουν αυτά τα γεγονότα στην περιοχή της Τέχνης, που υπερβαίνει τον χρονικά προσδιορισμένο χαρακτήρα τους και όπου παίζεται το προαιώνιο ανθρώπινο δράμα των παθών, του πόνου και του θανάτου».


Στο πρώτο διήγημά, που επιγράφεται «Το σταυρόλεξο», ο πρωταγωνιστής, «που ανήκε πια σε έναν άλλο κόσμο», διαφορετικό από εκείνο του τμηματάρχη, ο οποίος περί άλλα ανώδυνα τυρβάζει, όπως τα ποδοσφαιρικά, προσπαθεί να συμπληρώσει τα οριζόντια και κάθεται τετραγωνάκια του σταυρόλεξου, λύνοντας τις φράσεις-κλειδιά, που στοιχειοθετούν προφανώς το πραξικόπημα. Αποσπούμε τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Χαρακτηρίστηκε και ως άφρον. Απόπειρα μεταβολής του πολιτεύματος με βίαια μέσα, συνωμοσία ή συνεννόηση με ξένους για κήρυξη πολέμου εναντίον της πατρίδας... Παραπλάνηση στρατιωτών με σκοπό να πάρουν μέρος σε στάση...Τιμωρείται με θάνατο...».


Αλλά και στο πρώτο από τα αυτοαναφορικά διήγηματα της συλλογής τής Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου «Οδός Κουμανδαρίας» στο επίκεντρο της σκηνής που ανοίγει με το πραξικόπημα ο μικρασιάτης ταλαίπωρος θείος της: «Την αποφράδα μέρα του πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 1974, όταν οι πυροβολισμοί από τις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών τρομοκρατούσαν τη γειτονιά, αποφάσισαν οι γονείς μου να έρθει να μείνει μαζί μας ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, ο μικρασιάτης γενάρχης της οικογένειας.[...]. Τι να συνέβαινε άραγες μες στην εφτάκλειστη ψυχή του; Ποιες μοίρες αναδιπλώθηκαν και απειλούσαν τη δεύτερη πατρίδα του;».


Στο πλαίσιο της ποίησης πρωτίστως εμβληματικοί οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Άκου» του Βάσου Λυσσαρίδη από τη συλλογή του «Κραυγές»: «Άκου:/Στην Κερύνεια οι τριήρεις/αυτοβυθίστηκαν από ντροπή/στην Αίπεια ο Ευριπίδης/δεν θέλησε να δραπετεύσει./Αλυσοδεμένος στα μπουντρούμια/του Κερυνειώτικου κάστρου/δεν ξέρει αν πρέπει να νοσταλγεί την Αθήνα». Και ο συναγωνιστής του ήρωας της αντίστασης Δώρος Λοΐζου είναι ως να έβαζε στο στόμα των πραξικοπηματιών τους στίχους: «Ένας ποιητής κινείται ανάμεσά μας./Προσοχή!/Όπου κι αν τον συναντήσετε /πυροβολήστε/χωρίς προειδοποίηση./Είναι επικίνδυνος!».


Με ελεγειακούς τόνους η Νάγια Ρούσου αποτυπώνει τις τραγικές μέρες στη μακρόστιχη της σύνθεση «Οργή Δευτερογιούνη», που προτάσσει στην ομότιτλη συλλογή της: «Καλοκαίρι γλυφό/καλοκαίρι στυφό/μήνα μου δεκαοχτάχρονε/ακόμα δεν ετέλειωσες/κι η μοίρα σου αβγατίζει. Πρόσθεσες φρίκη/δυο και δυο/θάνατο κι απουσία/αγνώμονες,/αγνοούντες,/αγνοούμενοι./Χάρισες μακελειό».


Με δικαιολογημένο πικρό παράπονο οι στίχοι του ποιήματος «Είμαστε Έλληνες» του Μιχάλη Πασιαρδή από τη συλλογή του «Ο δρόμος της ποίησης Β ́»: «Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα./Τώρα μας ρίξατε στους Τούρκους/το αίμα πότισε πλούσιο τη γη/κι αλυσοδέσανε πικρά τον Πενταδάκτυλο./Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα,/τίποτα απ’ την Αθήνα. Είμαστε Έλληνες,/Έλληνες του πικρού καιρού/και της Απελπισίας».


Ακροτελεύτια προσθήκη μια στροφή του ποιήματος «Πριν απ’ την Έξοδο» από την ποιητική μου συλλογή «Τευκριδών Επάνοδος»:«Κι ύστερα ο αδόκητος σπαραγμός!/Κομμένα χέρια αναζητούν αιμόφυρτα κεφάλια/στην άβυσσο των λάκκων./Αδελφός τον αδελφό θρηνεί/κι οι φωνές τους σμίγουν/κάτω από πλάκες τύμβων./Στο χείλος του απονύκτερου Άδη/χωρίς σταυρούς κι ονόματα/η μάνα νυκτερίδα/κτυπά φτερά από κοπετούς».