Δεκαπενταύγουστος 1974

ΤΙ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΜΑΙ; ΑΜΥΝΟΜΑΙ, ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΣΚΛΗΡΟ ΜΟΥ ΔΙΣΚΟ, ΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΑΠΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ
Λες και λειτουργεί αυτόνομα! Για τη μνήμη λέω. Ένα κλικ στον σκληρό δίσκο και νάτο, νάτο πετιέται εκείνο το μαύρο ξημέρωμα, 14 Αυγούστου 1974. Είχες δει μέρες πριν τις τρύπες στις πόρτες του ΡΙΚ να χάσκουν, ανθρώπους να σέρνονται νηστικοί, διψασμένοι, άπλυτοι, φανταράκια δεκαοχτάχρονα τρομαγμένα, ένα χάος παντού. Σε φέρνει το βράδυ το υπηρεσιακό στο σπίτι, θα ’ρθει στις 5:00 το πρωί να σε μαζέψει. Να πας πίσω, να ξαναδείς το μούτρο του Λιασκώνη, να σε κλείσουν σ’ ένα δωμάτιο, να γράφεις, λέει, συνθήματα εμψυχωτικά για την Ελλάδα όπως την ήθελαν αυτός κι οι μαστόροι του, τρομάρα τους.


Πριν χαράξει, απ’ το παράθυρο βλέπεις μαύρες ομπρέλες να βρέχουν αλεξιπτωτιστές, αεροπλάνα να ξερνάνε φωτιά, χαλασμός. Σε λίγο κόσμος τρέχει στους δρόμους, «αρπάξτε ό,τι βρείτε να φύγουμε». Εισβολή.


Κατεβαίνεις, παιδιά τσιρίζουν, γυναίκες κλαίνε, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, στο πρώτο χωριό μια ανάσα. Από το ραδιόφωνο ακούς: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλούνται ομαλώς», έτσι μας την σέρβιραν την πανωλεθρία. Μια μικρομάνα κλαίει τον άνδρα της, «του ’λεγα τι πας να κάνεις, όλα προδομένα είναι, δεν με άκουσε». Η πατρίδα τον καλούσε με τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα να την υπερασπιστεί, τάχα μου. Άλλη μοιρολογάει τον δικό της, διακοπές στα Άδανα από τις 21 Ιουλίου, τα παιδιά του κλαίνει, τον ζητάνε.


Έρχεται η είδηση: «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε διάγγελμα», η ελπίδα ξανασκάει μύτη. Κι εκείνος: «Η Ελλάς, λόγω αποστάσεως, αδυνατεί να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά, θα ήτο καταστροφικόν το εγχείρημα». Καλά, για το πραξικόπημα δεν πέφταμε κομμάτι μακριά; Πώς το κανόνισαν μια χαρά; Ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μαύρος μάς ενημερώνει με στόμφο ότι «η Ελλάς μεταξύ πολέμου και ατιμώσεως δεν έχει επιλογήν». Είχε, είχε και την είδαμε!


Για λίγο νεκρική σιγή κι ύστερα βρισιές, κατάρες, «εσείς φταίτε», «όχι εσείς», στο κούτελο σε βαράει εκείνο το «σαν μισιούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει λεφτεριά». Βραδιάζει, λεφούσια τα φορτηγά από τα γύρω χωριά, άνθρωποι και κτήνη μαζί, πού να τ’ αφήσουν; Στο σχολειό στρώνονται κουβέρτες, να γύρουν γέροι, γυναίκες και παιδιά. Το παράπονο μεσούρανα: «Πού ήσουν κυρά Παναγιά που σε παρακαλάγαμε για βοήθεια, έτσι που ξημέρωνε το Πάσχα το δικό σου;» Κι ο αντίλογος: «Τι να σου κάνει η Παναγιά, όπλα θέλαμε και κάποιοι δεν ήθελαν να θέλουμε».


Στα μαγειρεία ήρθανε και δέσανε τα υλικά, έτσι την είχαν τη συνταγή, σαν να λέγανε στους φαντάρους και στους εφέδρους: «Τι λόγος σού πέφτει κι ήρθες να πολεμήσεις, φύγε απ’ όπου βρεις». Σε λίγο τα μαντάτα έρχονται, στοίβες στα βουνά οι νεκροί, άφαντοι κάπου 2.000, η κατάληψη συνεχίζεται. Ήρθε μετά εκείνος ο άγριος χειμώνας, αντίσκηνα, οικογένειες ορφανεμένες, με φτερό στον άνεμο τα υπάρχοντά τους. Γυναίκες άπραγες, να στηρίξουν γέρους και παιδιά όπως μπορούσαν.


Τι θέλω και τα θυμάμαι; Αμύνομαι, υπερασπίζομαι τον σκληρό μου δίσκο, τις αλήθειες του που δεν ξέρουν από γλωσσάριο ποιοτικής καταγραφής όπως τη θέλουν στα γνωστά μαγειρεία. Τίποτ' άλλο.