Αναλύσεις

Του Λεύτερου

Κυριακή, 14 Ιουλίου 1974. Στην Όρκα, νερά σμαράγδια αστραφτοκοπούν στον καυτό ήλιο, κροκάλες σε χίλια σχήματα, κολύμπι ώς το συναπάντημα με την κατάρρευση. Ψωμί, τυρί, κανένα φρούτο, ίσα να ξεγελάσεις τη θεριεμένη πείνα σου. Όλα λιγοστά, στις φιλίες μόνο περίσσευε η αγάπη. Γέλια, τραγούδια, πειράγματα, μα η σκιά πάντα εκεί, όλα έδειχναν καθαρά πού πηγαίναμε. Η Χούντα ετοίμαζε σχέδια για την Κύπρο. Τρέμαμε. Και να την η ποίηση του Δώρου: «Πάντως εμείς θα τους αντισταθούμε όποιοι και να 'ναι, όσο δυνατοί και να 'ναι».


Το ίδιο βράδυ, στον Άγιο Δομέτιο, στου Κώστα του Τύμβιου, ηθοποιού όχι μόνο απ’ τους πιο ωραίους μα κι απ’ τους πιο ανήσυχους, ψαγμένους της εποχής. Κι η Μαρία η Κωνσταντάρου, ηθοποιός από τα πρώτα δείγματα της συνεργασίας ΘΟΚ - Εθνικού Θεάτρου Ελλάδος. Μόλις είχε ανέβει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο... απόμακρο τότε θεατράκι της Σχολής Τυφλών. «Δώρος Λοΐζου, ποιητής με καυτή πένα και πιο καυτή έννοια για τον τόπο», λέει ο Κώστας.


Ο Δώρος απορροφά το βλέμμα σου από την πρώτη στιγμή. Οστεώδης σχεδόν, νευρώδης, επιβλητικός, μ’ εκείνη τη γαμψή μύτη κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα, σε χάιδευε μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο γλύκα και τρυφεράδα. Στην αγκαλιά του κουρνιασμένη η Μπάρμπαρα, η Αμερικανίδα γυναίκα του. Θεριεύει η συζήτηση, τον κίνδυνο τον βλέπει ο Δώρος ολόρθο μπροστά του, ωρύεται. «Κάτι πρέπει να γίνει». Χρόνια μετά θα δεις το στίχο του «Γρήγορα μια σημαία, επανάσταση». Σ’ αιχμαλωτίζει καθώς εκτοξεύει σαν σφαίρες τις λέξεις που τις ρουφάς αχόρταγα.


«Ξημέρωσε», Δευτέρα, 15 Ιουλίου 1974. Ξημέρωσε, ή έπεσε βαθύ σκοτάδι; Τανκς οργώνουν την καυτή άσφαλτο, σφαίρες αμολιούνται σε αστόχευτη τροχιά, καπνοί, τρόμος. «Η τάξις κι η ασφάλεια επανέρχονται». Το τι θα ’ρθει, άλλου παπά ευαγγέλιο, πιο μετά.


30 Αυγούστου 1974. Πρώτη και δεύτερη εισβολή, η συμφορά απλωμένη παντού, στο ΡΙΚ με τις χιλιοτρυπημένες από σφαίρες πόρτες, τα 18χρονα φανταράκια σκόρπια ένα γύρο, νηστικά, διψασμένα, τρομαγμένα, ο μισότρελος συνταγματάρχης Λιασκώνης κόβει διαταγές και περνά μ’ ένα βλέμμα σαν πολυβόλο ό,τι βρίσκεται μπροστά του. Άργησε σήμερα ο γνωστός οπλοφόρος. Τυχαίο; Τυχαία κάποιοι ορκίζονταν μετά, πως, ναι, ήτανε εκεί από πολύ νωρίς; Αποστολή εξετελέσθη. Απόπειρα εναντίον του Βάσου Λυσσαρίδη, νεκρός όμως ο Δώρος Λοΐζου, προστάτης και φύλακας και καμάρι του γιατρού. Ο Δώρος που φώναζε στεντόρεια «Μάθετέ το επιτέλους, η ποίηση είναι πιο καυτή κι από τη μήτρα του ήλιου».


Ο Δώρος, που σαν από διαίσθηση αναρωτήθηκε αρχές του ’70 «πού είναι η πατρίδα, πού είναι οι ήρωες;», μα που παράλληλα μάς έταζε πως «αύριο πάλι θα αρμενίσουμε σε πιο γελαστές θάλασσες, για καινούργια νησιά». Ο Δώρος, που έριξε τα μαλλιά του πίσω διεκδικώντας ψωμί και λευτεριά. Ο Δώρος, που στέκεται εκεί στη γωνιά σιδερένιος, με τον κυματισμό των μαλλιών του να ζητά απ’ τον ουράνιο Πατέρα «μη μ’ αφανίσεις προτού ολοκληρωθώ, άσε με μαζί τους, καθρέφτη των ονείρων σου».


Σαράντα τέσσερα χρόνια, ο γιατρός παλεύει με τις ενοχές του, βαθιά πληγή. «Δεν βρήκαν τον στόχο τους, άδικα χάθηκε ο Δώρος».


Σ’ αυτό το πισωγύρισμα σε συντροφεύει ο στίχος του Λεύτερου:


«Κι αν θελήσεις να διεκδικήσεις τον τίτλο του ποιητή,
δεν υπάρχει άλλος δρόμος, να ραντίσεις το αίμα σου
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
και την καρδιά σου να κάψεις στη φωτιά που φωτίζει τον κόσμο».


Ο Δώρος, από στίχο τον έκανε πράξη.