Ειδήσεις

Τούλας Κώστα Χατζηκωστή: «Ένας κόσμος που χάθηκε»

ΑΦΗΓΗΜΑ ΜΕ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟΥ ΧΘΕΣ
«Ένας κόσμος που χάθηκε» είναι ο τίτλος του βιβλίου της Τούλας Χατζηκωστή, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ένα αφήγημα με «γλυκόπικρες αναμνήσεις από την Κύπρο τού χθες», που διαβάζοντάς το έρχονται στον νου σου νοσταλγικές θύμησες, γραμμένες με λογοτεχνική μαεστρία, το οποίο σε κάνει να το ξαναδιαβάσεις και να εμπεδώσεις τις τόσο πικρόγλυκες αναμνήσεις, που άλλοτε σου προκαλούν γέλιο ασυγκράτητο και άλλοτε βαριά θλίψη για τον κόσμο της Τούλας ειδικά και της Κύπρου γενικότερα, που χάθηκε. Έναν κόσμο που, όσο και αν τον αναπολούμε και τον νοσταλγούμε, έφυγε και γυρισμό δεν έχει.


Στο οπισθόφυλλο ένα σημείωμα λακωνικό, αποτελεί την πεμπτουσία του αφηγήματος. Αναλύει σε λίγες γραμμές το περιεχόμενο του πολύ αξιόλογου βιβλίου, που τέρπει η ανάγνωσή του: «Μέσα από προσωπικά βιώματα, διηγήσεις των παππούδων, συγγενών και άλλων η συγγραφέας ζωντανεύει τον κόσμο της Κύπρου από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι το 1974. Εν μέρει προσωπικό ημερολόγιο, εν μέρει αυτοβιογραφία, αλλά κυρίως κατάθεση ψυχής, το αφήγημα αυτό αναπλάθει μια μοναδική εποχή που δεν υπάρχει πια. Οι γλυκόπικρες αναμνήσεις από τη ζωή της συγγραφέως γίνονται νήμα, που συνδέει αρμονικά ιστορίες, περιστατικά, και καθημερινές σκηνές από έναν κόσμο πιο απλό, πιο αγνό, πιο γνήσιο».
Σαν κινηματογραφική ταινία


Συγκινήθηκα όταν ο Κόκος, οδηγός του Κώστα Χατζηκωστή, Προέδρου του συγκροτήματος «ΔΙΑΣ», συζύγου της συγγραφέως, μου έφερε το βιβλίο με την αφιέρωση: «Στους Χαράλαμπο και Χαρούλα με πολλή αγάπη και εκτίμηση - Τούλα, Ιούλιος 2018». Από την πρώτη νύχτα το διάβασα και το απόλαυσα. Την επόμενη μέρα το ξαναδιάβασα και δεν το χόρταινα. Είναι τόσο καλογραμμένο και τόσο ενδιαφέρουσες οι πικρόγλυκες αναμνήσεις της κυρίας Τούλας, που διαβάζοντάς τες, άλλοτε δακρύζεις κι άλλοτε ξεσπάς σε ασυγκράτητα γέλια. Οι εικόνες του κειμένου είναι ολοζώντανες, τις ζει ο αναγνώστης. Γυρίζει τη μνήμη του δεκάδες χρόνια πίσω και βλέπει μπροστά του τα πρόσωπα της οικογένειας της συγγραφέως και την ίδια από την παιδική της ηλικία μέχρι και τη συμφορά που προκάλεσε στην Κύπρο ο εισβολέας Αττίλας το καλοκαίρι του 1974.


Διαβάζοντας ο αναγνώστης τις πικρόγλυκες μνήμες της κυρίας Τούλας Χατζηκωστή, περνούν από τα μάτια της ψυχής του, σαν κινηματογραφική ταινία, σταθμοί που σημάδεψαν τη σύγχρονη κυπριακή Ιστορία, από τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ενωτικό Δημοψήφισμα, τον αδικαίωτο Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ, τις συμφωνίες της Ζυρίχης που δίχασαν τον λαό μας, την τουρκοκυπριακή ανταρσία, που αποτέλεσε τον προπομπό της εισβολής του Αττίλα, το Πραξικόπημα, την τουρκική Εισβολή, που βρήκε την Κύπρο ανυπεράσπιστη να διεξαγάγει τον άνισο αγώνα της εδαφικής της ακεραιότητας, τη δήλωση-μαχαιριά του Καραμανλή ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο «λόγω... αποστάσεως» και τον ξεριζωμό των χιλιάδων Ελλήνων Κυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες.


Συγκλονισμό προκαλούν στον αναγνώστη οι αναφορές των προσωπικών βιωμάτων της Τούλας Χατζηκωστή από τη μαύρη μέρα της εισβολής μέχρι τον ξεριζωμό από την αγαπημένη της γενέθλια γη της Μόρφου. Της αρχόντισσας κωμόπολης του δυτικού κυπριακού κάμπου, με τους φιλοπρόοδους κατοίκους της. Νοσταλγική αναφορά δεν παραλείπει και για την αξέχαστη Βατυλή του Μεσαρίτικου κάμπου, γενέθλια γη του πατέρα της, όπου περνούσε με την οικογένειά της τις καλοκαιρινές διακοπές.
Οι θύμησες από την ΕΟΚΑ


Ιδιαίτερα ζωντανές είναι και οι θύμησες της Τούλας Χατζηκωστή από τον απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ, που τη βρίσκει στην τέταρτη τάξη του γυμνασίου. Με λακωνική λιτότητα και λογοτεχνική δεινότητα, που θυμίζει τον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα, αφηγείται περιστατικά που έζησε στη Μόρφου. Στέκεται στις δραστηριότητες των αγωνιστών και τις διαδηλώσεις των μαθητών, στις συγκρούσεις τους με τους ένοπλους Βρετανούς στρατιώτες στις 16 Γενάρη 1956. Μιλά και για τις δυο εκκωφαντικές εκρήξεις που συντάραξαν την κωμόπολη τρεις μέρες αργότερα, με αποτέλεσμα να επιβληθεί τριήμερος κατ’ οίκον περιορισμός (κέρφιου). Θυμάται και γράφει με ενάργεια:


«Ώρες ατέλειωτες, κατήφεια και απόγνωση στα πρόσωπα των ανθρώπων. Καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Καθόμαστε μέσα στα σπίτια και δεν τολμούμε να βγούμε στην αυλή. Οι Άγγλοι στρατιώτες στις στέγες των σπιτιών, με τα όπλα στο χέρι, φωνάζουν για να κάνουν αισθητή την αστυνόμευσή τους. Γίνονται βίαιοι σε όσους καθυστερούσαν έστω για λίγα λεπτά να κλειστούν στα σπίτια τους... Κτυπούσαν με τις κάννες των όπλων τους, έκαναν συλλήψεις και οδηγούσαν στον αστυνομικό σταθμό για ανάκριση άντρες, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Είχαν ήδη οδηγηθεί αρκετοί στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς και είχαν φυλακιστεί εκεί μέχρι το τέλος του Αγώνα...».


Θυμάται και αφηγείται το περιστατικό με τον λεβεντόγερο παππού Χριστόδουλο, συνταξιούχο αστυνομικό λοχία, που σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας για την απαράδεκτη συμπεριφορά των Βρετανών απέναντί του, πέταξε στην τουαλέτα το παράσημο ανδρείας που του είχε δώσει η βρετανική κυβέρνηση, και την εθνοπρεπή στάση του δασκάλου πατέρα της, που αγνόησε τις απειλές της αποικιακής κυβέρνησης, πήγε με τη συνοδεία της οικογένειάς του στην εκκλησιά και ψήφισε φανερά στο Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950. Μια ενέργεια που του στοίχισε διωγμούς και συνεχείς μεταθέσεις. Κι όμως, δεν δίστασε ούτε στιγμή να πει και πάλι «παρών» στο κάλεσμα του Διγενή, για συμμετοχή στον αγώνα της ΕΟΚΑ.


Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα για το περιστατικό με τον παππού και τη θεία Πέπα: «Αλησμόνητο θα μου μείνει το περιστατικό με τον παππού και την άρρωστη Πέπα. Ο παππούς συνήθιζε να παίρνει βόλτα την άρρωστη Πέπα κάθε βράδυ και κατέληγαν στο σπίτι της αδελφής της γιαγιάς. Εκεί κάθονταν μια ώρα περίπου μέσα σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα με όλα τα παιδιά της θείας... Καθώς επέστρεφαν ένα βράδυ, τους σταμάτησαν οι Άγγλοι και ήθελαν να τους συλλάβουν για ανάκριση. Τότε ο παππούς έβγαλε από την τσέπη του το παράσημο ανδρείας που του είχε δώσει πριν από λίγα χρόνια η αγγλική κυβέρνηση και το έβαλε στο πέτο του. Οι Άγγλοι στρατιώτες τον χαιρέτισαν στρατιωτικά και του απολογήθηκαν. Όταν γύρισε στο σπίτι έπεσε στο κρεβάτι και άρχισε τα κλάματα. Δεν πρόκειται να ξαναπάρω το παιδί περίπατο, Μαρίτσα, και το παράσημό τους θα το ρίξω στην τουαλέτα. Κι αυτό έκανε...».
Γλυκόπικρες μνήμες


Στο υπέροχο αφήγημά της η συγγραφέας δεν παραλείπει τίποτε από τις γλυκόπικρες μνήμες της. Τις ξαναζωντανεύει στις 194 σελίδες του βιβλίου της πολύ παραστατικά, χωρίς φλυαρίες και πλατειασμούς, με γλώσσα ρέουσα, όπως ακριβώς τις έζησε, από την αθώα παιδική της ηλικία μέχρι τα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια, τον έρωτα και τον γάμο της με τον Κώστα, τη γέννηση των παιδιών τους, τη λήξη του αδικαίωτου Αγώνα της ΕΟΚΑ. Με αντικειμενικότητα αναφέρεται στον διχασμό του λαού μας σε Μακαριακούς - Ζυριχικούς και Γριβικούς - Ενωτικούς, στην τουρκική ανταρσία και τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας. Προχωρεί στην άφιξη και αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, που μας ένωσε πρόσκαιρα, για να φθάσει στον νέο διχασμό, που οδήγησε στο Πραξικόπημα και την εισβολή του Αττίλα. Επαναλαμβάνει με έκδηλη πικρία και ειρωνεία την εθνικά και ιστορικά ασυγχώρητη δήλωση Καραμανλή ότι, «η Ελλάδα δεν μπορεί να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο λόγω...αποστάσεως». Πότε; Τη στιγμή που ο αιμοσταγής Τούρκος εισβολέας έσφαζε, έκαιε, και προκαλούσε τον όλεθρο και την καταστροφή στο νησί μας.


Τέλος αναφέρεται, με βαριά καρδιά, στον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων Κυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες και τη μαύρη προσφυγιά που ακολούθησε. Οι γλυκόπικρες μνήμες της Μορφίτισσας Τούλας Κώστα Χατζηκωστή κλείνουν με λόγια παρηγοριάς και μήνυμα ελπίδας της μάνας της στη γιαγιά της: «Μη στενοχωριέσαι μάμμα. Στην ατυχία μας σταθήκαμε τυχεροί. Βρήκαμε το μικρό αυτό σπίτι, γύρω μας, λίγο πιο κάτω είναι οι συγγενείς μας.


Ο Θεός μας βοήθησε να είμαστε όλοι μαζί, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας...Τι θα πουν οι άνθρωποι που έχασαν τους δικούς τους; Ο Θεός δεν θα μας αφήσει να χαθούμε. Στο τέλος θα γυρίσουμε πίσω στο σπίτι μας. Η Μόρφου μας είναι εκεί και μας περιμένει. Θα γυρίσουμε... θα το δεις». Ένα μήνυμα ελπίδας και μια διάπυρη ευχή όλων μας. Οι Μορφίτες και όλοι οι ξεριζωμένοι αδελφοί μας να γυρίσουν ελεύθεροι στα σπίτια τους. Είναι εκεί και τους περιμένουν...