Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΑΡΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ, ΣΧΕΔΟΝ, ΤΕΘΗΚΕ ΥΠΟ ΤΗΝ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΟΘΗΚΕ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΑΝΑΔΟΧΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΓΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΞΕΝΩΝΑ ΕΦΗΒΩΝ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΣΤΗ «ΣΗΜΕΡΙΝΗ» ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ο 21χρονος, που σε αντίθεση με πολλά άλλα παιδιά που βγαίνουν από τις Παιδικές Στέγες και Ξενώνες, έχει καταφέρει να σταθεί στα πόδια του, κάνει όνειρα κι ετοιμάζεται να σπουδάσει προσδοκώντας σε ένα καλύτερο μέλλον Τις αδυναμίες και τις ελλείψεις των κρατικών υπηρεσιών, στην προκειμένη περίπτωση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας μέσω των Παιδικών Στεγών και Ξενώνων Εφήβων-Νεανίδων, να παρέχουν όλα όσα πρέπει και αξίζει σε μικρά παιδιά ή εφήβους, που η ζωή τα έθεσε υπό την φροντίδα τους, καταδεικνύει άλλη μια συγκλονιστική ιστορία που φέρνει σήμερα στο φως η «Σημερινή» της Κυριακής.
Πρόκειται για την περίπτωση του Π.Χ., 21 ετών, ο οποίος από νεογέννητο, σχεδόν, τέθηκε, δικαστικώς, υπό την κηδεμονία του κράτους. Μέχρι τα 14 του, ο νεαρός είχε μετατραπεί σε άψυχο μπαλάκι, το οποίο «ριχνόταν» από τη μία ανάδοχη οικογένεια στην άλλη, χωρίς, μάλιστα, όπως μαρτυρεί ο ίδιος στην εφημερίδα μας, να προηγείται ο απαραίτητος έλεγχος για την καταλληλότητα των ατόμων που θα αναλάμβαναν, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, τη φροντίδα του. Τέσσερεις αναδοχές μέσα σε 14 χρόνια
Ξεδιπλώνοντας το κουβάρι της μέχρι σήμερα πορείας του, ο Π.Χ. αναφέρει στη «Σ» πως, λόγω του ότι οι γονείς του αντιμετώπιζαν ψυχιατρικά και άλλα προβλήματα υγείας και κρίθηκαν ακατάλληλοι για να τον μεγαλώσουν, από οκτώ ημερών, μετά από δικαστική διαδικασία, την κηδεμονία του ανέλαβε το κράτος. Από τότε και μέχρι τα 14 του φιλοξενήθηκε από τέσσερεις ανάδοχες οικογένειες.
Στην πρώτη οικογένεια έμεινε για διάστημα, περίπου, έξι μηνών λόγω συνταξιοδότησης των αναδόχων. Ακολούθως δόθηκε σε δεύτερη οικογένεια, η οποία από την αρχή δεν το ήθελε, αλλά οι κρατικές υπηρεσίες έκριναν ότι ήταν άξια να το αναθρέψει. Έμεινε και σε αυτήν την οικογένεια για διάστημα έξι μηνών, για να επιστρέψει στα «ασφαλή» χέρια του κράτους.
Λόγω του ότι, όμως, ήταν κάτω των 5 ετών και δεν μπορούσε να φιλοξενηθεί σε Παιδική Στέγη, τη φροντίδα του ανέλαβε τρίτη ανάδοχη οικογένεια, μέλος της οποίας αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, που το σύστημα δεν κατάφερε, ένεκα ακριβώς των ελλιπών ελέγχων που διενεργεί, να εντοπίσει. Τελικά, λίγο πρoτού γίνει 11 ετών και κατόπιν δικού του παραπόνου, φεύγει από την οικογένεια αυτή και μεταφέρεται σε νέα ανάδοχη οικογένεια, η οποία, όμως, πλέον δεν μπορούσε να διαχειριστεί την περίπτωσή του. Στην τέταρτη οικογένεια έμεινε μέχρι τα 14 του και μετά τοποθετήθηκε σε Ξενώνα Εφήβων. Η φιλοξενία στις κρατικές υποδομές
Στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στον Ξενώνα είδε και βίωσε πολλά. Από την ακαταλληλότητα των λειτουργών που είχαν την ευθύνη φροντίδας, τόσο του ιδίου όσο και των υπολοίπων εφήβων, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να διαχειριστούν πολλές περιπτώσεις, μέχρι την πλήρη αδιαφορία. Μία αδιαφορία που είχε και έχει ως αποτέλεσμα όσα παιδιά, όταν ενηλικιωθούν, βγουν από τις Παιδικές Στέγες και τους Ξενώνες, στην πλειοψηφία τους να μην μπορούν καν να επιβιώσουν. Κι αυτό γιατί κανείς δεν νοιάζεται πλέον γι’ αυτούς.
«Μπαίνοντας στον Ξενώνα συνάντησα πολλές δυσκολίες, κυρίως να προσαρμοστώ στη νέα μου πραγματικότητα. Σχεδόν επί καθημερινής βάσεως είχαμε περιστατικά τσακωμών και βίας μεταξύ όσων φιλοξενούνταν στον Ξενώνα. Οι λειτουργοί αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις με δική τους υπαιτιότητα προκαλούσαν νέα προβλήματα και θυμό στα παιδιά. Δεν λέω ότι μας ασκούσαν σωματική βία. Έκαναν κάτι χειρότερο.
»Μας ασκούσαν λεκτική βία. Μας προκαλούσαν στην ουσία να αντιδράσουμε, αντί να καθίσουν μαζί μας και να μας βοηθήσουν, ως όφειλαν. Φαινόταν ξεκάθαρα, τουλάχιστον κατά τη δική μου αντίληψη, ότι, μέσω αυτών των συμπεριφορών, αυτά τα άτομα δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν δύσκολες καταστάσεις, όπως είναι τα παιδιά που είτε μεγαλώνουν από μικρά σε Παιδικές Στέγες ή μεταφέρονται από ανάδοχες οικογένειες σε Ξενώνες», σημειώνει περαιτέρω. Η έξοδος από τον Ξενώνα και το σήμερα
Όταν έγινε 18, η πόρτα του Ξενώνα άνοιξε, όπως ανοίγει για όλα τα παιδιά όταν ενηλικιωθούν, κι έφυγε. Έκτοτε, καταγγέλλει, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για το τι απέγινε. Αν ζει ή αν πέθανε. Αν είναι καλά ή αντιμετωπίζει δυσκολίες. Αν τα βγάζει πέρα και αν τα κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Για καλή του τύχη τα κατάφερε και στάθηκε στα πόδια του, σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών που βγαίνουν από τα Ιδρύματα, όπως λέει, και κυλούν στον βούρκο των ναρκωτικών, καταλήγουν στη φυλακή ή και πεθαίνουν, ακόμη. Σήμερα θέλει να σπουδάσει κι ελπίζει σε ένα καλό μέλλον.
Στο πλευρό του από τον στρατό, ο οποίος τον βοήθησε να ωριμάσει, μέχρι σήμερα, στέκεται η γυναίκα που μαζί με τον σύζυγό της είχαν αναλάβει πρώτοι, ως ανάδοχη οικογένεια, την φροντίδα του. Μάλιστα, αυτήν τη γυναίκα, την οποία κι ευχαριστεί για όλα όσα έκανε και κάνει γι’ αυτόν, την αποκαλεί και την αισθάνεται σαν γιαγιά του, που δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ποτέ. Οι γονείς, η αδελφή και το... παράδοξο
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως ο Π.Χ. έχει ακόμη μία αδελφή, με την οποία είχε συναντηθεί μία φορά όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό κι έκτοτε έχουν χάσει κάθε επαφή. Από τα λίγα που γνωρίζει, η αδελφή του, 1,5 με 2 χρόνια μεγαλύτερή του, δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια όταν ήταν ενός έτους. Όσον αφορά τους γονείς του, λέει πως δεν έχει σχεδόν καμία επαφή μαζί τους. Όπως εξηγεί, μετά από δική του επιθυμία, είδε για πρώτη φορά τους γονείς του όταν πήγε στρατό.
Αν και δεν θέλησε να υπεισέλθει σε περαιτέρω λεπτομέρειες, καταγγέλλει, ακόμη, πως το κράτος και σε αυτήν την περίπτωση δεν βοήθησε, ούτε κατ' ελάχιστον, για να έρθουν κοντά οι γονείς με το παιδί τους. Κλείνοντας τη συνομιλία μας, ο 21χρονος αναφέρθηκε και στο εξής παράδοξο. «Το κράτος σε αντιμετωπίζει πριν από τα 18 ως ανήλικο κι εξαρτώμενο πρόσωπο που χρήζει φροντίδας και βοήθειας. Μετά τα 18, σε αντιμετωπίζουν ως ενήλικο άτομο που ως διά μαγείας μπορεί ν' αντεπεξέλθει από μόνο του, χωρίς εξαρτήσεις και οποιαδήποτε βοήθεια», κατέληξε.