Κόμματα

Τι δεν πρέπει να κάνει ο Πρόεδρος

Οι διορισμοί των ΔΣ των ημικρατικών οργανισμών και οι συνταγματικές εξουσίες στο… ακουστικό

Από συστάσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι ημικρατικοί οργανισμοί υπήρξαν ένας από τους προνομιακότερους χώρους εφαρμογής της ημετεροκρατίας, της κομματικής συναλλαγής και του ρουσφετιού.


Για δεκαετίες παρακολουθήσαμε, τουλάχιστον οι αποστασιοποιημένοι από τα σαθρά παρασκήνια της διανομής των εξουσιαστικών «αγαθών» πολίτες, το θλιβερό πηγαινέλα με τις λίστες και τα εξουθενωτικά παζαρέματα, κάθε που ερχόταν το... πλήρωμα του χρόνου για τους διορισμούς των ΔΣ των ΗΟ.


Ένα φαινόμενο, που ουδόλως μπορεί να έχει οιαδήποτε σχέση με το χαρίεν και επίπονο άθλημα της αξιοκρατίας, για το οποίο βαυκαλίζονται άπαντες οι θεσμικοί και πολιτικοί ταγοί.


Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα, παρά την αλλαγή της νομοθεσίας που διέπει τα των ΔΣ των ΗΟ, καθημερινά επιβεβαιώνουν τον εαυτό τους, εκτιθέμενα σε μια γελοία παράσταση παταγώδους αυτοδιάψευσης...


Ένα από τα επιχειρήματα που πιπιλίζουν διαχρονικά ο κυβερνήσεις και τα κόμματα, για να δικαιολογήσουν την αρχολίπαρο προσκόλληση στους χρυσοφόρους ημικρατικούς οργανισμούς, είναι ότι αποτελούν βραχίονες υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής, άρα, τόσο από την άποψη της εφαρμογής όσο και από την άποψη του ελέγχου της, θα πρέπει τα κόμματα να έχουν λόγο, αλλά και ρόλο σ’ αυτά...


Για να λειτουργήσουν, ωστόσο, αυτοί οι βραχίονες, αλλά και να ασκηθεί η κυβερνητική πολιτική, πρέπει να λειτουργήσει το κεντρικό σύστημα της κρατικής μηχανής, που είναι η δημόσια υπηρεσία.


Οι ημικρατικοί, ως γνωστόν, είναι οργανισμοί κοινής ωφελείας, η λειτουργία των οποίων διέπεται από ορισμένη νομοθεσία.
Ευθύνες κομμάτων και Προέδρων


Αν ισχύει, λοιπόν, ότι, επειδή η διακυβέρνηση ασκείται από κομματικές ή πολυκομματικές κυβερνήσεις, πρέπει τα κόμματα να εκπροσωπούνται στα Δ.Σ. των ημικρατικών οργανισμών, κατά λογική συνεπαγωγή, αξιωματικά, θα έπρεπε η ίδια κομματοπαγής λογική να επικρατήσει σε όλο το φάσμα της δημόσιας υπηρεσίας, γεγονός που θα δημιουργούσε ένα πλήρως κομματοκρατούμενο κράτος, σε όλη τη διοικητική και διευθυντική πυραμίδα.


Επιπρόσθετα, πώς μπορεί να έχουν κομματική σφραγίδα -ισομερώς ή ανισομερώς κατανεμημένη-, απροϋπόθετα, για τη λειτουργία του πολιτειακού συστήματος, μεγέθη, όπως η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, η βελτίωση της άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής και η εμπέδωση αξιοκρατικού ήθους; Ποια έννοια πολιτικού ορθολογισμού επιτάσσει ότι αυτός που θα αναλάβει την Προεδρία του ΚΟΤ, της ΚΟΑΜ ή του ΡΙΚ, πρέπει να έχει τη σφραγίδα ή την έγκριση μιας κομματικής ηγεσίας, για να είναι άξιος να επιτελέσει την αποστολή του;


Και πώς γίνονται πιο «ευέλικτοι» όλοι αυτοί οι... πολυπλόκαμοι βραχίονες της κυβερνητικής πολιτικής, αν ο Πρόεδρος του ενός ημικρατικού προέρχεται από τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ και ο αντιπρόεδρος του άλλου από το ΔΗ.ΚΟ. ή την ΕΔΕΚ; Αυτό, είναι κριτήριο ευελιξίας ή, αντίθετα, δυσκαμψίας, δεδομένου ότι η κομματική ένταξη συνιστά έναν a priori περιορισμό για τον εκάστοτε θεσμικό αξιωματούχο;


Στη διαμόρφωση αυτής της δυσάρεστης κατάστασης, δυστυχώς, τεράστιες ευθύνες είχαν και οι εκάστοτε Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη λογική τού πάρε-δώσε, λαμβάνοντας τις αποφάσεις τους ανεξαρτήτως «δεσμεύσεων» και ανταλλαγμάτων και ερήμην των... κομματικών «εισηγήσεων».


Φαίνεται, ωστόσο, ότι το σχήμα «τα κόμματα έχουν λόγο, αλλά ο Πρόεδρος αποφασίζει», στην εφαρμογή του, περιλαμβάνει πολλές περιπλοκότητες, που έχουν να κάνουν και με την ίδια τη δομή και λειτουργία του πολιτικο-κομματικού μας συστήματος. Το οποίο επιφορτίζει τα κόμματα με μια λειτουργία πολλαπλών και, ενίοτε, αντιφατικών ρόλων, όπου μπορούν ταυτόχρονα να συγκυβερνούν και να αντιπολιτεύονται, να αντιπολιτεύονται και να «συγκυβερνούν» κ.ο.κ., αβρόχοις ποσίν και κατά παράβασιν των εξαγγελιών τους.


Τι πρέπει, λοιπόν, να μην κάνει αυτήν τη φορά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στους επικείμενους διορισμούς;


Η «Σημερινή» απευθύνθηκε σε τρεις έγκυρους σχολιαστές των δημοσίων πραγμάτων - τον νομικό Γιώργο Κολοκασίδη, τον ακαδημαϊκό Ανδρέα Θεοφάνους και τον νομικό Κρις Τριανταφυλλίδη, ζητώντας τη γνώμη τους για το θέμα.


Καλύπτει, ταυτόχρονα, το θέμα, με την πάντοτε καίρια αρθρογραφία του κ. Σάββα Ιακωβίδη στη σελίδα 15 της εφημερίδας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ
Ας μας διαψεύσει ευχάριστα ο Πρόεδρος

Και πάλι ενώπιον ημικρατικών διορισμών. Ο θεσμός έπαυσε να ενδιαφέρει τον πολίτη, μιας και αντικρίζεται πλέον ως προέκταση της κομματικής αόρατης χειρός που ρυθμίζει τα πάντα. Συνήθως οι διορισμοί είτε αποτελούν εξόφληση πολιτικών γραμματίων είτε γέφυρα με κάποιες αποξενωμένες πολιτικές δυνάμεις. Κάποτε, κάποτε βλέπει κανείς να διορίζονται και κάποιοι λόγω καλού ονόματος ή δυνατότητας ευδόκιμης υπηρεσίας στον οργανισμό όπου διορίζονται. Ακόμη και τότε, όμως. Και από αυτά τα άτομα αναμένεται ένας σοβαρός βαθμός ευκαμψίας και προσαρμογής στις επιταγές ενός διεφθαρμένου συστήματος.


Αν, δηλαδή, συστήνεται κάποιος για ημικρατική συμμετοχή από την ηγεσία του Δημοκρατικού Συναγερμού, αναμένεται ότι θα είναι δεκτικός σε εισηγήσεις διορισμών, μεταθέσεων, αξιολογήσεων στον οργανισμό του, ερχόμενες από το συγκεκριμένο κόμμα. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τα άλλα κόμματα. Σπανίως εντοπίζεται κανείς να επιχειρεί να ορθώσει προσωπικό ανάστημα αξιοπρέπειας και ευθυκρισίας. Σπανίως. Και τότε αντικρίζεται ως μια ενοχλητική παραφωνία στη χορωδία του κομματισμού.


Θα επιχειρήσει ο Πρόεδρος να αποστασιοποιηθεί από αυτήν την πρακτική; Μάλλον όχι. Γιατί και ο ίδιος, κακά τα ψέματα, είναι παιδί αυτού του επάρατου συστήματος. Και οι πατροκτονίες δεν είναι συχνό φαινόμενο. Κι όμως. Αν σκεφθεί κανείς το συμφέρον του τόπου· αν σκεφθεί ότι οι πολίτες διψούν για ισονομία· ότι ο τόπος και η λειτουργία του την έχουν ανάγκη, όπως κάθε μηχανή χρειάζεται τη βενζίνη της· ότι η υστεροφημία του πολιτικού εξαρτάται από την καταγραφή πολιτικού θάρρους και καινοτομίας. Τότε, συνεκτιμώντας τα όλα αυτά, εύκολα καταλήγει κανείς στην προώθηση της αξιοκρατίας.


Διαδοχικές κυβερνήσεις και Πρόεδροι έχουν διαψεύσει αυτόν τον απλό συλλογισμό, διότι το κομματικό σύστημα έχει ανδρωθεί σε τέτοιο βαθμό, που παράγει πλέον ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνο ενστερνίζονται την κομματική λογική, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιταχθούν. Γι’ αυτό και το πολιτικό μας σκηνικό έχει γίνει πληκτικά προβλέψιμο και αναπόδραστα μέτριο. Από την άλλην, η αμυδρή βελτίωση στην οικονομία, δυστυχώς, δεν δημιουργεί συνθήκες ανατροπής. Οι πολίτες επαναπαύονται, διότι θεωρούν ότι γύρισε ο τροχός. Η ανάκαμψη είναι προ των πυλών, θεωρούν. Δεν έχουν έτσι, όμως, τα πράγματα. Η ανάπτυξη είναι αναιμική και εφήμερη, διότι η οικονομία κουβαλά τα αμαρτήματα του κομματικού συστήματος. Οι πολιτικοί μας, όμως, πιστώνονται με έναν άθλο. Έχουν πετύχει, έστω, να αναστείλουν τον οικονομικό κατήφορο χωρίς να αποκηρύξουν τις πρακτικές τους. Δεν είναι λίγο. Επιβιώνουν σε αυτόν τον κόσμο τον αντίξοο, μένοντας πιστοί στους εαυτούς τους!


Τέλος πάντων, ας μην είμαστε ισοπεδωτικοί και ας πούμε το χιλιοειπωμένο και χιλιοδιαψευσμένο: Ας μας διαψεύσει ευχάριστα ο Πρόεδρος και θα τον επαινέσουμε δεόντως!
ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ
Η σημασία των διορισμών


Αποτελεσματική ηγεσία και αξιοκρατία αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις εθνικής επιβίωσης και κοινωνικής ευημερίας.


Στη σημερινή δύσκολη εποχή, με τις πολλαπλές προκλήσεις και τις υψηλές υποχρεώσεις, έχουμε δει την κατάρρευση κρατών, οικονομιών και κοινωνιών ως αποτέλεσμα της απρονοησίας και της ανεπαρκούς κατανόησης των δεδομένων. Η Κύπρος έφθασε στο χείλος της καταστροφής και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια μεγάλη και πολυδιάστατη κρίση, καθώς οι αποφάσεις και η όλη διαχείριση τα τελευταία χρόνια ήταν απογοητευτικές.
Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν την καθοριστική σημασία μιας αποτελεσματικής ηγεσίας, η οποία πρέπει να διακρίνεται από υψηλό επίπεδο γνώσεων, συναισθηματική νοημοσύνη, ψυχικό σθένος, εργατικότητα, κοινωνική ευαισθησία και εντιμότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά πρέπει να διακρίνουν τις ηγεσίες σε όλα τα επίπεδα: κρατών και κυβερνήσεων, δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών, πανεπιστημίων και άλλων εκπαιδευτηρίων, τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων και ούτω καθ’ εξής.
Η αναξιοκρατία και η ευνοιοκρατία βιώνεται από τους πολίτες σε τέτοιο βαθμό, που, ακόμα και αν ένας διορισμός ή/και μια προαγωγή γίνει με τον καλύτερο δυνατό και αντικειμενικό τρόπο, αμφισβητείται, επειδή ακριβώς υπάρχει δυσπιστία.
Η συστηματική παραβίαση της αξιοκρατίας, η οποία σχετίζεται με τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή, συνιστά κακόηθες καρκίνωμα, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Σε διαφορετική περίπτωση, η απαξίωση και η κατηφορική πορεία θα συνεχισθούν.


Είναι σημαντικό, όπως η αξιοκρατία καταστεί κύριο χαρακτηριστικό του δημόσιο βίου, καθώς:


πρώτον, η αξιοκρατία επιβάλλεται ως μέσο καλύτερης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού (του πολυτιμότερου κεφαλαίου της Κύπρου), δεύτερον, η αξιοκρατία επιβάλλεται και για σκοπούς κοινωνικής συνοχής, η οποία είναι υψίστης σημασίας για ομαλό δημόσιο βίο, τρίτον, η αξιοκρατία προβάλλει, επίσης, ως ύψιστη αναγκαιότητα και για σκοπούς κοινωνικής δικαιοσύνης.


Η αναξιοκρατία και η ευνοιοκρατία, ως αντίθετες έννοιες της αξιοκρατίας, υποσκάπτουν το δημόσιο συμφέρον και ενθαρρύνουν την απαξίωση της πολιτικής.
Το έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον επιβάλλει τη στελέχωση των διοικήσεων νευραλγικών οργανισμών (π.χ. Κρατικά Πανεπιστήμια, ΑΤΗΚ, ΑΗΚ κ.λπ.) από άριστους επαγγελματίες με εξειδικευμένες γνώσεις. Για να διασφαλιστεί αυτό, θα πρέπει να καθοριστούν τα ελάχιστα κριτήρια επιλογής, ενώ, επίσης, είναι απαραίτητο να παραχωρηθούν οικονομικά και άλλα κίνητρα που θα ελκύσουν έναν επιτυχημένο επαγγελματία να αφοσιωθεί στη θέση που θα διοριστεί, ως ελάχιστη αποζημίωση για τον χρόνο που διαθέτει. Ταυτόχρονα, μέσα από ασφαλιστικές δικλίδες, θα πρέπει να αποφεύγονται περιπτώσεις όπου υφίσταται σύγκρουση συμφέροντος.


Σε κάθε περίπτωση, η στελέχωση των Διοικητικών Συμβουλίων των Ημικρατικών Οργανισμών δεν θα πρέπει να λαμβάνεται με κυρίαρχο κριτήριο την εξόφληση κομματικών ή άλλων συναφών υποχρεώσεων, αλλά το συμφέρον των οργανισμών αυτών, που, σε τελική ανάλυση, αποτελούν κρατική περιουσία.
Για να επιβιώσει η Κύπρος, πρέπει να κάνει τις καλύτερες δυνατές επιλογές.


Τα κόμματα είναι σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού συστήματος, το οποίο πρέπει να βελτιωθεί. Παράλληλα, δεν πρέπει να θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση η κομματική ταυτότητα για διορισμό.


Εν ολίγοις, εάν επιλέγονται οι άριστοι και οι εντιμότεροι σε όλους τους τομείς, είναι τότε δυνατό να οδηγηθούμε σε καλύτερα αποτελέσματα.
ΧΡΙΣΤΟΣ Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Δεν πρέπει να υπάρχουν κομματικά κριτήρια

Οι Hμικρατικοί Oργανισμοί αποτελούν έναν ουσιαστικό βραχίονα της διακυβέρνησης του τόπου. Κατ’ επέκτασιν, τα Διοικητικά Συμβούλια των Ημικρατικών Οργανισμών, τα οποία αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Κυβέρνησης και των τεχνοκρατών του κάθε Ημικρατικού Οργανισμού, είναι όργανο το οποίο διέπεται από πολύ ευαίσθητα χαρακτηριστικά.
Από τη μια πλευρά, το Διοικητικό Συμβούλιο οφείλει να υλοποιεί την πολιτική της εκάστοτε Κυβέρνησης. Από την άλλη, όμως, οφείλει να ικανοποιεί τους τεχνοκρατικούς σχεδιασμούς του κάθε Ημικρατικού Οργανισμού και, πολλές φορές, τα δύο μπορεί να μην ταυτίζονται.
Με βάση τα πιο πάνω, εκείνο το οποίο δεν πρέπει να κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν θα εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο ποια πρόσωπα θα διορισθούν -αυτό είναι το αρμόδιο όργανο για να διορίζει τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ημικρατικών Οργανισμών- είναι να διορίσει πρόσωπα, ο διορισμός των οποίων θα δώσει την εντύπωση στην κοινωνία ότι διορίζονται με κριτήρια που δεν θα έχουν σχέση με την αξία των προσώπων αυτών.


Το κομματικό κριτήριο, κατά τη δική μου άποψη, ουδέποτε πρέπει να αποτελεί κριτήριο διορισμού. Και όταν αυτό αποφευχθεί, τότε ευκολότερα η κοινωνία αποδέχεται ότι οι διορισμοί διέπονται με γνώμονα μόνο το καλώς νοούμενο συμφέρον του κάθε Ημικρατικού Οργανισμού. Μέχρι σήμερα, δυστυχώς, από τις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας, η κοινωνία δεν έχει ικανοποιηθεί ότι αυτό ισχύει.


ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ
Να μην ακολουθήσει την πεπατημένη ο Πρόεδρος


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να αποφύγει να ακολουθήσει την πεπατημένη. Από καταβολής κυπριακού κράτους, οι διορισμοί στους ημικρατικούς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποτελούν βήμα προώθησης της αναξιοκρατίας, της κομματοκρατίας και του βολέματος ημετέρων. Σε τέτοιο βαθμό, που ο Πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου, ως θεραπεία, επέλεξε τους κατ' αναλογίαν διορισμούς, απ’ όλα τα κόμματα, μια τακτική με την οποία διαφώνησα, διότι όχι μόνον δεν θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά το θεσμοθετεί.


Οι ημικρατικοί οργανισμοί και ιδιαίτερα οι μεγάλοι αποτελούν σημαντικούς φορείς, από τις επιδόσεις των οποίων κρίνεται η πορεία της οικονομίας και κατά προέκταση το βιοτικό επίπεδο του κυπριακού λαού. Έχοντας, λοιπόν, να ασχοληθούν με πολύ εξειδικευμένο αντικείμενο, το οποίο απαιτεί πολύ εξειδικευμένες γνώσεις διαχείρισης και διοίκησης, έχοντας να εκτελέσουν προϋπολογισμούς εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, αντί να διοικούνται από κορυφαίους managers, με τα κατάλληλα προσόντα, που να λογοδοτούν και να κρίνονται σε πολύ τακτά χρονικά διαστήματα, κατά κανόνα βρίσκονται στα χέρια συμβουλίων, των οποίων τα μέλη χρησιμοποιούν το αξίωμά τους ως μέσο προσωπικής καταξίωσης, που έχουν ως κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση του κόμματος που τους διόρισε, και ασχολούνται με τον Οργανισμό τους ευκαιριακά, όποτε θα συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιο.


Επιβάλλεται, συνεπώς, ριζική αλλαγή της νοοτροπίας ή του μοντέλου με το οποίο διοικούνται οι ημικρατικοί οργανισμοί. Οι διοικήσεις θα πρέπει να καταστούν εκτελεστικές και υπόλογες, με βάση στόχους που θα τίθενται εκ των προτέρων. Πέραν των πιο πάνω, το σημερινό μοντέλο των κομματικών διορισμών παρουσιάζει ελλείμματα δημοκρατικότητας. Ασφαλώς τα πολιτικά κόμματα αποτελούν κύτταρα δημοκρατίας, όμως αποτελεί αναντίλεκτη αλήθεια ότι οι πολίτες, που είναι οργανικά δεμένοι με τα κόμματα ή έχουν απ' ευθείας σχέση μαζί τους, αποτελούν ένα μικρό ποσοστό του κοινωνικού συνόλου. Κατά συνέπειαν, το σημερινό σύστημα αποκλείει, στην πράξη, την πλειοψηφία της κοινωνίας, από τη δυνατότητα να εμπλακεί και να προσφέρει.


Σημειώνω, ακόμα, πως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η μονοπώληση των διορισμών από τα κόμματα διαπαιδαγωγεί αρνητικά την κοινωνία. Αντί να προσπαθούμε να αναδείξουμε την αξιοκρατία, στην πράξη την υποσκάπτουμε. Αντί να προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε τους ανοιχτούς ορίζοντες της σκέψης και της μόρφωσης, εμείς προτιμούμε τα σίγουρα καλούπια και τα στεγανά των κομματικών πρακτικών. Και αυτό αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα σε μια χώρα όπου η αναξιοκρατία ωθεί τους πολλούς στην αποξένωση και τα κόμματα μετατρέπονται, από οργανισμούς παραγωγής πολιτικής, σε μηχανισμούς προώθησης «ημετέρων».