Η μάχη των μαχών για τους μικρούς το ‘21
Οι συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί ευνοούσαν τα λεγόμενα μικρά, και «αντισυστημικά» κόμματα -ΕΛΑΜ, Συμμαχία Πολιτών, Αλληλεγγύη και Οικολόγοι- τα οποία προέτασσαν την «καθαρότητα» απέναντι στα σκάνδαλα, τη διαπλοκή και την ημετεροκρατία των κομμάτων του κατεστημένου
Τον Μάιο του 2016 οι πολίτες μέσα από την ψήφο τους αποφάσισαν να στείλουν στη Βουλή οκτώ κόμματα. Η αύξηση του εκλογικού μέτρου από το 1,8% στο 3,6%, δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει την είσοδο των λεγόμενων μικρών κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Η κυπριακή κοινωνία προσήλθε στις κάλπες για πρώτη φορά μετά το κούρεμα καταθέσεων και μέσα σ’ ένα σκληρό μνημονιακό πολιτικο-οικονομικό περιβάλλον. Τα τέσσερα παραδοσιακά κόμματα της κυπριακής πολιτικής σκηνής εισέπραξαν αναλογικά την αντίδραση, την απογοήτευση και τον θυμό των ψηφοφόρων τους. ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ κατέγραψαν απώλειες στα ποσοστά τους. Μεγάλος χαμένος ήταν το ΑΚΕΛ, το οποίο απώλεσε 7,1% από την εκλογική του δύναμη για να κινηθεί στο ιστορικά χαμηλό 25,67%, χάνοντας έτσι και τρεις κοινοβουλευτικές έδρες. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί ευνοούσαν τα λεγόμενα μικρά, και «αντισυστημικά» κόμματα -ΕΛΑΜ, Συμμαχία Πολιτών, Αλληλεγγύη και Οικολόγοι- τα οποία προέτασσαν την «καθαρότητα» απέναντι στα σκάνδαλα, τη διαπλοκή και την ημετεροκρατία των κομμάτων του κατεστημένου. Σήμερα, τριάμισι χρόνια μετά, η εικόνα φαντάζει πολύ διαφορετική. Οι ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις περί του κινδύνου πολιτικού αφανισμού κάποιων εκ των μικρών αυτών κομμάτων, τα οποία μεγάλωσαν μέσα στην οικονομική κρίση και τον θυμό. Παρόλο που οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θεωρητικά είναι ακόμη μακριά -τον Μάιο του 2021-, εντούτοις, ήδη κόμματα και υποψήφιοι άρχισαν να δουλεύουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Και οι «μικροί» έχουν ένα λόγο παραπάνω να εργάζονται από τώρα για το ’21.
Το φαινόμενο ΕΛΑΜ
Το αυτοπροσδιοριζόμενο, ως εθνικιστικό, ΕΛΑΜ αποτελεί τουλάχιστον μέχρι σήμερα εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τα μικρά κόμματα να υποχωρούν από την όποια δυναμική είχαν αποκτήσει το 2016. Το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο αποτελεί το μοναδικό πολιτικό κόμμα, το οποίο, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, αυξάνει ποσοστά αλλά και ψήφους σε απόλυτους αριθμούς. Μέσα σε μια δεκαετία (2009 – 2019) κατόρθωσε να μετεξελιχθεί από ένα περιθωριακό κόμμα των 663 ψηφοφόρων, σε πέμπτη πολιτική δύναμη του τόπου. Υπενθυμίζεται ότι, στις πρόσφατες Ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, κατέγραψε το εντυπωσιακό ποσοστό του 8,25%, τουτέστιν, 23.167 ψήφους. Το ΕΛΑΜ κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά και να παγιοποιήσει εκλογικά, μεγάλο μέρος του κομματικού ακροατηρίου, το οποίο ριζοσπαστικοποιήθηκε από το 2013 και εντεύθεν. Η ψήφος προς το ΕΛΑΜ χαρακτηρίζεται από εκλογικούς αναλυτές ως «σκληρή», ενώ όπως κάθε ακροδεξιό κόμμα στην Ευρώπη διαθέτει στις τάξεις του ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτικοποιημένης νεολαίας. Συνεπώς, εύλογα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν είναι ένα εκ των κομμάτων που ανησυχεί ιδιαίτερα για το αν θα είναι η όχι στην επόμενη Βουλή. Ωστόσο, υπάρχει ένας αστάθμητος εξωγενής παράγοντας, ο οποίος είναι άγνωστο ποιες συνέπειες θα έχει στο εσωτερικό του. Κι αυτός ονομάζεται Χρυσή Αυγή. Η δίκη της Χρυσής Αυγής, για το εάν τελικά αποτελεί εγκληματική οργάνωση ή όχι μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αναμένεται να ολοκληρωθεί τέλος του χρόνου, αρχές του 2020. Ενδεχόμενη καταδίκη της Χρυσής Αυγής και φυλάκιση των ηγετικών της στελεχών θεωρείται βέβαιο ότι θα δημιουργούσε αλυσιδωτά και πολυεπίπεδα προβλήματα και στο ΕΛΑΜ.
Το λάθος της Ελένης
Στις 26 Μαΐου 2014, η Ελένη Θεοχάρους επανεκλέγηκε στο Ευρωκοινοβούλιο για δεύτερη φορά με το ψηφοδέλτιο του ΔΗΣΥ, εξασφαλίζοντας την παγκύπρια πρωτιά, με 57.948 σταυρούς προτίμησης. Η απόφασή της το 2015 να αποχωρήσει από τον ΔΗΣΥ και να προχωρήσει στη δημιουργία του δικού της κινήματος, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η απόσταση που την χώριζε από την ηγεσία του ΔΗΣΥ κυρίως σ’ ότι αφορά το Κυπριακό, ήταν χαώδης, επί σειράν ετών. Το 5,24% που εξασφάλισε στις βουλευτικές του 2016, με το κίνημα Αλληλεγγύη, κρίθηκε ως ικανοποιητικό, για ένα κόμμα, με μερικούς μήνες ζωής, χωρίς ισχυρές δομές και μεγάλους κομματικούς μηχανισμούς. Η απόφαση όμως της Ελένης Θεοχάρους να αποποιηθεί τη μια εκ των τριών εδρών που κατέλαβε το κίνημα, κρίνεται εκ των πραγμάτων ως λανθασμένη. Πρώτον, διότι πλήγηκε το κύρος και η αξιοπιστία της στα μάτια των ίδιων της των ψηφοφόρων. Δεύτερον, έδωσε την κατάλληλη λαβή στους πολιτικούς της αντιπάλους να την υποσκάπτουν δημόσια και ιδιωτικά γι’ αυτήν της την απόφαση. Και τρίτον επειδή ήταν η μοναδική πρόεδρος κόμματος στην κυπριακή πολιτική ιστορία που δεν είχε έδρα και βάση την Κύπρο, αλλά το εξωτερικό. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν να δίδεται η εικόνα ακυβερνησίας του κινήματος και ελέγχου του από τα στελέχη του πρώην ΕΥΡΩΚΟ. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι οι τρεις βουλευτές, που τελικά μπήκαν στη Βουλή, δηλαδή, Δημήτρης Συλλούρης, Μιχάλης Γιωργάλλας και Γιώργος Παπαδόπουλος, προέρχονταν και οι τρεις από το ΕΥΡΩΚΟ, το οποίο αυτοδιαλύθηκε μπαίνοντας κάτω από την ομπρέλα Αλληλεγγύης που τους έδωσε η Θεοχάρους. Η μη επανεκλογή της στην Ευρωβουλή μετά κι από την επιλογή της να μπει εκείνη αυτήν τη φορά κάτω από την ομπρέλα του ψηφοδελτίου του ΔΗΚΟ, της δίδει την ευκαιρία να δώσει αν μη τι άλλο τη μάχη για να μη βάλει λουκέτο το κίνημα και να εισέλθει και το 2021 στη Βουλή.
Το τέλος της Συμμαχίας
Όσο σκληρό κι αν ακούγεται προς τα στελέχη, τα μέλη και τους φίλους της Συμμαχίας Πολιτών, το κίνημα, το οποίο ξεκίνησε την πορεία του ομολογουμένως με αρκετές προοπτικές, φαίνεται ότι έχει ολοκληρώσει τον σύντομο πολιτικό του βίο. Η προαναγγελία άλλωστε αποχώρησης από την πολιτική ζωή του τόπου, του ιδρυτή και προέδρου του κινήματος, Γιώργου Λιλλήκα, αποτελεί μιαν, αν μη τι άλλο, αξιοπρεπή παραδοχή ήττας. Ο Γιώργος Λιλλήκας, το 2013, ενθαρρυμένος από το εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα του Α’ Γύρου των προεδρικών εκλογών (24,93%), το οποίο ήταν προϊόν συγκεκριμένων πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικών συγκυριών, προχώρησε στη δημιουργία της Συμμαχίας Πολιτών. Ένα κίνημα το οποίο προσπάθησε να πλασαριστεί ως κάτι το νέο, το διαφορετικό, μια άλλη εναλλακτική πολιτική πρόταση. Οι ετερόκλητες ιδεολογικές τάσεις που συναποτελούσαν τη Συμμαχία Πολιτών -από πρώην Δρασίτες μέχρι πρώην ΕΔΟΝίτες- δημιουργούσαν ένα ιδιότυπο πολιτικό υβρίδιο, που κάποιοι το ονόμασαν και πολιτικό αχταρμά. Οι αντίθετες προσεγγίσεις και απόψεις επί σειρά ζητημάτων, δεν άργησαν να βγουν στην επιφάνεια, με αποτέλεσμα ο Γιώργος Λιλλήκας να χάνει και τους δυο βουλευτές -Παύλο Μυλωνά και Άννα Θεολόγου - που επέλεξε ο ίδιος ως αριστίνδην υποψηφίους το 2016. Η επιλογή Λιλλήκα το 2018 να κατέλθει μόνος ως υποψήφιος στις Προεδρικές απέναντι από τον υπόλοιπο ενδιάμεσο, ο οποίος συντάχθηκε με τον Νικόλα Παπαδόπουλο, αποδείχθηκε καταστροφική. Και αυτή η καταστροφική πορεία για τη Συμμαχία Πολιτών επισφραγίστηκε και στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, όπου σε συνεργασία με τους Οικολόγους απέσπασαν μόλις 3,29%, ποσοστό που δεν του επιτρέπει είσοδο στην επόμενη Βουλή. Σήμερα γίνονται συζητήσεις και διεργασίες για το κατά πόσον ο Γιώργος Λιλλήκας πρέπει να αποχωρήσει από τώρα από την προεδρία και να δώσει τα κλειδιά στον επόμενο, για να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται μέχρι το 2021.
Το στοίχημα των Οικολόγων
Το 2016 το κίνημα Οικολόγων - Συνεργασία Πολιτών πέτυχε τη μεγαλύτερη εκλογική του επιτυχία, διπλασιάζοντας τα ποσοστά του σε σχέση με το 2011. Το 4,81% μπορεί να θεωρηθεί κι ως ένας μίνι θρίαμβος για τον «γραφικό» και «λαϊκιστή» Γιώργο Περδίκη, όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν μερικοί εκ των πολιτικών του αντιπάλων. Οι Οικολόγοι, το 2015, είχαν αντιδράσει σφόδρα στην αλλαγή του εκλογικού μέτρου από τους ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, με τον Περδίκη να τους κατηγορεί για «πολιτικό τζιχαντισμό». Εν τέλει, όπως αποδείχθηκε, η απόφαση των δυο μεγάλων να αυξήσουν το εκλογικό όριο λίγο πριν τις εκλογές, έφερε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, αφού δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα ακόμη και σε δικούς τους ψηφοφόρους. Ωστόσο, η σύμπραξη του Γιώργου Περδίκη με τον Γιώργο Λιλλήκα στις Ευρωεκλογές δεν είχε την ίδια επιτυχία. Στους Οικολόγους, θεωρούν ότι το κακό αποτέλεσμα οφείλεται ακριβώς στην κοινή συμπόρευση με τη Συμμαχία Πολιτών παρότι η προεκλογική τους συνεργασία ήταν άψογη. Συνεπώς, το μεγάλο τους στοίχημα πλέον είναι η ανασύνταξη με στόχο να ξεπεράσουν για δεύτερη φορά το 3,6% και να είναι εντός της νέας Βουλής.