Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης – Έφεση και πρωτόδικη δικαιοδοσία

Το «σφάλμα», κατά την άποψή μου, της νεότερης αυτής Νομολογίας, αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, πανηγυρικά ότι δεν ήταν η ορθότερη λύση να «επέμβει» ο Νομοθέτης στη δικαστική ύλη που είχε προς εκδίκαση ενώπιόν του το Ανώτατο Δικαστήριο και, όσες υποθέσεις εκκρεμούσαν, τις αφαίρεσε από το Ανώτατο Δικαστήριο και τις «μετέφερε» ο Νομοθέτης στο νέο Διοικητικό Δικαστήριο

Η Κυπριακή Δημοκρατία μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη 1963 έπρεπε να αντιμετωπίσει την οργανωμένη από πλευράς Τουρκίας, αποχώρηση όλων των αξιωματούχων του Κράτους από τις αντίστοιχες θέσεις που κατείχαν κατά το Σύνταγμα οι Τουρκοκύπριοι και πέτυχε, με την εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης, να διασώσει την ύπαρξη και λειτουργία του Κράτους.

Μια από τις τρεις διακεκριμένες εξουσίες που διεσώθη κατ’ εφαρμογήν του Δικαίου της Ανάγκης ήταν και η ανεξάρτητη Δικαστική εξουσία, πράγμα που επιτεύχθηκε με τον Νόμο 33/64 και τον Διαδικαστικό Κανονισμό του 1964. Ο Νόμος αυτός συγκέντρωσε τις εξουσίες των δύο Ανώτατων Δικαστηρίων που το Σύνταγμα πρόβλεπε σε ένα Δικαστήριο, το οποίο ο Νόμος ονόμασε «Ανώτατο Δικαστήριο» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μάλιστα το εύρος αλλά και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και αρμοδιότητάς του στο Διοικητικό Δίκαιο (Άρθρο 146 του Συντάγματος) σε πρώτο και δεύτερο βαθμό έτυχε δικαστικής διευκρίνισης στη γνωστή υπόθεση Δημοκρατία vs Παντελής Χατζηπαντελή του 1969, η οποία προέβλεψε και εφαρμόστηκε έκτοτε συνεχώς, ότι:

«Η φύση της αναθεωρητικής έφεσης είναι διάφορη από την έφεση σε αστικές υποθέσεις, λόγω της διαφοράς μεταξύ των δύο δικαιοδοσιών… To αντικείμενο προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης… To Δικαστήριο στην αναθεωρητική έφεση προσεγγίζει το θέμα με πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης, αναφερόμενο στα θέματα που εγείρονται από τα μέρη στην έφεση, ή στην έκταση που δεν είχαν αποφασιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα θέματα που εγείρονται στην αντέφεση. Ο διάδικος δικαιούται στη γνώμη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου… Η αναθεωρητική έφεση έχει σκοπό να εξασφαλίσει στα μέρη το πλεονέκτημα της γνώμης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υπόθεση Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας».

Η 8η τροποποίηση του Συντάγματος (Νόμος 130(I)/2015) αφορούσε το Άρθρο 146 του Συντάγματος και προέβλεψε ότι οι εκκρεμούσες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσφυγές μεταφέρονται και θα έχει πλέον επ’ αυτών αποκλειστική πρωτοβάθμια δικαιοδοσία το νέο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε και λειτουργεί με βάση τους Νόμους 131 και 132(I)/2015 που ακολούθησαν την 8η τροποποίηση του Συντάγματος.

Με δύο τουλάχιστον αποφάσεις του, το Ανώτατο Δικαστήριο σε δύο αντίστοιχες Αναθεωρητικές Εφέσεις, που αφορούσαν Πρωτόδικες αποφάσεις που εξέδωσαν αντίστοιχα δύο Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, προβληματίστηκε περί το εάν παρέμενε δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά την 8η τροποποίηση και τους σχετικούς Νόμους, για να προχωρήσει ως η πάγια πρακτική και να διαγνώσει θέματα επί της ουσίας μιας προσφυγής. Θέματα επί των οποίων δεν υπήρξε κρίση στην πρωτόδικη απόφαση, γιατί περιορίστηκε μόνο σε προδικαστικό ζήτημα περί το εάν ήταν η υπό έλεγχο απόφαση, εκτελεστή πράξη ή εάν είχε έννομο συμφέρον ο Αιτητής.

Με τις δύο αυτές αποφάσεις του Αναθεωρητικού Εφετείου κρίθηκε ότι: «Η ταχεία απονομή δικαιοσύνης είναι και δική μας ανησυχία, πλην όμως δεν μπορούμε να αναλάβουμε δικαιοδοσία και να ασκήσουμε εξουσία, την οποία δεν έχουμε».

Με όλον τον σεβασμό και πέρα από την κρίση ήδη της μειοψηφίας στη μία των αποφάσεων αυτών θεωρώ ότι η Νομοθεσία είναι ξεκάθαρη, γιατί δεν προέβλεψε οτιδήποτε που να αποτελούσε στέρηση της αρμοδιότητας του πενταμελούς Εφετείου στο να κρίνει το ίδιο τελεσίδικα ως η πάγια πρακτική από το 1969, όσα δεν αποφασίστηκαν Πρωτόδικα.

Ο Νόμος ρητά προέβλεψε συγκεκριμένη περιορισμένη αρμοδιότητα στο Διοικητικό Δικαστήριο που αφορά την εκδίκαση των όσων μεταβιβάστηκαν διά Νόμου εκκρεμουσών υποθέσεων. Μόνο γι’ αυτές (και βέβαια όσες καταχωρήθηκαν μεταγενέστερα του Νόμου) δόθηκε εξουσία πρωτοβάθμιας «αποκλειστικής δικαιοδοσίας» στο Διοικητικό Δικαστήριο να αποφασίζει «σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής».

Συνεπώς, το Διοικητικό Δικαστήριο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για όσες νέες μετά την ίδρυσή του προσφυγές και όσες μεταβιβάστηκαν κατά τον Νόμο. Δεν προέβλεψε ο Νόμος ότι, απόφαση πρωτόδικη από Δικαστή του Ανωτάτου επί προδικαστικού ζητήματος, που εφεσιβλήθηκε πριν από τους Νόμους 130 και 131(I)/2015 και ανατράπηκε από πενταμελές Αναθεωρητικό Εφετείο ως μη ορθή, μπορούσε να σταλεί ως έκριναν οι νεότερες αποφάσεις, στο Διοικητικό Δικαστήριο για να εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης και τα νομικά σημεία που τέθηκαν και δεν αποφασίστηκαν με την εφεσιβληθείσα τότε Πρωτόδικη κρίση του Δικαστή του Ανωτάτου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Νόμος 131(Ι)/2015 προβλέπει ότι «συνεχίζονται και αποπερατώνονται ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο αυτές εκκρεμούν». Δηλαδή, έπρεπε να τηρηθεί η προγενέστερη πρακτική από το 1969 και να αποφάσιζε το Εφετείο επί των εγερθέντων και μη κριθέντων λόγων ακύρωσης, ώστε να υπάρχει τελεσίδικη πλέον απόφαση.

Το «σφάλμα», κατά την άποψή μου, της νεότερης αυτής Νομολογίας, αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, πανηγυρικά ότι δεν ήταν η ορθότερη λύση να «επέμβει» ο Νομοθέτης στη δικαστική ύλη που είχε προς εκδίκαση ενώπιόν του το Ανώτατο Δικαστήριο και, όσες υποθέσεις εκκρεμούσαν, τις αφαίρεσε από το Ανώτατο Δικαστήριο και τις «μετέφερε» ο Νομοθέτης στο νέο Διοικητικό Δικαστήριο.

Μπορούσε ο Νομοθέτης να άφηνε αυτήν την εξουσία «μεταφοράς» ή ορθότερα «παραπομπής» εκκρεμούσας δικαστικής ύλης, ως αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γιατί αφορούσε γενικότερα στην απονομή δικαιοσύνης. Έτσι, η όποια παραπομπή εκκρεμούσας προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο για να εκδικαστεί πρωτόδικα, να γινόταν με απόφαση του Ανωτάτου, όπως ανάλογα έκριναν τώρα οι δύο νεότερες αποφάσεις. Αποφάσεις, όμως, που δεν συμπίπτουν με ό,τι ο Νόμος προβλέπει και που παράλληλα συντέλεσαν σε μια πρόσθετη καθυστέρηση στην πλήρη και τελεσίδικη απονομή της δικαιοσύνης, αφού μετά την όποια απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου θα είναι δυνατή νέα Έφεση!

Αυτοί οι προβληματισμοί και η κριτική θεωρώ ότι επιβάλλεται να υπάρχουν στο πλαίσιο της ελευθερίας της γνώμης αλλά και εν όψει και άλλων δραστικών αλλαγών που προδιαγράφουν νεότερα Νομοσχέδια περί την όλη δομή των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

*Δικηγόρος