Επεκτατική επιδρομή ως «Πηγή Ειρήνης»

Η δημογραφική και εθνολογική αλλοίωση της περιοχής αποτυπώνει μια συνιστώσα της τουρκικής στρατηγικής, αφού η Άγκυρα έχει ήδη ανακοινώσει τη μεταφορά των προσφυγικών πληθυσμών στις καταληφθείσες ζώνες

Η Άγκυρα, ενθαρρυμένη από παρελθούσες επεμβατικές «νικηφόρες» δράσεις της στη μεσογειακή λεκάνη και τη Μέση Ανατολή, κυρίως δε με αφετηρία το γεγονός της ατιμωρησίας και διεθνούς απραξίας από την εισβολή και κατοχή της βόρειας περιοχής της Κύπρου, αλλά και με το πράσινο φως του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ, προβαίνει σήμερα σε πολεμικές ενέργειες κατακτητικής υφής στη βορειοανατολική Συρία. Εκεί κατοικούν αυτοχθόνως κουρδικοί πληθυσμοί, οι οποίοι αποτελούν τμήμα της ευρύτερης δόμησης ενός έθνους, που καλύπτει τέσσερεις κρατικές οντότητες, αφού το κουρδικό στοιχείο εκτείνεται στην Τουρκία, Συρία, Ιράν και Ιράκ.

Με τη στρατιωτική επιδρομή αποκαλούμενη ως «Πηγή Ειρήνης» η Τουρκία αποκαλύπτει για πολλοστή φορά την παρεμβατική αντίληψή της περί ειρήνης, η οποία, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κύπρου, ταυτίζεται με επεκτατική πολεμική εμπλοκή έναντι τρίτων χωρών. Η επεμβατική λειτουργία της Τουρκίας παραπέμπει και στη στρατηγική στόχευση της ηγεσίας της χώρας να συσπειρώσει τον τουρκικό πληθυσμό και να ενισχύσει την εθνική οντότητα σε ό,τι αφορά την κρατική εδαφική ολοκλήρωση. Το τελευταίο παραπέμπει σε μειονοτικές και εθνοτικές διεκδικήσεις αυτονομίας, που σημαίνουν αμφισβήτηση της εθνικής και κρατικής υπόστασης και ακεραιότητας της χώρας, γεγονός που αντανακλά έναν διαχρονικό φόβο της Άγκυρας, υφιστάμενο από ιδρύσεως του τουρκικού κράτους το 1923.

Η τουρκική πολεμική ενέργεια έναντι των Κούρδων συνιστά μία εν δυνάμει εθνοκτόνο πολιτική της Άγκυρας, η οποία, ως γνωστόν, βαρύνεται με γενοκτονίες του 20ού αιώνα με κορυφαία αυτήν των Αρμενίων, αλλά και του Ποντιακού Ελληνισμού. Το ζήτημα που αναφύεται εν προκειμένω παραπέμπει στην απουσία οποιασδήποτε παρεμβατικής λειτουργίας του διεθνούς παράγοντα, είτε αυτός είναι ο ΟΗΕ ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε μεμονωμένες κρατικές οντότητες, που να στόχευε στην ανάσχεση πολεμικής δράσης της Τουρκίας απέναντι στην κουρδική εθνότητα και όχι μόνο.

Τα μηνύματα που αποστέλλονται προς τη διεθνή κοινότητα και στο διεθνές σύστημα κρατών παγκοσμίως αναφορικά προς την εγκατάλειψη ενός παραδοσιακού συμμάχου, ο οποίος στήριξε την αμερικανική πολιτική στην Εγγύς και Μέση Ανατολή σε δύσκολες ώρες πολεμώντας ενεργώς εναντίον του ISIS, παρά τω πλευρώ των ΗΠΑ, αναδεικνύει την Ουάσιγκτον ως αναξιόπιστο εταίρο, στην πολιτική στήριξη του οποίου δεν μπορούν να προσβλέπουν τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, ιδιαιτέρως μάλιστα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Η Τουρκία διατηρεί την αίσθηση, πολύ περισσότερο τη βεβαιότητα πως ο λεγόμενος διεθνής παράγων λειτουργεί παθητικά, αδιάφορα και σε κάθε περίπτωση δεν αντιδρά ενεργοποιούμενος απέναντι στην τουρκική ενεργό προκλητικότητα, γιατί ακριβώς οι προσανατολισμοί της διεθνούς κοινότητας παραπέμπουν σε επίπεδο κρατικών συμφερόντων των επιμέρους κρατών και όχι σε μία διάσταση υπεράσπισης του διεθνούς δικαίου και των κανόνων της διεθνούς κοινότητας, που εν προκειμένω παραβιάζονται κατάφωρα από το τουρκικό πολιτικό σύστημα.

Η τουρκική διακήρυξη περί δημιουργίας διαδρόμου, ο οποίος θα ελέγχεται από την Άγκυρα κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων, αποτυπώνει μια προσχηματική εκδήλωση μιας υπαρκτής επεκτατικής στόχευσης, αποσκοπούσας, αφενός, στην κατάληψη εδαφών, τα οποία κρίνει κρίσιμα για τη στρατηγική της, και, αφετέρου, στην υπαγωγή του χώρου στη δική της στρατηγική εποπτεία. Η τουρκική επιδρομή μπορεί να εμφανίζεται διακηρυκτικά ως στοχεύουσα εναντίον κουρδικών στρατιωτικών μονάδων, στην πραγματικότητα, όμως, η επέλαση επέφερε καταστροφικές θανατηφόρες συνέπειες και στον άμαχο πληθυσμό, αφού έπληξε κατοικημένες περιοχές και χώρους που δεν ήταν στρατιωτικοποιημένοι.

Πέραν τούτου, πρέπει κανείς να εξετάσει ως παρεπόμενη εξέλιξη το εξόχως πιθανό ενδεχόμενο της ενδυνάμωσης του τζιχαντιστικού φαινομένου, ακριβώς γιατί οι προϋποθέσεις και οι όροι θα συνάδουν προς την παραγωγή και αναπαραγωγή του, δεδομένης της κατά τα ανωτέρω αποδυνάμωσης, κατά τρόπο παραβιάζοντα την πολιτική λογική, του κουρδικού στοιχείου, το οποίο βρίσκεται υπό διωγμόν.

Η δημογραφική και εθνολογική αλλοίωση της περιοχής αποτυπώνει μια συνιστώσα της τουρκικής στρατηγικής, αφού η Άγκυρα έχει ήδη ανακοινώσει τη μεταφορά των προσφυγικών πληθυσμών στις καταληφθείσες ζώνες. Αυτό προϋποθέτει τη βίαιη εκδίωξη των αυτοχθόνων κυρίως πληθυσμών και την εγκατάσταση προϊόντος του χρόνου τουρκομανικών ή τουρκικών πληθυσμών, οι οποίοι θα επιφέρουν μία εκ βάθρων αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης της περιοχής, έτσι ώστε και πληθυσμιακά να τελεί υπό τον τουρκικό έλεγχο.

Αναπόφευκτο πρέπει να θεωρείται το γεγονός πως μία αναμενόμενη επίπτωση των επεμβατικών στρατιωτικών κινήσεων της Άγκυρας θα είναι και η δημιουργία ενός μεγάλου ή μικρότερου κύματος προσφύγων, που θα εγκαταλείψουν, λόγω των πολεμικών εξελίξεων, τις εστίες τους και θα μετακινηθούν προς Ευρώπη μέσω Ελλάδας, όπου και συνήθως παραμένουν τελματοποιημένοι, καθότι οι ευρωπαϊκές χώρες σφραγίζουν τα σύνορά τους. Το πρόβλημα, επομένως, θα μπορούσε να παραπέμπει και σε μία ελληνική πλέον εξόχως δυσάρεστη εξέλιξη, όπου και στο μέλλον πολύ περισσότερο θα εξακολουθήσει η Ελλάδα να «υποδέχεται» προσφυγικές ροές μουσουλμανικών και άλλων πληθυσμών, οι οποίοι ενταγμένοι σε ένα στρατηγικό πλάνο της Άγκυρας θα αφικνούνται στην ελληνική νησιωτική περιοχή.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο