Διεθνή

Brexit: Το αίτημα που βασίστηκε μόνο σε ψέματα

Το θέατρο του παραλόγου συμπληρώνει το κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, το οποίο μετά από τρία χρόνια κατάφερε να συμπλεύσει με μία πρόταση για το Brexit για μερικά μόλις λεπτά

Το Κοινοβούλιο με κάθε του ψηφοφορία αποδεικνύει το προφανές. Η ουτοπία που ψήφισαν το 2016 δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα το 2019. Υπήρχε μεν το δημοκρατικό αίτημα για το Brexit αλλά βασίστηκε εξ ολοκλήρου σε ψέματα και κούφιες υποσχέσεις, οι οποίες τρία χρόνια μετά επιβεβαιώνουν ότι είναι ανέφικτες. Στην παρούσα φάση οι Συντηρητικοί είναι Κυβέρνηση αλλά δεν είναι στην εξουσία. Το θέατρο του παραλόγου συμπληρώνει το κατακερματισμένο Κοινοβούλιο, το οποίο μετά από τρία χρόνια κατάφερε να συμπλεύσει με μία πρόταση για το Brexit για μερικά μόλις λεπτά. Η Βρετανία αυτήν τη στιγμή έχει να αντιμετωπίσει δύο πραγματικότητες. Από τη μια την απελπισμένη Κυβέρνηση Τζόνσον και το Κόμμα των Συντηρητικών, οι οποίοι τιμωρούνται από τις ίδιες της τις επιλογές αλλά παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτές μέχρι τέλους. Από την άλλη, την κατακερματισμένη Βουλή των Κοινοτήτων, η οποία τρία χρόνια μετά αδυνατεί να αποφασίσει τι είδους Brexit θα μπορούσε να στηρίξει τελικά. Πλέον οι εκλογές μοιάζουν μονόδρομος, αν και κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια ότι η σύνθεση του νέου Κοινοβουλίου θα αποτελέσει τελικά τη λύση του προβλήματος.

Τα 20 λεπτά θριάμβου του Τζόνσον

Για πρώτη φορά στην πρωθυπουργική του καριέρα ο Μπόρις Τζόνσον είχε την ευκαιρία να νιώσει νικητής. Και όχι για οποιαδήποτε ψηφοφορία αλλά επί του νομοσχεδίου για το Brexit, κάτι το οποίο η προκάτοχος του έχασε τρεις απανωτές φορές στην αρένα της βρετανικής Βουλής. Αλλά ο αέρας της νίκης εξανεμίστηκε γρήγορα με μια ήττα στη δεύτερη ψηφοφορία, η οποία οριοθετούσε τη συζήτηση για το νομοσχέδιο σε μια περίοδο μόλις τριών ημερών. Στην προκειμένη η δεύτερη ψηφοφορία ουσιαστικά καθόριζε το μέλλον του Brexit αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού. Η επικύρωση του χρονοδιαγράμματος μεταφραζόταν σε ελπίδα για τον Τζόνσον ότι θα καταφέρει να εκπληρώσει το «κάρμα» του για έξοδο της χώρας από την ΕΕ στις 31 Οκτωβρίου, χωρίς να χρειαστεί άλλη αναβολή. Εντούτοις, για πρώτη φορά στα τρία χρόνια από το δημοψήφισμα του 2016 συμφωνία για έξοδο της χώρας από την ΕΕ πήρε το πράσινο φως από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Το γεγονός αυτό θεωρείται ως ένα σημαντικό επίτευγμα από τον πρωθυπουργό, ο οποίος ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με τον σκεπτικισμό των Βρυξελλών για το εάν θα μπορούσε να κερδίσει την υποστήριξη του κατακερματισμένου Κοινοβουλίου. Μπορεί όμως να κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη μεγάλου μέρους των βουλευτών -ακόμα και των εκδιωγμένων Συντηρητικών- εντούτοις οι πράξεις των πρώην βορειοϊρλανδών «φίλων» του τον εξόντωσαν τελικά, αφού οι δέκα ψήφοι τους ήταν καθοριστικής σημασίας για το αποτέλεσμα. Η άρνηση δε των βουλευτών να συγκατανεύσουν στο στενό χρονοδιάγραμμα του Τζόνσον αποτέλεσε τη συνέχεια του καίριου κτυπήματος που πέτυχαν την προηγούμενη εβδομάδα με την υπερψήφιση της τροπολογίας Λέτουιν, η οποία τον ανάγκασε να στείλει τελικά την επιστολή της «ντροπής» για να ζητήσει αναβολή του Brexit από την ΕΕ.

Επαναφορά της συμφωνίας ή εκλογές;

Με την ΕΕ να εγκρίνει την αναβολή ο Τζόνσον είχε μπροστά του δύο επιλογές. Είτε να εγκαταλείψει την προσπάθεια να περάσει τη συμφωνία από το βρετανικό Κοινοβούλιο και να προχωρήσει σε κήρυξη πρόωρων εκλογών είτε να καταφέρει με κάποιο συμβιβασμό να περάσει το χρονοδιάγραμμα του Brexit και να προχωρήσει κανονικά η διαδικασία στη Βουλή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, χρειάζεται τη στήριξη των βουλευτών σε μια χρονική συγκυρία, στην οποία η κυβέρνησή του μειοψηφεί στη Βουλή. Μέχρι τώρα αναλυτές υποστήριζαν ότι ο Τζόνσον θα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει με το Brexit και στη συνέχεια να προχωρήσει σε εκλογές. Έτσι κι αλλιώς αυτό το δίλημμα πονοκεφάλιαζε για ημέρες την Ντάουνινγκ Στριτ στην προσπάθεια να διαμορφώσει τη στρατηγική της μετά την ήττα στη Βουλή. Πάντως, όσοι επιχειρηματολογούσαν ότι πρέπει να ξεκαθαρίσει το ζήτημα του Brexit πριν από την εξαγγελία εκλογών, υποστήριζαν σε αυτήν την περίπτωση ότι το Συντηρητικό Κόμμα θα ήταν σε καλύτερη θέση για την εξουδετέρωση του κόμματος του Νάιτζελ Φάρατζ στην περίπτωση που υπήρχαν δρομολογημένες εξελίξεις εξόδου της χώρας από την ΕΕ. Επίσης, με το Brexit ως τελειωμένη υπόθεση η προεκλογική υπόσχεση των Φιλελευθέρων για αναστολή του άρθρου 50 δεν θα εκλαμβανόταν θετικά από τους ψηφοφόρους. Παράλληλα, η αναβολή των εκλογών θα σήμαινε επίσης εκλογικές ζημιές για το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας, αφού ο πρώην ηγέτης του, Alex Salmond, βρίσκεται ενώπιον μιας δικαστικής διαμάχης με κατηγορίες βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης. Τέλος, υπήρχε η ανησυχία ότι εάν ο παρορμητικός Τζόνσον προχωρήσει σε εκλογές και χάσει, αυτή η ήττα θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την πορεία του Brexit αλλά και της ίδιας της χώρας.

Γιατί επέλεξε να ζητήσει εκλογές ο Τζόνσον

Τελικά, παρά τις διαφωνίες, ο πρωθυπουργός εξήγγειλε ότι θα καταθέσει νέα πρόταση για πρόωρες εκλογές τη Δευτέρα και έθεσε ως ημερομηνία για τη διεξαγωγή τους τη 12η Δεκεμβρίου. Φυσικά, θα είναι η τρίτη φορά που καταθέτει μία τέτοια πρόταση, η οποία για να περάσει χρειάζεται τη στήριξη των 2/3 της Βουλής. Πάντως, εκλογικοί αναλυτές έχουν επιφυλάξεις εάν οι εκλογές αυτές θα είναι ένα ασφαλές στοίχημα για τον Τζόνσον, αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν προβάδισμα στους Συντηρητικούς. Οι αναλυτές όμως εφιστούν την προσοχή όχι στο προβάδισμα, αλλά στο πώς αυτά τα εκλογικά ποσοστά θα μεταφραστούν τελικά σε έδρες στη Βουλή. Εάν οι ψήφοι αυτών που επιδιώκουν παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ διασπαστούν μεταξύ Εργατικών και Φιλελευθέρων, αυτόματα επωφελούνται οι Τόρις. Εάν όμως τα πάνε καλά σε διαφορετικά μέρη, ακόμα και ένα μικρό προβάδισμα των Συντηρητικών δεν θα ήταν το επιθυμητό αποτέλεσμα για την Κυβέρνηση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες όμως ο Τζόνσον επέλεξε τον δρόμο των εκλογών για μια σειρά από λόγους. Αρχικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακόμα και αν πέρασε τη δεύτερη ανάγνωση το νομοσχέδιο του Brexit, στη συνέχεια της διαδικασίας θα δεχόταν «πυρά» τροπολογιών, οι οποίες τελικά θα καθιστούσαν τη συμφωνία «ανυπόφορη» για τον Τζόνσον. Καθοριστικής σημασίας θεωρείται μάλιστα και το κτύπημα στους Εργατικούς πριν από το Brexit, αφού εύκολα οι Τόρις μπορούν να εκμεταλλευτούν τη δυσνόητη και πολλές φορές αντιφατική στάση της αντιπολίτευσης πάνω στο ζήτημα. Μάλιστα, οι εκλογές θα αφαιρούσαν τη δυνατότητα στους Εργατικούς να προχωρήσουν σε εσωτερική αναδιαμόρφωση, η οποία θα ήταν επωφελής προεκλογικά, όπως η αλλαγή στην ηγεσία. Καθοριστικής σημασίας όμως γι’ αυτήν την απόφαση ήταν η ανησυχία του Τζόνσον ότι το νομοσχέδιο για το Brexit θα τύγχανε τέτοιας τροποποίησης, ώστε θα αναγκαζόταν τελικά να το αποσύρει.

Υποσχόμενος γι’ ακόμα μια φορά το ανέφικτο

Το βασικό ερώτημα είναι πλέον πώς πρέπει να προχωρήσει η Βρετανία σε σχέση με τους χειρισμούς του δυσεπίλυτου προβλήματος του Brexit. Οι εθνικές εκλογές σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν το σκηνικό, αλλά η απουσία πλειοψηφίας στη Βουλή που θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτήν την πρόταση δημιουργεί αμφιβολίες εάν θα διεξαχθούν εκλογές κάτω από αυτές τις συνθήκες. Από την άλλη, ακόμα και στην περίπτωση που ο Τζόνσον με κάποιο τρόπο περάσει το νομοσχέδιο από τη Βουλή, θα μπει σε νέες περιπέτειες με τις διαπραγματεύσεις για τις μελλοντικές σχέσεις με την ΕΕ. Το βέβαιο είναι ότι οι διαδικασίες που θα ακολουθήσουν θα χρειαστούν χρόνο. Ενώ ο Τζόνσον γνωρίζει ότι η επίτευξη μιας εμπορικής συμφωνίας μπορεί να πάρει χρόνια, αυτός ισχυρίζεται ότι θα κλείσει το deal σε μόλις 14 μήνες. Έτσι γι’ ακόμα μια φορά τείνει να επαναλάβει την ίδια τακτική που ακολούθησε κατά το δημοψήφισμα του 2016, υποσχόμενος ανέφικτα πράγματα. Η ρητορική του βασίζεται σε μια σκληρή μορφή του Brexit. Σκοπεύει να βγάλει τη Βρετανία από την τελωνειακή ένωση και να διαφοροποιηθεί από τους κανονισμούς της ενιαίας αγοράς, αντικαθιστώντας αυτές τις σχέσεις με μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Αυτό που αποφεύγει να πει όμως είναι ότι η διαδικασία αυτή θα θέσει σημαντικούς περιορισμούς στο εμπόριο και η «ανυπομονησία» να ξεμπερδέψει με τη συμφωνία θα μπορούσε να είναι καταστροφική. Αν και οι κυβερνητικές προβλέψεις τηρούν σιγήν ιχθύος ως προς το επιπλέον κόστος που θα προκαλούσε μια τέτοια συμφωνία, ακόμα και οι πιο αισιόδοξες αναλύσεις δείχνουν ότι το κόστος από τους νέους περιορισμούς στο εμπόριο με την ΕΕ θα είναι δυσβάστακτο. Μάλιστα ανάλυση που ήρθε στο φως της δημοσιότητας δείχνει ότι οι ζημιές που θα δεχτεί η οικονομία της Βρετανίας θα ανέρχονται στα 60 δισεκατομμύρια τον χρόνο.