Αναλύσεις

Λογιστική βάση συνεχιζόμενης δραστηριότητας – ευθύνες των ελεγκτών

Καθοριστικό ρόλο μπορούν να παίξουν και οι εποπτικές Αρχές, ώστε να αποφεύγονται περιστατικά της εμβέλειας της κατάρρευσης της Thomas Cook

Μετά από μια δεκαετία οικονομικών προβλημάτων, στις 23 Σεπτεμβρίου η αρχαιότερη και μεγαλύτερη ταξιδιωτική εταιρεία του πλανήτη καταρρέει, θέτοντας σε ρίσκο 22.000 θέσεις εργασίας και αφήνοντας 600.000 ταξιδιώτες αποκλεισμένους.

Δεν είναι λίγοι που με το άκουσμα της είδησης αυτής (και άλλων παρόμοιων πρόσφατων γεγονότων), έσπευσαν να επιρρίψουν ευθύνες στους ελεγκτές. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα σε σχέση με τις ευθύνες των ελεγκτών και την ικανότητα των εταιρειών να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους;

Οι ευθύνες των ελεγκτών καθορίζονται από τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου. Με βάση τα Πρότυπα αυτά, η διαδικασία που ακολουθούν οι ελεγκτές για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους είναι η εξής:

  1. Αξιολόγηση της εκτίμησης της διοίκησης για την καταλληλότητα της χρήσης της λογιστικής βάσης της συνεχιζόμενης δραστηριότητας

Οι ελεγκτές προβαίνουν σε αξιολόγηση:

  • των σημαντικών παραδοχών που έγιναν από τη διοίκηση σε σχέση με την ικανότητα της εταιρείας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι παραδοχές είναι ρεαλιστικές και πως ορθά έχουν ληφθεί υπόψη σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στις συνθήκες που επηρεάζουν την εταιρεία και τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται,
  • των σχεδίων της διοίκησης για μελλοντικές ενέργειες και εάν τα σχέδια αυτά είναι εφικτά υπό τις περιστάσεις.

Απαιτείται επίσης από τους ελεγκτές να παραμένουν σε εγρήγορση καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου και να συλλέγουν πληροφορίες που θα αποτελούν τεκμήρια επιβεβαίωσης ή αμφισβήτησης των παραστάσεων που δόθηκαν από τη διοίκηση.

Οι ελεγκτές δύνανται να ζητήσουν από τη διοίκηση να εξετάσει γεγονότα και συνθήκες πέραν της περιόδου αξιολόγησης εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο, έτσι ώστε να μπορέσουν να καταλήξουν σε πιο σαφή συμπεράσματα.

Σε κάθε περίπτωση, εάν οι ελεγκτές διαπιστώσουν πως υπάρχουν γεγονότα και συνθήκες που μπορεί να υποδηλώνουν ουσιώδη αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της Εταιρείας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της, οι ελεγκτές καλούνται να συμπεράνουν εάν υφίσταται ουσιώδης αβεβαιότητα.

  1. Αξιολόγηση της επάρκειας των γνωστοποιήσεων στις οικονομικές καταστάσεις

Εάν οι ελεγκτές συμπεράνουν ότι η χρήση της λογιστικής βάσης συνέχισης της δραστηριότητας εκ μέρους της διοίκησης είναι ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις αλλά υπάρχει ουσιώδης αβεβαιότητα, τότε ο ελεγκτής πρέπει να προσδιορίσει εάν οι οικονομικές καταστάσεις γνωστοποιούν:

  • επαρκώς τα κύρια γεγονότα ή τις συνθήκες που ενδέχεται να εγείρουν σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τη δραστηριότητάς της, καθώς και τα σχέδια της διοίκησης για τον χειρισμό αυτών των γεγονότων ή συνθηκών,
  • με σαφήνεια ότι υπάρχει ουσιώδης αβεβαιότητα σχετιζόμενη με γεγονότα ή συνθήκες που μπορεί να εγείρουν σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τη δραστηριότητάς της και, ως εκ τούτου, ότι μπορεί να μη δύναται να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία της και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της κατά τη συνήθη πορεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αβεβαιότητα σε σχέση με τη βιωσιμότητα της εταιρείας, οι χρήστες αναμένουν να συμπεριλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας σαφείς αναφορές για την εν λόγω αβεβαιότητα, τα γεγονότα και τις συνθήκες υπό τις οποίες προκύπτει η αβεβαιότητα αυτή, καθώς και τα μελλοντικά σχέδια της διοίκησης σε σχέση με τη βιωσιμότητα της εταιρείας και ανάλυση ευαισθησίας των κυριότερων υποθέσεων που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοίκηση για να καταλήξει στη λογιστική βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων.

Καθορισμός των επιπτώσεων

για την έκθεση των ελεγκτών

Οι ελεγκτές διαφοροποιούν τη γνώμη τους επί των οικονομικών καταστάσεων όταν υπάρχει διαφωνία σε σχέση με τη χρήση της βάσης της συνεχιζόμενης δραστηριότητας για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων ή όταν οι γνωστοποιήσεις στις οικονομικές καταστάσεις σε σχέση με τη βιωσιμότητα της εταιρείας δεν είναι επαρκείς.

Εάν η χρήση της λογιστικής βάσης συνέχισης της δραστηριότητας είναι ενδεδειγμένη αλλά υπάρχει ουσιώδης αβεβαιότητα, η έκθεση των ελεγκτών πρέπει να περιλαμβάνει ξεχωριστό τμήμα υπό τον τίτλο «Ουσιώδης αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη δυνατότητα συνέχισης της δραστηριότητας», έτσι ώστε να επιστήσει την προσοχή στις σχετικές γνωστοποιήσεις των οικονομικών καταστάσεων, να δηλώσει ότι αυτά τα γεγονότα ή οι συνθήκες δείχνουν ότι υπάρχει ουσιώδης αβεβαιότητα που μπορεί να εγείρει σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της οντότητας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της και ότι η γνώμη του ελεγκτή δεν έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με το θέμα αυτό. Ωστόσο, οι ελεγκτές δεν μπορούν να προβλέψουν μελλοντικά γεγονότα ή συνθήκες που μπορεί να προκαλέσουν τη διακοπή της δραστηριότητας μιας εταιρείας. Συνεπώς, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε αβεβαιότητα συνέχισης της δραστηριότητας στην έκθεση των ελεγκτών δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως εγγύηση της ικανότητας μιας εταιρείας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της.

Οι ευθύνες των ελεγκτών όχι μόνο δεν μειώνουν, αλλά ενισχύουν τις αυξημένες ευθύνες των διοικητικών συμβούλων σε σχέση με την κατάρτιση οικονομικών καταστάσεων που δίνουν αληθινή και δίκαιη εικόνα με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς. Οι διοικητικοί σύμβουλοι θα πρέπει όχι μόνο να καταλήγουν σε σωστά συμπεράσματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα της εταιρείας που διοικούν, αλλά να παίρνουν και τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν πως η εταιρεία δεν θα παύσει τις δραστηριότητές της με τρόπο που θα προκαλέσει αρνητικές συνέπειες για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Καθοριστικό ρόλο μπορούν να παίξουν και οι εποπτικές Αρχές σε κάθε περίπτωση, εάν οι διαδικασίες που καθορίζονται για τη λειτουργία εταιρειών που βρίσκονται κάτω από την εποπτεία τους είναι τέτοιες, ώστε να αποφεύγονται περιστατικά της εμβέλειας της κατάρρευσης της Thomas Cook.

*Principal, KPMG Limited