Πολιτική ισότητα - Πραγματικοτήτων ανισότητες

Από τον Διαφωτισμό, τη Γαλλική και την Αμερικάνικη Επανάσταση καθιερώθηκε ο πυρήνας του δημοκρατικού ιδεώδους, που έλκει την καταγωγή του στη δημοκρατική αρχή της του Περικλέους Πολιτείας, όπου και η ισότητα εδραζόταν στην πολιτική συμμετοχή των ελευθέρων πολιτών. Η ισότητα, επομένως, αφορούσε τους κατά ταύτα ελεύθερους πολίτες και αφετέρου παρέπεμπε στη συμμετοχή και όχι στην επιβολή μιας αντίληψης ίσων ως κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, που αλλοιώνει αυτή καθαυτή τη φύση των συμμετεχόντων ως ανταγωνιζομένων εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος πολιτικού συστήματος πολιτικών οντοτήτων. Η κατά τα ανωτέρω έννοια του ίσος παραπέμπει στην ανταγωνιστική δομή του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, όπου ισοτίμως συμμετέχουν οι κατά ταύτα πολίτες της κρατικής οντότητας.

Η κυπριακή περίπτωση πολιτειακής δημοκρατικής προσέγγισης εμφανίζει, ούτως ή άλλως, εξαρχής, δηλαδή από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1959, μια διεθνώς αρνητική πρωτοπορία, εξισώνοντας στο πολιτικό σύστημα της χώρας την πλειοψηφία με τη μειονότητα, κατά τρόπο που σε κανένα επίπεδο του συστήματος να μην επιτρέπεται η ανάπτυξη ή η εκδήλωση πολιτικής πλειοψηφίας. Τούτο εσήμαινε και μία εν σπαργάνοις υφιστάμενη ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να εκδηλώνει την οικοδόμηση πολιτικού λαού, λειτουργούντος κατά τα δημοκρατικά ειωθότα ως πολιτική πλειοψηφία και ως μειοψηφία, ανταγωνιστικά δρώσα στο πολιτικό επίπεδο της κρατικής δομής.

Αυτή η «παιδική» ασθένεια λειτούργησε υπονομευτικά στο πολιτικό σύστημα αναφορικά προς την παρεμπόδιση εκδήλωσης της δημοκρατικής αρχής, δομικού στοιχείου πολιτεύματος στον δυτικό κόσμο. Ταυτόχρονα ύψωσε τείχη στη δημιουργία κοινωνικοπολιτικών συνθηκών πολιτικής ενσωμάτωσης, που θα μπορούσε να δρομολογήσει ή να συμβάλει στην οικοδόμηση κρατικού λαού, που αποτελεί, κατά την κλασική θεωρία την ουσιώδη προϋπόθεση υπέρβασης εμφιλοχωρούσης θρησκευτικής και εθνικής σύγκρουσης, όπως συμβαίνει στο κυπριακό κράτος.

Συνεπώς, η όποια συζήτηση διεξάγεται σήμερα για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος οφείλει να εκκινεί από μια προβαλλόμενη ικανότητα του συστήματος εντός του πλαισίου επικοινωνιακών δομών να υπερβαίνει τις εθνικές αντιθέσεις, ως εν προκειμένω εκδηλώνεται μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, συνθήκη, που θα καταστήσει εφικτή την εξομάλυνση των διεργασιών και των αναγκαίων προϋποθέσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια θετική εξέλιξη αναφορικά προς την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Τούτο φυσικά προϋποθέτει την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από τη βόρεια περιοχή της Κύπρου, που συνιστά, δεδομένης και της εφαρμοζόμενης πολιτικής εποικισμού, έγκλημα πολέμου, βάσει, μεταξύ άλλων, της 4ης Συνθήκης της Γενεύης του 1949.

Η πολιτική ισότητα, που διαχρονικά αποτελεί αίτημα των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας, στην περίπτωση της Κύπρου δεν παραπέμπει ως είθισται στα άτομα ως μονάδες που νομιμοποιούνται να συμμετέχουν σε μια πολιτική διεργασία, όπερ και αποτελεί κανόνα των δυτικών δημοκρατιών, αλλά στα μέρη ως κοινότητες. Το ένα εκ των μερών εν προκειμένω, το βόρειο, συνιστά μια διάρθρωση προϊόντος κατοχής, εποικισμού και παρανόμου αποσχιστικής πράξης, που θεωρείται σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, τοπική διοίκηση, υποτελής στην Άγκυρα. Το οξύμωρο στην περίπτωση της Κύπρου αποδίδεται προδήλως στην τουρκική εισβολή και τον επακολουθήσαντα εποικισμό.

Κατά παρέκβαση προς τα διεθνή ειωθότα, προωθούνται συνθήκες ισότητας των εθνικών ομάδων ανεξαρτήτως πληθυσμιακού μεγέθους. Τουτέστιν, ενώ φορέας της δημοκρατίας θα έπρεπε νομιμοποιημένα να είναι το σύνολο του λαού, δηλαδή τα άτομα πολίτες, εν προκειμένω, οικοδομούνται συνθήκες γεωγραφικού, επί τη βάσει εθνικού διαχωρισμού και μη προσέγγισης του κρατικού λαού ως συνόλου.

Στις περιπτώσεις ομοσπονδιακών συστημάτων η πολιτική ισότητα παραπέμπει σε κρατικές οντότητες, που συμμετέχουν στη δομή και τη διάρθρωση της ομοσπονδίας, οι οποίες συνιστούν μέρος του πολιτικού συστήματος της ομοσπονδιακής δομής, πάντοτε σε συνθήκες ελευθερίας και σε κράτος δικαίου. Η τουρκική στρατηγική διεκδικούσα καθεστώς πολιτικής ισότητας των μερών σκοντάφτει στην εν σπέρματι προβαλλόμενη διατήρηση και νομιμοποίηση της κατοχής και δι’ αυτού στη διάρθρωση ενός ομοσπονδιακού συστήματος, που λόγω ακριβώς της κατοχής θα συνιστά μια οιονεί φινλανδοποιημένη, από την Άγκυρα ελεγχόμενη κρατική ζώνη.

Επομένως, η πολιτική ισότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όπως την προβάλλει η Άγκυρα, δρομολογεί οικοδόμηση ομοσπονδιακής κρατικής οντότητας, στην οποία θα ελέγχεται ο βορράς και θα επιτηρείται ο νότος, αναπτύσσοντας εκ των πραγμάτων, εν αρχή του 21ου αιώνα, συνθήκες ρατσιστικής προσέγγισης εθνοτήτων και μειονοτήτων, που συμμετέχουν στο πολιτικό σύστημα, καθώς τα άτομα πολίτες διαχωρίζονται βάσει της εθνικής τους καταγωγής και όχι της πολιτικής τους ιδιότητας. Η συγκεκριμένη σχεδιαζόμενη κρατική δομή τουρκικής έμπνευσης ομοσπονδοποίησης αποκλίνει τόσο από τη διεθνή πρακτική των ομοσπονδιακών πολιτικών συστημάτων, ενώ ακυρώνει και την εμπέδωση της δημοκρατικής αρχής στο πολιτικό σύστημα για το σύνολο του λαού, δεδομένο που καταστρατηγεί τις ατομικές ελευθερίες και τις αρχές επί των οποίων εδράζεται ο δυτικός πολιτικός πολιτισμός.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο