Διεθνή

30 χρόνια μετά την πτώση του τείχους

Το «σιδηρούν παραπέτασμα» της λύσης του γερμανικού διχασμού ήταν μήνες πριν την 9η Νοεμβρίου 1989, όταν Ανατολικο-γερμανοί διέφευγαν προς τη Δυτική Γερμανία μέσω Ουγγαρίας. Ωστόσο, τα σημεία ελέγχου άνοιξαν τα μεσάνυχτα της 8ης προς 9η Νοεμβρίου.

Ήταν 9 Νοεμβρίου 1989. Μερικά λεπτά πριν από την αλλαγή της μέρας. Η διχοτομημένη πρωτεύουσα της Γερμανίας ζούσε την ιστορία της επανένωσης. Από τη μια μεριά του τείχους η πλούσια εξελιγμένη Γερμανία. Από την άλλη η φτωχή λαοκρατική, Ανατολική Γερμανία. Άνθρωποι με διαφορετικές κοσμικές προσεγγίσεις, αλλά κοινούς πόθους. Το αποκαλούσαν το τείχος της ντροπής. Λίγες ώρες πριν από το άνοιγμα «της μπάρας», οι πολιτικές ηγεσίες των δύο πλευρών είχαν συμφωνήσει να παραχωρήσουν ταξιδιωτικές «διευκολύνσεις», υπό διαδικασίες, προθεσμίες και προϋποθέσεις, αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν στα σημεία ελέγχου μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης.

Έντεκα το βράδυ οι δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από κόσμο. Εκατοντάδες άνθρωποι περπατούν αποφασιστικά προς τα οδοφράγματα. Φωνάζουν. Απαιτούν να περάσουν. Ο αρχιφύλακας του μεθοριακού σταθμού της Μπόρνχολμερ Στράσε λυγίζει στην πίεση της κοινωνίας. Υποκύπτει, χωρίς κυβερνητική εντολή και ανοίγει την μπάρα στο πρώτο οδόφραγμα. Μέχρι το πρωί έχουν ανοίξει όλα τα σημεία ελέγχου. Άνθρωποι χείμαρροι γκρεμίζουν το τείχος. Στην πραγματικότητα, κανένας παράδεισος δεν περίμενε τους Ανατολικούς στη Δύση. Η εκμετάλλευση, οι διακρίσεις, η δουλεία, η στέρηση της ελευθερίας, ο ρατσισμός, ο φανατισμός, η εξαθλίωση, ήταν όλα εκεί. Εκεί όμως ήταν και η διάθεση της καταπολέμησής τους. Η διάθεση για δημοκρατία και επούλωση πληγών.

Από τότε μέχρι σήμερα

Από τις 9 Νοεμβρίου 1989 μέχρι τις 9 Νοεμβρίου 2019 μεσολάβησαν 30 χρόνια. Από τότε μέχρι σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει. Το «κακό», όμως, εξακολουθεί να υπάρχει. Έχει πάρει άλλη μορφή και έχει ανοίξει νέες πληγές. Εμπειρογνώμονες και αναλυτές υποστηρίζουν – ορθά ή όχι – πως η πτώση του τείχους κατάφερε να σώσει την ανθρωπότητα από τη μεγάλη καταστροφή. Σήμερα, για άλλους λόγους, υπάρχουν άνθρωποι, χιλιάδες άνθρωποι, βασανισμένοι, καταπιεσμένοι, ρακένδυτοι, εμφανισιακά και ψυχολογικά. Άνθρωποι που δεν έχουν ίσες ευκαιρίες, που δεν εισακούονται, που είναι αβοήθητοι και εγκλωβισμένοι σε συστήματα που εξυπηρετούν τη διαφθορά και τα συμφέροντα των ισχυρών.

Δεν υπάρχουν πραγματικά τείχη για να γκρεμίσουν με τα χέρια τους και παλεύουν με τα σύννεφα. Το 1989 η Ευρώπη ενώθηκε. Ο ανθρωπισμός νίκησε. Το 1919 η Ευρώπη διχάζεται. Ο ανθρωπισμός εξαϋλώνεται…Υπάρχουν μόνο μερικά απομεινάρια να δίνουν κουράγιο, ελπίδα πως ένας νέος κόσμος, λαμπερός, θα γεννηθεί ξανά. Τα πάθη γίνονται σταδιακά, ξανά, ασίγαστα και αν λύσεις – αναίμακτες – δεν υπάρξουν, τότε ο ολοκληρωτικός χαμός θα είναι μονόδρομος.

Η αναίμακτη λύση

Σε συνέντευξη στο BBC με την ευκαιρία των 30 χρόνων από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ αναφέρθηκε στα γεγονότα εκείνης της συνταρακτικής βραδιάς και την αγωνία του να μην οδηγήσει σε αιματοκύλισμα. «Δεν θα έπρεπε να χυθεί αίμα», λέει, «δεν μπορούσαμε να το επιτρέψουμε να συμβεί σε ένα θέμα τέτοιας βαρύτητας για τη Γερμανία, για μας, για την Ευρώπη, για όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό δηλώσαμε ότι δεν θα επρόκειτο να αναμειχθούμε». Σήμερα τα «απομεινάρια» της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και τα «απομεινάρια» της Δύσης, όχι μόνο επιτρέπουν να χυθεί αίμα, όχι μόνο αδιαφορούν για την αντιστροφή της Ιστορίας, αλλά επιπρόσθετα στρατεύουν πολίτες και πραγματοποιούν πολέμους.
Ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ βλέπει τον κίνδυνο της απειλής της παγκόσμιας ειρήνης. Οι κοινωνίες βράζουν στην οργή. Οι πολιτείες και τα κομματικά συστήματα μοιάζουν να μη διδάχτηκαν ποτέ Ιστορία. Οι ηγέτες των κυβερνήσεων που μίλησαν στις εκδηλώσεις για τα 30χρονα αναφέρθηκαν στην ιστορική εκείνη μέρα και αγνοούν με πείσμα τις ιστορικές μέρες που έπονται, ενώ όλα τα μηνύματα είναι εκεί, ενώπιόν τους. Στην Ανατολή ο πόλεμος είναι αιματηρός, στη Δύση ο πόλεμος είναι αναίμακτος.

Πριν από 30 χρόνια έγινε η επιλογή της αναίμακτης λύσης, διότι η βία θα προκαλούσε μεγαλύτερα προβλήματα. Σήμερα η βία όντως προκαλεί μεγαλύτερα προβλήματα, ωστόσο οι επιθέσεις εξελίχθηκαν και έγιναν επίσης αναίμακτες, εγκλωβίζοντας πολίτες και αλλοιώνοντας πληθυσμούς, αργά και μεθοδικά.

Το κόστος της λύσης

Αν και δεν υπάρχουν επίσημα πρακτικά που να έχουν δημοσιοποιηθεί, εκτιμάται ότι το κόστος της λύσης επανένωσης της Γερμανίας έφτασε τα 2 τρισεκατομμύρια ευρώ. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν αποκλειστικά στα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, που υστερούσαν ανάπτυξης και που σήμερα είναι μερικά από τα πιο πλούσια κρατίδια της Ομοσπονδίας της Γερμανίας, προκαλώντας ενόχληση στην άλλοτε πιο αναπτυγμένη Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με την DW, οι πολίτες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας έλαβαν σχεδόν 1,3 τρισεκατομμύριο ευρώ περισσότερα χρήματα, απ’ όσα θα ελάμβαναν σε εισοδήματα εάν αποτελούσαν ανεξάρτητο κράτος.
Επιπρόσθετα οι τοπικοί φορείς της (υποανάπτυκτης κάποτε) Ανατολικής Γερμανίας έλαβαν 560 δισεκατομμύρια ευρώ για εναρμόνιση στο πλαίσιο της επανένωσης της Γερμανίας. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας, το δυτικό τμήμα της ισχυρότερης οικονομίας στη Γερμανία απολαμβάνει μεγαλύτερη ευρωστία από το ανατολικό. Παράλληλα, η ανεργία κινείται σε υψηλότερα επίπεδα στο ανατολικό τμήμα. Γι’ αυτό και το κεντρικό κράτος δεν έχει δώσει τέλος στην πολιτική της υποχρεωτικής περικοπής από τους μισθούς όλης της Ομοσπονδίας, για στήριξη του ανατολικού κρατιδίου.

Σύμφωνα δε με οικονομικούς αναλυτές, οι οικονομικές διαφορές δεν μπορούν να εκλείψουν άμεσα, παρά το γεγονός πως έχουν περάσει τρεις δεκαετίες, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να ενταθεί αυτό το χάσμα στις οικονομικές επιδόσεις ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία, θέση που ενστερνίζεται και ο πρώην Υπουργός Οικονομικών της Ανατολικής Γερμανίας.
Σε αυτά τα προβλήματα προστίθεται και το δημογραφικό. Οι περιφέρειες που κάποτε συνέθεταν την Ανατολική Γερμανία έχουν χάσει πάνω από μισό εκατομμύριο κατοίκους, οι οποίοι μετακινήθηκαν ως «εσωτερικοί μετανάστες» στη Δυτική Γερμανία, την τελευταία δεκαετία. Ενώ ο πληθυσμός της ανατολικής Γερμανίας στα 30 χρόνια μειώθηκε κατά 13,5%, ο πληθυσμός της δυτικής Γερμανίας αυξήθηκε κατά 6,7.