Εθνική συνοχή, προϋπόθεση ανοικτής κοινωνίας

Η ανθρωπότητα και ιδιαιτέρως η ευρωπαϊκή ήπειρος διέρχεται την κατακλυσμιαία εξέλιξη, σε διάφορα στάδια και διαφορετικές αποτυπώσεις και μορφοποιήσεις, ενός φαινομένου «παγκοσμιοποίησης». Το εθνικό κράτος, που εκδήλωσε την παρουσία του μέσα από επαναστατικές μεταβολές από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την αντίστοιχη Αμερικανική Επανάσταση των τελών του 18ου αιώνα, γεγονότα που υπογράμμισαν τις δομικές αλλαγές που επέρχονται στον κόσμο σε σχέση με το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, προέβαλε μορφές πολιτειακής υπόστασης δημοκρατικά εμπεδωμένες, που εδραιώνουν την παρουσία του κράτους έθνους στον κόσμο.

Το τελευταίο εμφανίστηκε προς στιγμήν, όλως ιδιαιτέρως στα τέλη του 20ού αιώνα, να απειλείται από την παρεμβατική και σε κάποιο βαθμό διαβρωτική λειτουργία του φαινομένου της σύγχρονης διάστασης της παγκοσμιοποίησης στο οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Τούτο δε γιατί το κράτος διαμορφώνει την πορεία του στον κόσμο, όπερ και εκφράζεται ως δημοκρατική ανοικτή κοινωνία, που όμως προϋποθέτει για τη δομή και υπόστασή της, την εθνική διάσταση και την εθνική συνοχή. Η παγκοσμιοποίηση, στη σημερινή της μορφή, συνιστά ένα πρωτίστως οικονομικό φαινόμενο, που ως απόρροια διεθνών εξελίξεων επιφέρει αποτελέσματα, τα οποία επέρχονται στη διάσταση συρρίκνωσης ή απειλής απομείωσης εθνικών οντοτήτων και πολιτιστικών ταυτοτήτων.

Το φαινόμενο ή ο όρος «ανοικτή κοινωνία» στην πραγματική του διάσταση δεν σημαίνει κατάργηση ή αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, αλλά στο πλαίσιο αυτό συντελούνται οι συναφείς δρομολογήσεις, που πραγματώνουν το δημοκρατικό γεγονός στην πλουραλιστική του έκφραση και στο κράτος δικαίου. Συνεπώς, η ανοικτή διάσταση των κοινωνιών σημαίνει και ικανότητα διαλόγου και πολιτιστικής προόδου σε επίπεδο προώθησης διεθνών συνεργασιών με άλλους πολιτισμούς και κοινωνίες πολιτιστικά ετερογενείς. Τούτο προβάλλει ως γεγονός που συνεπάγεται ισχυρή εθνική ταυτότητα, καθώς για να συντελεστεί ο διάλογος προϋπόθεση είναι η αναγνώριση του άλλου – του έτερου, στοιχείο που παραπέμπει στην ταυτότητά του.

Μια ουσιώδης παρερμηνεία που εκδηλώνεται πολλές φορές παραπέμπει στην αντίληψη ότι η ανοικτή κοινωνία συνιστά αφενός κοινωνία άνευ πλαισίων, εθνικών δομών και προσανατολισμών, επιδεχόμενη μαζικές εισροές ξένων στοιχείων, μη ικανών κοινωνικής ενσωμάτωσης, αφετέρου δε θα μπορούσε, κατά τα ανωτέρω, να συνεχίσει να πορεύεται στον κόσμο των κρατών ως αυτοδύναμη, ισχυρή και εθνικά βιώσιμη κρατική οντότητα.

Τούτο όμως δεν συμβαίνει καθότι η ανοικτή κοινωνία συνάδει προς την αυτογενή υποχρέωση του κράτους να είναι ανοικτό μεν, συγκροτημένο δε, δημοκρατικά δομημένο και με εθνική πολιτειακή συνοχή.

Πρόκειται για μία πραγματικότητα της πολιτικής, η οποία διαμορφώνει την πορεία των κρατών, όχι στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που λειτουργεί εν είδει αυτόματου πιλότου, αλλά προϋποθέτει την προβολή εκείνων των πολιτιστικών, κοινωνικών και εν τέλει πολιτικών δυνάμεων, που είναι σε θέση να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται την εθνική διάσταση του προσώπου της κρατικής υπόστασης.

Σήμερα το προσφυγικό παραπέμπει σε μια κρίσιμη και υποκρύπτουσα κινδύνους εξέλιξη, ακριβώς γιατί οι μουσουλμανικές ομάδες που εισέρχονται νομίμως ή παρανόμως στη χώρα δεν μπορούν να ενσωματωθούν, πολύ περισσότερο δε να αφομοιωθούν στην κατά τα ανωτέρω δυτικόστροφη δημοκρατική πολιτεία. Τούτο προσκρούει στη θρησκευτική διάσταση της ταυτότητας, όπου στην κατά Μαξ Βέμπερ «Προτεσταντική Ηθική», η θρησκευτική ταυτότητα δεν αλλοιώνεται και στην προκειμένη περίπτωση υποκαθιστά την εθνική ταυτότητα, γεγονός που είναι εκ των πραγμάτων προβληματική κατάσταση στο πλαίσιο του ελληνικού έθνους κράτους, του οποίου η υπονόμευση θα μπορούσε να είναι επερχόμενη. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό, αλλά πρωτίστως πολιτιστικό με πολιτικές προεκτάσεις, στον βαθμό που το εγχείρημα για ενσωμάτωση θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις οικοδόμησης νησίδων μουσουλμανικής παρουσίας, ανικάνων προς ενσωμάτωση, σε ολόκληρη τη χώρα.

Σε αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο διεργασιών, μεταβολών και ανατρεπτικών ανακατατάξεων, το εθνικό κράτος και εν προκειμένω η Αθήνα, είναι υποχρεωμένη προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει ως εθνική διάσταση πολιτισμού και πολιτικής ιδιοσυστασίας, να οργανώνει στο αμυντικό και πολιτιστικό επίπεδο της παρουσίας της στον κόσμο, την κινητοποίηση εκείνων των δυνάμεων και στοιχείων πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας, που της προσδίδουν τη μοναδικότητα της ύπαρξής της στον κόσμο των κρατών και των πολιτισμών.

Υπ’ αυτό το σκεπτικό, η ανοικτή κοινωνία οφείλει να αντιμετωπίζεται και ως συμφιλιωμένη με την εθνική ταυτότητα της χώρας, με την έννοια ακριβώς του σχεδιασμού τέτοιων πολιτικών, όπου το εθνικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας στον πολιτισμό να μην υποτάσσεται στους κανόνες της παγκοσμιοποίησης, αλλά να συμβαδίζει ή να υπερέχει, έχοντας πάντοτε στην υλοποίηση των πολιτικών, την αναγκαιότητα της προστασίας της πολιτιστικής και εθνικής ιδιαιτερότητας ως ιστορίας, ως πολιτικής, ως πολιτισμού. Αυτό συνιστά όρο επιβίωσης, καθότι η ύψιστη επιταγή κάθε κρατικής οντότητας παραπέμπει στην εθνική, δηλαδή στην πολιτιστική της επιβίωση, έστω και εάν αυτή η επιταγή λαμβάνει χώραν στις δύσκολες σημερινές διαδρομές της παγκοσμιοποίησης.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο