Άγκυρας - Ουάσιγκτον ενεργός προσέγγιση
Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Ουάσιγκτον σηματοδότησε και διαδράσεις, που παραπέμπουν σε ένα θετικό κλίμα ιδωμένο από ένα φακό, που προσλαμβάνει τις εξελίξεις στον τουρκικό και ευρύτερο νοτιομεσογειακό χώρο υπέρ των τουρκικών αντιλήψεων και διεκδικήσεων.
Οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έχουν μία ιστορική αφετηρία, που ανάγεται σε δύο, κατά κύριο λόγο, στοιχεία συνθετικά του πλαισίου διαδρομής τους.
Αφενός στη γεωστρατηγική θέση της Άγκυρας λόγω της γειτνίασής της στο παρελθόν με την ΕΣΣΔ και σήμερα με την Ρωσία, αλλά και με το Ιράν και τη Συρία, όπως επίσης και ένεκα των Στενών που αποτελούν ένα πέρασμα διαδρομής υψηλής στρατηγικής σημασίας. Στο στοιχείο της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας, που συνιστά μια ούτως ή άλλως αναβαθμισμένη παρουσία στην περιοχή, οφείλει να προστεθεί και η πληθυσμιακή διαρκής μεγέθυνση της Τουρκίας, που σήμερα ανέρχεται στα 80 εκατομμύρια με καλπάζοντες ρυθμούς γεννήσεων.
Αφετέρου στην ικανότητα της τουρκικής ηγεσίας, ανεξαρτήτως πολιτικής χροιάς ή κομματικής διαφοροποίησης, να ακολουθεί σταθερά και σε διάρκεια μία πολιτική, που να συνάδει προς το εθνικό συμφέρον και τις τουρκικές τακτικές ή και στρατηγικές στοχεύσεις σε σχέση με την περιοχή. Ταυτόχρονα, το τουρκικό συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα επιτρέπει στις ηγεσίες να δαπανούν ανεξελέγκτως μεγάλα ποσά στους τομείς των στρατιωτικών δαπανών και ειδικότερα στην αγορά οπλικών συστημάτων, καθώς και στην παραγωγή από την ίδια την κρατική και οικονομική δομή, πολεμικού υλικού.
Εν προκειμένω, στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις πρέπει να ληφθούν περαιτέρω υπόψη και ιδιαίτερα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα του Αμερικανού νυν Προέδρου, που προσεγγίζει την πολιτική και με όρους επιχειρηματικής, οικονομικής συναλλαγής, όπερ και στους οφθαλμούς του η Τουρκία εκδηλώνεται και ως μία μεγάλη αγορά, ικανή να τροφοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό, επιχειρηματικές, οικονομικές δραστηριότητές του. Βάσει τούτων προσδιορίζεται και το πλαίσιο αξιόπιστης αναφοράς μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον, που σε αντίθεση με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, που παρά την εδραία αντίληψη του αμερικανικού πολιτικού συστήματος πως η Ελλάδα συνιστά τον πλέον πιστό σύμμαχο, διαδηλώνουν μία υπέρ των τουρκικών συμφερόντων διεθνοπολιτική σταθερότητα.
Η σημερινή προβολή των τουρκοαμερικανικών σχέσεων αντικρίζεται και υπό το πρίσμα των διεκδικητικών αναφορών του Ερντογάν σε σχέση με τον διεθνή του περίγυρο και την προβολή μιας δυνάμει ικανότητας να ανεξαρτητοποιείται από το ΝΑΤΟϊκό και δυτικό διεθνές σύστημα, πράγμα που προκαλεί μία έντονη και εύλογη ανησυχία στην Ουάσιγκτον. Αξιοποιώντας τους βηματισμούς της προς Ανατολάς, όπερ αποδίδεται και ως κίνηση των S400, η Άγκυρα επιδιώκει να κερδίσει αυτόνομη παρουσία στο διεθνές σύστημα, υποβάλλοντας ταυτόχρονα και στις ΗΠΑ ότι πρέπει να κάνουν κινήσεις προσφοράς μέσων, που θα συνέβαλλαν στη διατήρησή της στο δυτικό στρατόπεδο, όπερ θα σήμαινε έγκριση αγοράς πυραύλων Patriot και αεροσκαφών F35, αλλά και αποτροπή της επαπειλούμενης από το Αμερικανό Κογκρέσο επιβολής οικονομικών και άλλων κυρώσεων που έπρεπε να ληφθούν βάσει του αμερικανικού νόμου CATSAA.
Το γεγονός ότι η Τουρκία παρέλαβε και εγκαθιστά τους ρωσικούς πυραύλους, πράγμα που σε άλλες περιπτώσεις θα αποτελούσε αιτία ισχυρής αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, χωρίς να υπάρξει μέχρι τούδε καμία κίνηση που να εκδηλώνεται ως ενεργός αντίδραση θεσμικών παραγόντων, όπως το Κογκρέσο, σημαίνει πως η Άγκυρα κατάφερε να αποδυναμώσει a priori την αρνητική αμερικανική στάση μέσα από τη δημόσια διπλωματία επιπέδου λόμπι. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και μία εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τις δυνάμεις εκείνες που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη του τουρκικού πολιτικού συστήματος και που αφορά στην πρόσφατη στάση του Αμερικανού Κογκρέσου, που δεν προχώρησε σε αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ως αναμένετο, υπακούοντας σε όρους μιας στενά καταγεγραμμένης αντίληψης αμερικανικού, επιδερμικά προσεγγιζόμενου πολιτικού συμφέροντος.
Επιπλέον κέρδη ως εκ της επίσκεψης Ερντογάν στην Ουάσιγκτον είναι και το ότι τίθεται στην τράπεζα των συζητήσεων το ενδεχόμενο μέχρι και πενταπλασιασμού των οικονομικών και άλλων συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, ένα δεδομένο που δημιουργεί προϋποθέσεις σύσφιγξης των σχέσεων σε όλα τα επίπεδα, επ’ ωφελεία κυρίως της Άγκυρας, όπως επίσης και η εν τοις πράγμασι εγκατάλειψη από την Ουάσιγκτον του κουρδικού στοιχείου, που υπήρξε εν όπλοις σύμμαχος των Αμερικανών. Το γεγονός ότι η Τουρκία εισέβαλε στη Συρία, προχώρησε σε εθνοκάθαρση, κυρίως των συμμάχων των ΗΠΑ, Κούρδων, και δεν υφίσταται σοβαρό διεθνές κόστος σημαίνει πως ενισχύεται η πεποίθησή της ότι μπορεί να δρα ανεξέλεγκτα ως ανεξάρτητη μεταβλητή, διαμορφώνοντας μια, των συνθηκών αναλόγως, διεθνή εικόνα.
Τοιουτοτρόπως, ενδυναμώνεται επικίνδυνα η ηγεμονική της επεκτατική πολιτική σε ευρύτερους χώρους, του Αιγαίου συμπεριλαμβανομένου. Η δε ταυτόχρονη απομείωση εκείνων των δυνάμεων, όπως είναι το Κογκρέσο, που συνιστούν θεσμική αντιπαράθεση προς την Άγκυρα και ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή, προβάλλει μια τουρκική ηγεμονική διεκδίκηση, που άμεσα ή μεσομακροπρόθεσμα αποδυναμώνει την ελληνική στρατηγική και επηρεάζει αρνητικά την πρωταγωνιστική παρουσία Ελλάδας – Κύπρου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο