Η διαχείριση της οικονομίας του Τόπου, 1960-2019, I

Αν δει κανένας την πορεία του δημοσιονομικού ελλείμματος στη δεκαετία του 1990 και πέρα θα διαπιστώσει ότι τούτο αυξάνεται συνεχώς μέχρι την επόμενη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ

Δέκα χρόνια μετά τη διεθνή οικονομική κρίση και την είσοδο της Κύπρου κάτω από το Μνημόνιο, η οικονομία επιστρέφει σιγά-σιγά στους γνώριμους ρυθμούς ανάπτυξης (3%), αφήνοντας όμως πίσω πολλά συντρίμμια (ανεργία, ανεξόφλητα δάνεια, φτώχια, καθυστέρηση στον εκσυγχρονισμό). Το τίμημα της κρίσης πλήρωσε επίσης ο τραπεζικός τομέας, που είχε επεκταθεί αλόγιστα κι εδώ και στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατάρρευση του Συνεργατισμού, που πρόσφερε για έναν αιώνα τόσα πολλά σε μια μικρή οικονομία σαν την κυπριακή. Ακόμα μεγαλύτερο τίμημα πλήρωσε ο απλός κόσμος της Κύπρου με τις απώλειες στις αποταμιεύσεις που έκαμε για πολλά χρόνια για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του. Μήπως τα πράγματα θα μπορούσαν να ‘ναι διαφορετικά; Από μιαν ανασκόπηση των εξελίξεων στον τομέα αυτό θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πολλά μαθήματα για τη διαχείριση των οικονομικών πραγμάτων στο μέλλον.

Μπορεί να ασχολήθηκα με την ανάπτυξη του Τόπου μας, όμως, ποτέ δεν υποτίμησα την σπουδαιότητα της ευρωστίας των οικονομικών του Κράτους ακόμη κι όταν ‘πίεζα’ τους εκάστοτε Υπουργούς Οικονομικών να διαθέσουν περισσότερα για έργα/προγράμματα ανάπτυξης. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω το ίδιο για όλους τους κυβερνητικούς οικονομικούς παράγοντες αναφορικά με τη σημασία που έδιδαν στην ανάπτυξη του Τόπου.

Η τελευταία οικονομική κρίση θυμίζει κατά κάποιον τρόπο την κρίση της τουρκικής εισβολής. Κατ' ευτυχή συγκυρία η εισβολή βρήκε τα δημόσια οικονομικά σε καλή κατάσταση, καθώς και τη δανειοληπτική ικανότητα της Κυβέρνησης. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός σε όλη τη δεκαετία πριν από το 1974 ήταν σχεδόν πάντοτε πλεονασματικός, ενώ το δημόσιο χρέος το 1973 ήταν 6,7% του ΑΕΠ. Προς πίστη του ο τότε Υπουργός Οικονομικών, που ήταν ιδιαίτερα φειδωλός στην έγκριση οιωνδήποτε δαπανών, έθεσε τα κρατικά ταμεία στην εξυπηρέτηση των δύο βασικών στόχων των Έκτακτων Σχεδίων, την ανακούφιση των εκτοπισθέντων /παθόντων και την προώθηση της επαναδραστηριοποίησης της οικονομίας. Η κατάσταση έμοιαζε με τη φυσιολογική αντίδραση κάθε νοικοκύρη, που αποταμιεύει για τις δύσκολες και βροχερές μέρες. Κι εδώ μιλούμε για μέρες κατακλυσμού!

Παρόλο που η διαχείριση των δημοσιονομικών πραγμάτων ήταν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών, εντούτοις πάντοτε παρακολουθούσαμε την εξέλιξή τους. Τυχόν διασάλευση της δημοσιονομικής σταθερότητας, όπως επίσης της νομισματικής/πιστωτικής και της συναλλαγματικής-ευθύνη της Κεντρικής Τράπεζας, θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο έργο της ανάπτυξης. Με δέος παρακολουθούσαμε χρόνο με χρόνο τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και τη διόγκωση του δημόσιου χρέους, έστω κι αν ακόμη βρίσκονταν σε πλαίσια που μπορούσαν να ελεγχθούν. Ήταν η εποχή που η ψυχολογία του κόσμου ήταν τέτοια, που δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιβληθούν πρόσθετες φορολογίες.

Στην πρώτη συνάντηση γνωριμίας με τον τότε Υπουργό Οικονομικών το 1982 η έμφαση στα θέματα που θέσαμε δόθηκε στο εκκολαπτόμενο πρόβλημα των δημόσιων οικονομικών. Υπέδειξα τους σοβαρούς κινδύνους από την ανεξέλεγκτη διόγκωση του δημόσιου χρέους λόγω της υστέρησης στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Εισηγήθηκα ότι έπρεπε να πάει στη Βουλή με συγκεκριμένες εισηγήσεις για αύξηση κάποιων φόρων, ιδιαίτερα φόρων που δεν επηρέαζαν τους εκτοπισμένους και την επαναδραστηριοποίηση. Προς πίστη του ο Υπουργός 'αποτόλμησε' και προώθησε ένα φορολογικό πακέτο της τάξης των ΛΚ16 εκ. προς τη Βουλή, που με τη σειρά της ενέκρινε μόνο ΛΚ6 εκ. Έκτοτε και για μια σχεδόν δεκαετία οι Υπουργοί Οικονομικών δεν ‘τόλμησαν’ να καταθέσουν κανένα φορολογικό νομοσχέδιο για σημαντική ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών.

Σε ογκώδη μελέτη μας με τίτλο Δημόσια Οικονομικά, 1974-1984, που υποβάλαμε το 1985 στον Υπουργό Οικονομικών, επαναφέραμε το θέμα της κακής δημοσιονομικής κατάστασης, που δημιουργήθηκε από την εισβολή (στέγαση/περίθαλψη προσφύγων, επέκταση κοινωνικών υπηρεσιών, στήριξη επαναδραστηριοποίησης και ενδυνάμωση της αμυντικής θωράκισης) και εισηγηθήκαμε, μεταξύ άλλων, την υιοθέτηση του συστήματος του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ). Η έναρξη εφαρμογής της Τ. Ε. της Κύπρου με την ΕΟΚ από την 1.1.1988 κι η περαιτέρω απώλεια εσόδων λόγω μείωσης των εισαγωγικών δασμών βοήθησε τον επόμενο Υπουργό Οικονομικών να περάσει από τη Βουλή τη φορολογική μεταρρύθμιση του 1990 με βασικό χαρακτηριστικό την εισαγωγή του ΦΠΑ από την 1.7.1992, που, πέραν της ενίσχυσης των δημόσιων οικονομικών, εξυπηρετούσε και τους σκοπούς της εναρμόνισης με το Κοινοτικό Κεκτημένο.

Δυστυχώς, η περιπέτεια των δημόσιων οικονομικών δεν τέλειωσε με την εισαγωγή του ΦΠΑ. Απεναντίας, η νέα κατάσταση δημιούργησε ένα αίσθημα εφησυχασμού στους επόμενους Υπουργούς Οικονομικών, ώστε να μην προωθήσουν κανένα διαρθρωτικό μέτρο εξυγίανσης των δημοσιονομικών πραγμάτων στη δεκαετία του 1990. Στην αρχή η εισαγωγή του ΦΠΑ έφερε τέτοια έσοδα στα δημόσια ταμεία, ώστε θεωρήθηκε ότι βρέθηκε η λυδία λίθος επίλυσης όλων των δημοσιονομικών προβλημάτων, όταν μάλιστα το 1995 έκλεισε με δημοσιονομικό έλλειμμα γύρω στο 1,0% του ΑΕΠ. Όταν στη συνέχεια άρχισε το έλλειμμα να ανέρχεται, κι όποτε ανερχόταν, η εύκολη λύση ήταν η προσφυγή στην αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ. Είναι γεγονός ότι οι αρχικοί συντελεστές ήταν χαμηλοί (5%) με πολλές εξαιρέσεις, όταν στις Χώρες της Ε.Ε. ήταν μίνιμουμ 15%. Έτσι έγιναν 8%, 13% και 15% με την εναρμόνιση. Αν δει κανένας την πορεία του δημοσιονομικού ελλείμματος στη δεκαετία του 1990 και πέρα, θα διαπιστώσει ότι τούτο αυξάνεται συνεχώς μέχρι την επόμενη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ.

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού