Αναλύσεις

Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει προκλήσεις

«Έπειτα από την ανάκαμψη που έγινε αισθητή ανά το παγκόσμιο, έχουν εμφανιστεί τώρα τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης και η παγκόσμια οικονομία πιθανόν να εισέρχεται σε έναν νέο κύκλο ύφεσης».

Στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, από την προβιομηχανική εποχή έως τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Υπάρχουν δύο κύριες φάσεις, από τις οποίες διέρχεται η οικονομία στη διάρκεια ενός οικονομικού κύκλου, η φάση της άνθησης και η φάση της ύφεσης. Μια ύφεση μπορεί να οδηγήσει σε κρίση, ακόμα και σε οικονομική κατάθλιψη.

Η κάθε κρίση διαφέρει ανάλογα ως προς τη χρονική διάρκεια, ένταση και γεωγραφική έκταση. Κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά μιας κρίσης είναι η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, των επενδύσεων, της απασχόλησης και των τιμών. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η διεθνοποίηση της παραγωγής με τη δημιουργία παγκόσμιων δικτυώσεων και αλυσίδων είναι ένας παράγοντας που μπορεί να μετατρέψει μια εγχώρια κρίση σε παγκόσμια. Η πιο πρόσφατη κρίση, που ξεκίνησε από τις αγορές των ΗΠΑ το 2007, επηρέασε όλη την υφήλιο. Εξυπακούεται, λοιπόν, ότι όσο πιο ισχυρή είναι η οικονομία από την οποία προέρχεται η κρίση, τόσο ισχυρότερος είναι και ο διεθνής αντίκτυπος.

Ξεπερνώντας την κρίση του 2007, διανύσαμε τη μεγαλύτερης διάρκειας ανάκαμψη μετά από παγκόσμια ύφεση εδώ και 75 χρόνια. Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η εκτεταμένη ανάκαμψη οφειλόταν στην ευρεία διάθεση ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, που οδήγησε σε μεγέθυνση του διεθνούς εμπορίου και στην ανάπτυξη όλων σχεδόν των οικονομιών του πλανήτη. Έπειτα από την ανάκαμψη, που έγινε αισθητή ανά το παγκόσμιο, έχουν εμφανιστεί τώρα τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης και η παγκόσμια οικονομία πιθανόν να εισέρχεται σε έναν νέο κύκλο ύφεσης.

Στη θεωρία, μια ύφεση αναγνωρίζεται ως η μείωση του ΑΕΠ μιας χώρας για δύο συνεχόμενα τρίμηνα και χαρακτηρίζεται από την υπερπαραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, χωρίς την αντίστοιχη ζήτηση από το αγοραστικό κοινό. Οι επιχειρήσεις έχουν δηλαδή πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα, και ως συνέπεια αυτής, προχωρούν στη μείωση της παραγωγής και του προσωπικού, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της ανεργίας της χώρας και στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.

Εξετάζοντας τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, είναι εμφανές ότι υπάρχουν σημάδια μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης. Η Γερμανία φαίνεται ότι πλήττεται από τον «εμπορικό πόλεμο» ΗΠΑ – Κίνας και τους τελευταίους μήνες οι βιομηχανικές παραγγελίες κατέγραψαν πτώση, ιδιαίτερα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας (κάτι που πιθανότατα είναι και ο κύριος λόγος για τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας). Η Γερμανία παρόλ’ αυτά συνεχίζει να υιοθετεί μια τακτική μηδενικών ελλειμμάτων, τη στιγμή που υπάρχει ανάγκη για αναπτυξιακή πολιτική.

Το γεγονός ότι η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με όλο και χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης προκαλεί ανησυχία για την πορεία όλων των χώρων του ευρωπαϊκού οικονομικού χάρτη. Χαρακτηριστικά, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, πριν από την αποχώρησή του, έκανε έκκληση στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης για δημοσιονομική επέκταση, αφού τα επιτόκια ήδη βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Μια ενδεχόμενη κρίση στην ευρωπαϊκή επικράτεια δεν θα μπορεί να αντιμετωπιστεί και πάλι με εκτεταμένη διάθεση ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες.

Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, το Ηνωμένο Βασίλειο, ετοιμάζεται για τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα πέντε χρόνων και, εκτός από τα εγχώρια προβλήματα που αντιμετωπίζει, έχει επηρεαστεί αρκετά από τον «εμπορικό πόλεμο» ΗΠΑ - Κίνας. Μπορεί οι Βρετανοί να πιστεύουν ότι η συμφωνία που έχουν πετύχει για το Brexit θα φέρει ανάπτυξη στη χώρα, οικονομολόγοι και αναλυτές, όμως, ισχυρίζονται ότι μακροπρόθεσμα το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου θα ήταν μεγαλύτερο αν παρέμενε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παρά τις προκλήσεις, η οικονομία της Ιταλίας φαίνεται να παραμένει σχετικά στάσιμη. Έχοντας όμως θορυβηθεί από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των υπόλοιπων χωρών, ο προϋπολογισμός της ιταλικής κυβέρνησης για το 2020 περιλαμβάνει μείωση φορολογιών, με σκοπό την τόνωση της οικονομίας. Η κυβέρνηση της Ολλανδίας ανακοίνωσε πρόσφατα ότι ετοιμάζει κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων καθώς επίσης και φορολογικές ελαφρύνσεις, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της απειλής μιας περιφερειακής οικονομικής επιβράδυνσης.

Φεύγοντας από την Ευρώπη, η οικονομία των ΗΠΑ φαίνεται να αντιστέκεται στις νέες προκλήσεις, κυρίως λόγω της υψηλής εγχώριας κατανάλωσης και της σταθερής αγοράς εργασίας. Σημαντική ήταν η συμβολή της κεντρικής ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ στην ώθηση της εγχώριας κατανάλωσης, αφού προχώρησε σε τρεις μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2019. Αντιθέτως, η οικονομία της Κίνας φαίνεται ότι εισέρχεται σε μια νέα περίοδο ύφεσης και, εκτός από τον «εμπορικό πόλεμο» με τις ΗΠΑ, πιστεύεται ότι αντιμετωπίζει αυξημένο χρέος, εξάντληση πόρων και γήρανση πληθυσμού, παράγοντες που δημιουργούν αυξημένο κόστος για την οικονομία της χώρας.

Η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση είναι γεγονός. Οικονομολόγοι και αναλυτές εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα ενίσχυσης της παγκόσμιας οικονομίας από τις κεντρικές τράπεζες ένεκα και των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Υπάρχουν αρκετά συμβάντα, που, αναλόγως με τη εξέλιξη τους, μπορούν να μετατρέψουν τη σημερινή επιβράδυνση σε ύφεση ή κρίση. Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει για παράδειγμα τις συνέπειες του Brexit τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και για την Ευρώπη, αφού δεν έχει ξαναγίνει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Ο «εμπορικός πόλεμος» ΗΠΑ - Κίνας έπληξε σημαντικά τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και μια κλιμάκωσή του, σε συνάρτηση με τη γεωπολιτική αστάθεια που παρατηρείται, θα έχει αναμφισβήτητα αρνητικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία. Αν η Κίνα γίνει πιο «επιθετική» στο εξωτερικό σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της εγχώριας ύφεσης, η αντίδραση των ΗΠΑ ενδεχομένως να είναι ο καταλύτης που θα σπρώξει την παγκόσμια οικονομία σε μια νέα κρίση.

*Principal, KPMG Limited