Ευρωπαϊκής πορείας οριοθετήσεις

Η μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στρατηγική απόφαση οικοδόμησης ενός κοινού οικονομικού και πολιτικού, κατ’ επέκτασιν, οικοδομήματος, που θα οδηγούσε στην δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, μπόρεσε να ικανοποιήσει μόνον την οικονομική διάσταση της πορείας ενοποίησης. Η δημιουργία της ΕΟΚ υπήρξε πράγματι μια αφετηριακή βάση, εάν κατορθωνόταν να οικοδομηθεί, παράλληλα με την οικονομία, κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία συνεχή προσπάθεια των Ευρωπαίων ηγετών να ολοκληρώσουν το πολιτικό σκέλος της ευρωπαϊκής ενοποίησης: Η Ευρώπη, στην πορεία της προσπάθειας οικοδόμησης της ευρωπαϊκής της ταυτότητας, άνευ της οποίας το προσομοιάζον προς ομοσπονδιακή δομή πολιτικό οικοδόμημα δεν θα είχε μέλλον, διότι ακριβώς η ταυτότητα είναι το στοιχείο που συνέχει τις κρατικές οντότητες και τις διαφοροποιεί μεταξύ τους.

Το γεγονός της εμφάνισης κρατών του ευρωπαϊκού περιθωρίου, όπως είναι τα Τίρανα και τα Σκόπια, που διεκδικούν, κυρίως για λόγους οικονομικούς και πολιτειακής αυτοπραγμάτωσης, την ένταξή τους στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αποτελεί μία αναμενόμενη εξέλιξη, η οποία, όμως, ουδόλως αντιμετωπίζεται ευνοϊκά από ευρωπαϊκές δυνάμεις, της Γαλλίας προεξαρχούσης.

Οι προβαλλόμενες ενστάσεις δεν αποδίδονται μόνο σε μια δεδομένη πολιτική αντίθεσης έναντι των υποψηφιοτήτων Τιράνων και Σκοπίων, αλλά στην πολιτική φιλοσοφία και στρατηγική των Παρισίων που θεωρούν την Ευρώπη ως ένα κοινό πολιτιστικό και πολιτειακό οικοδόμημα, του οποίου η στρατηγική εμβάθυνσης πρέπει να είναι η προεξάρχουσα πορεία έναντι της οποίας τίθενται νέες υποψηφιότητες, οι οποίες δεν μπορούν να ευνοήσουν αυτήν την στρατηγική. Επομένως, το σκεπτικό των Παρισίων δεν άπτεται μιας ποσοτικής διεύρυνσης, αλλά μιας ποιοτικής εμβάθυνσης, για την οποία η διεύρυνση στην παρούσα φάση εκδηλώνεται ως τροχοπέδη. Η γαλλική φωνή, ούσα δομικά, εκ της διάρθρωσης της Ευρώπης, πολιτικά ισχυρή, δηλαδή ένεκα επιρροής εντός και εκτός Ευρώπης, δεν κινδυνεύει με απομόνωση, προβάλλοντας ενστάσεις σε διαδικασίες ένταξης άλλων χωρών στο πολιτικό φάσμα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.

Η ενδεχόμενη είσοδος Τιράνων και Σκοπίων, σύμφωνα με την γαλλική αντίληψη, θα επηρέαζε αρνητικά τις στρατηγικές εμβάθυνσης και οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, που οικοδομείται εν εξελίξει, όπου η εμφάνιση άλλων κρατών θα την επιβράδυνε ή θα την ανέστελλε. Εν τω μεταξύ, έστω και εάν δεν αναφέρεται expressis verbis, πρέπει να υποθέσουμε πως στο πίσω μέρος της σκέψης του Μακρόν και άλλων Ευρωπαίων ηγετών έχει τεθεί το ερώτημα που άπτεται της πολιτιστικής σχέσης της Αλβανίας με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως ιστορική διαδρομή και ως φιλοσοφική προσέγγιση του κόσμου.

Είναι, επίσης, εξόχως πιθανόν, πέραν των ιστορικοπολιτικών δεδομένων, να εμφιλοχωρεί και το γεγονός της στρατηγικής προσέγγισης που ιστορικά συνάπτεται μεταξύ Βερολίνου – Σκοπίων και Βερολίνου – Τιράνων, το οποίο θα σήμαινε, με την ένταξη των χωρών αυτών, μία πολιτικοδιπλωματική ενίσχυση του Βερολίνου έναντι των Παρισίων, κατάσταση που θα ενδυνάμωνε την ήδη υπάρχουσα κυριαρχία της Γερμανίας εντός της ΕΕ μέσω της οικονομίας. Εν όψει των ανωτέρω, τίθεται και ζήτημα ηγετικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο της πρωτοκαθεδρίας μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών στην πορεία της ευρωπαϊκής υπόθεσης.

Στην ανωτέρω προβληματική οφείλει να λάβει θέση και η Ελλάδα, η οποία έχει κάθε λόγο να προβάλει ενστάσεις, κυρίως σε σχέση με την Αλβανία, στο πλαίσιο της οποίας, η εδώ και αιώνες υφιστάμενη ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, όχι μόνο δεν προστατεύεται κατά τα οφειλόμενα, αλλά καταδιώκεται. Τα Δυτικά Βαλκάνια, ιδιαιτέρως, μάλιστα, την Αλβανία, διατρέχει ένα πολιτικό σύστημα παρελθόντων αιώνων που δεν έχει σχέση με το σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, που σημαίνει ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες. Αυτό αποτελεί και μία, προσχηματικά ή όχι, τροχοπέδη, που προβάλλουν χώρες όπως η Γαλλία, προκειμένου να εμποδίσουν αναστέλλοντας την ενταξιακή τους πορεία.

Ο αλβανικός χώρος υφίσταται παραδοσιακά επιρροές από την Ιταλία και τα Σκόπια από την Γερμανία. Σε ένα τέτοιο σκεπτικό οι χώρες τούτες θα ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν ως δούρειοι ίπποι των χωρών προστάτιδων δυνάμεών τους εντός της ΕΕ, πράγμα που θα αποδυνάμωνε την γαλλική επιρροή στην ΕΕ και, άρα, το παίγνιο των ισορροπιών ευρύτερα στο ευρωπαϊκό πεδίο. Σημειώνουμε εν προκειμένω και την παρουσία της Τουρκίας ως ναυτικής βάσεως στον αλβανικό χώρο, όπου και η τουρκική επιρροή, λόγω ακριβώς παραδοσιακών, θρησκευτικών και άλλων σχέσεων, προωθείται σταθερά.

Πέραν των ανωτέρω, πρέπει κανείς να υπενθυμίσει το γεγονός ότι μία εκ των Δυτικών Βαλκανίων χώρα είναι και η Βοσνία, που συνιστά το πρώτο στην ευρωπαϊκή ήπειρο ισλαμικής κατεύθυνσης κράτος, που διατηρεί πολιτικοφιλοσοφικές δομές απολύτως αντίθετες προς τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό.

Η αντίθεση ορισμένων χωρών στην γαλλική στάση, όπως της Τσεχίας, Σλοβακίας, Σλοβενίας, Ιταλίας, Πολωνίας και Αυστρίας, εξηγείται από το γεγονός πως προσεγγίζουν την ευρωπαϊκή πορεία σε γεωγραφικό πλαίσιο και όχι σε πολιτιστικό ή πολιτικό καμβά. Η γεωγραφική οπτική αναφορικά προς την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων συνθέτει και το πολιτικό περίγραμμα συνηγορίας υπέρ της ένταξης, με το οποίο εμφορούνται ορισμένες χώρες της Ευρώπης στο πλαίσιο εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο