Η διαχείριση της οικονομίας του τόπου, 1960-2019 II

Όχι μόνον ως θεσμικό πρόσωπο, αλλά και ως ιδιώτης δεν παρέλειπα να ‘ενοχλώ’ τους εκάστοτε Υπουργούς Οικονομικών για τη δημοσιονομική πολιτική, που έπρεπε να ακολουθήσουν. Θα αναφερθώ σε μερικές περιπτώσεις, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ακόμη και τώρα. Βασική μου θέση ήταν ότι τα δημοσιονομικά πράγματα δεν πρέπει να μελετώνται ανεξάρτητα από την ανάπτυξη κι ευρωστία της οικονομίας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι ένας λόγος με αριθμητή το έλλειμμα/δημόσιο χρέος και παρονομαστή το ΑΕΠ. Για να τον μειώσεις είτε μειώνεις τον αριθμητή ή αυξάνεις τον παρονομαστή ή ακολουθείς ένα συνδυασμό των δύο. Δυστυχώς, η πολιτική που ακολουθήθηκε έκτοτε, στόχο είχε την αύξηση των κυβερνητικών εσόδων κι όχι την ανάπτυξη. Τη μείωση του αριθμητή κι όχι την αύξηση του παρονομαστή.

Ετοίμασα τότε σχετικό σημείωμα, το οποίο προσπάθησα να επιδώσω στους Υπουργούς Οικονομικών, με δυσκολία στην αρχή. Η θέση μου ήταν ότι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα υπήρχε ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων, ιδιαίτερα διαρθρωτικών, ειδικά για να διαλύσουμε τον 'όγκο' του δημόσιου χρέους, που δημιούργησε η εισβολή. Όπως είδαμε, ελάχιστα αντισταθμιστικά μέτρα λήφθηκαν από το 1974 και μετά για αντιρρόπηση των τεράστιων δαπανών που ανέλαβε το Κράτος. Αφού εξαντλήσαμε τα αποθέματά μας μπήκαμε στη συνέχεια στον δανεισμό (εσωτερικό/εξωτερικό). Από κάποιο σημείο και μέχρι τώρα δανειζόμαστε για να εξυπηρετήσουμε τα τοκοχρεολύσιά μας. Έτσι το δημόσιο χρέος, που ήταν το 1973 6,7% του ΑΕΠ, έφθασε το 1995 τα 51,8%, 69,1% το 2005, 48,9% το 2008, 102,2% το 2013 και 102,5% το 2018.

Μια από τις εισηγήσεις μου τότε ήταν να απομονώσουμε από το ποσό αυτό 'το χρέος της εισβολής', να το βάλουμε σε ειδικό λογαριασμό και να πάρουμε ασυνήθιστα μέτρα, κυρίως διαρθρωτικά, για κάποια χρόνια ώστε να το εξοφλήσουμε. Θέματα, όπως η ιδιωτικοποίηση κάποιων Ημικρατικών Οργανισμών, η φορολογία της υπεραξίας της γης, η καλύτερη αξιοποίηση των τ/κ περιουσιών, ακόμη κι η φορολογία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Εκκλησίας, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά εάν συνδέονταν με τον σκοπό αυτό. Θα μπορούσαμε μάλιστα να είχαμε ζητήσει και τη βοήθεια και την κατανόηση της Ε.Ε. και να μη φτάσουμε στο σημείο η ημικατεχόμενη χώρα μας, με τα τόσα χρέη και τα άλλα προβλήματα λόγω της εισβολής, να συνεχίσει να είναι καθαρός εισφορέας στα Κοινοτικά Ταμεία και μετά την ένταξη!

Η μη κατανόηση της αδιέξοδης κατάστασης στην οποία μπήκαμε με τα δημόσια οικονομικά οδήγησε σε ενέργειες που όχι μόνο δεν έλυαν το πρόβλημα, αλλά είτε το συντηρούσαν, είτε είχαν προσωρινά μόνο αποτελέσματα. Ακόμη κι η νέα φορολογική μεταρρύθμιση, που προωθήθηκε το 2001 για εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, έγινε στη βάση μιας συμφωνίας μεταξύ των κομμάτων, ώστε η Κυβέρνηση να παραχωρούσε και με το παραπάνω ό,τι θα έπαιρνε. Η όλη διαπραγμάτευση της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. αγνόησε παντελώς ότι το υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας στηρίζετο κατά μεγάλο βαθμό σε δανεισμό και με ανοικτές ακόμη πολλές πληγές, που θα απαιτούσαν πρόσθετο δανεισμό στο μέλλον. Όμως έπρεπε να ενταχθούμε στην Ε.Ε.

Για μια ακόμη φορά παρουσιάστηκε το δημοσιονομικό πρόβλημα κατά την ορθή προσπάθεια να καταστεί η Κύπρος μέλος της ΟΝΕ, προϋπόθεση της οποίας ήταν η τήρηση των κριτηρίων Μάαστριχτ. Η κάποια σταθεροποίηση του ύψους του δημόσιου χρέους τα χρόνια που ακολούθησαν κι η πτωτική τάση του σχετικά με το ΑΕΠ ήταν αποτέλεσμα του Κυβερνητικού Προγράμματος Σύγκλισης για ένταξη στην ΟΝΕ. Η προσπάθεια για εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών είχε αρχικά καλά αποτελέσματα, κυρίως, λόγω εξωτερικών παραγόντων, όπως τα σημαντικά έσοδα από τη φορολογική αμνηστία του 2004/2005 και την καλύτερη εισπρακτική επίδοση των υφιστάμενων φόρων. Μέσω του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (στο οποίο κλήθηκα να συμμετάσχω) προωθήσαμε την ιδέα της φορολογικής αμνηστίας για κάποιο χρόνο σε όσους επανέφεραν στην Κύπρο χρηματικά ποσά από το εξωτερικό. Έτσι είναι που το 2008 το δημόσιο χρέος μειώθηκε για πρώτη φορά στα 48,9% του ΑΕΠ. Επαναλήφθηκε έτσι το φαινόμενο της δεκαετίας του 1990 με τη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ: Προσωρινή μείωση του ελλείμματος και επάνοδος στις ίδιες αυξητικές τάσεις στη συνέχεια.

Όμως ο μεγάλος όγκος του δημόσιου χρέους συνέχισε να συνιστά απειλή για αποσταθεροποίηση της οικονομίας. Πέραν των πιο πάνω ενεργειών, η εισήγησή μας ήταν να ενισχυθεί το Πρόγραμμα Σύγκλισης με διαρθρωτικά μέτρα. Δυστυχώς, το μόνο τέτοιο μέτρο, που υιοθετήθηκε, ήταν η μετάθεση του ορίου αφυπηρέτησης των Κρατικών Υπαλλήλων στα 63 (δεν ολοκληρώθηκε τότε στην περίπτωση των Εκπαιδευτικών). Μια άλλη εισήγηση ήταν να εξευρεθούν πρόσθετες εξωγενείς πηγές εσόδων για να μειώσουν το δημόσιο χρέος, που αποτελεί την πρωταρχική πηγή του προβλήματος (μεγάλο δημόσιο χρέος-μεγάλο ετήσιο τοκοχρεολύσιο-ανάγκη για μεγαλύτερο πρόσθετο δανεισμό). Θα πρέπει να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Εκτός εάν εννοούμε ότι θα το πετύχουμε με περικοπές σε βασικές δαπάνες λειτουργίας της Κρατικής μηχανής ή δαπάνες ανάπτυξης ή κοινωνικές δαπάνες, πράγμα που θα αποδειχθεί με το πέρασμα του χρόνου και ανέφικτο και οδυνηρό. Ακόμη και με την ικανοποίηση των δεικτών Μάαστριχτ και την είσοδο στην ΟΝΕ το 2008, χωρίς τη λήψη δραστικών διαρθρωτικών μέτρων η δημοσιονομική κατάσταση χειροτέρευσε στη συνέχεια.

*Πρώην Υπουργός, Πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού