Εθνική ασφάλεια: Υπαρξιακή διάσταση κρατικών οντοτήτων
Η ικανότητα αποτροπής δεν εκδηλώνεται αυτομάτως ή σπασμωδικά, αλλά συνίσταται ως το σύνολο των στρατηγικών επιλογών τακτικής και πολιτικής πρόβλεψης των ηγεσιών της χώρας, αποτυπώνουσα κατά ταύτα και την πολιτική συναίνεση του πολιτικού συστήματος εν το συνόλω του. Άνευ πρόβλεψης και προετοιμασίας οι κίνδυνοι επιβίωσης είναι άμεσοι και απολύτως ορατοί
Ακολουθώντας την περίφημη ρήση της ισραηλινής κρατικής οντότητας τού «ποτέ ξανά», που αναπτύσσεται ως παράδοση και εμπεδώνεται ως δόγμα, αναφερόμενη στο Ολοκαύτωμα, υπογραμμίζουμε την πρωταρχική αναγκαιότητα συνυφασμένη με την ύπαρξη των κρατών, που παραπέμπει στην εθνική επιβίωση ως εθνική ασφάλεια. Εθνική ασφάλεια σημαίνει, όχι μόνο τη στρατιωτική, αποτρεπτική ισχύ, που προβάλλει την σχέση κόστους - οφέλους σε κάθε επίδοξο επιβουλέα της εθνικής ακεραιότητας μιας χώρας, αλλά και την εσωτερική διάρθρωση σε επίπεδο παιδείας, εκπαίδευσης, κοινωνικοποίησης, που συντρέχει τη δόμηση της ικανότητας του κοινωνικού συνόλου να αντιστέκεται και να προβάλλει τούτη του τη θέληση προς πάσα αναθεωρητική ή επιθετική δύναμη του περιφερειακού ή του ευρύτερου διεθνούς συστήματος.
Αυτό ήταν και η θεμελιακή προϋπόθεση, όρος και παράγοντας υπαρξιακής πορείας και ζώσας συνάφειας της ισραηλινής κρατικής οντότητας. Αντιστοίχως τούτο υπαγορεύει και στην ελληνική, ελλαδική και κυπριακή διάσταση της περιφερειακής και διεθνούς πολιτικής, προκειμένου η ελληνικότητα και το ελληνικό έθνος να επιβιώσουν στους σύγχρονους και επερχόμενους δύσκολους πολιτικά, και από κάθε διεθνή άποψη επερχόμενους κινδύνους, να προβάλει δομές αντίστασης και πολιτικές διεκδίκησης δικαίου.
Η ικανότητα αποτροπής δεν εκδηλώνεται αυτομάτως ή σπασμωδικά, αλλά συνίσταται ως το σύνολο των στρατηγικών επιλογών τακτικής και πολιτικής πρόβλεψης των ηγεσιών της χώρας, αποτυπώνουσα κατά ταύτα και την πολιτική συναίνεση του πολιτικού συστήματος εν το συνόλω του. Άνευ πρόβλεψης και προετοιμασίας οι κίνδυνοι επιβίωσης είναι άμεσοι και απολύτως ορατοί. Η πλέον απειλητική, εξωτερική επιβουλή παραπέμπει άνευ δισταγμού στην τουρκική διεκδικητική, επεκτατική παρουσία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία διαχρονικά δεν κρύβει τις επιθετικές της προθέσεις, αλλά αντιθέτως τις ανακοινώνει, τις δημοσιοποιεί, τις κοινοποιεί και τις εμπεδώνει στη διεθνή δημοσιότητα, η οποία και βεβαίως δεν αντιδρά υπέρ της απειλούμενης Ελλάδος, εάν δεν έχει ίδιο συμφέρον σύμπραξης.
Επομένως, η αίσθηση που καλλιεργείται σε ορισμένους κύκλους πως το σύστημα του ΟΗΕ ή της ΕΕ μπορούν να αποτελέσουν ασπίδα προστασίας και διεθνούς ασφάλειας για τον Ελληνισμό, είναι τόσο παραπλανητική, όσο και επικίνδυνη. Ο ΟΗΕ δεν παρεμβαίνει από μόνος του, ως προδήλως θα όφειλε, αλλά δίνει διά του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη στα κράτη το δικαίωμα να υπερασπίζονται εαυτούς και αλλήλους, μόνα και μετά συμμάχων. Η εθνική ασφάλεια και διά της τελευταίας σχετικής αναφοράς στη Συνθήκη της Λισσαβώνας υπογραμμίζεται πως παραμένει στην αποκλειστική ευθύνη των κρατών.
Εκδηλώνεται ως επικίνδυνη ψευδαίσθηση για την υπόσταση των κρατών εκείνη η αντίληψη που θεωρεί πως υφίσταται, εν είδει παγκοσμίου κράτους, ικανότητα υποστήριξης για τους απειλούμενους ή τους αδικημένους ή και έναντι παντός αδικοπραγούντος. Πρόκειται για μια ιδεαλιστική προσέγγιση της πολιτικής, που παραπέμπει στο δέον γενέσθαι και δεν ανταποκρίνεται στη διαχρονική πραγματικότητα του κόσμου των κρατών.
Εκείνοι που έχουν την ισχύ, όπως η Τουρκία εν προκειμένω, τη θέληση και την ικανότητα παρανόμου, πλην αποτελεσματικής για τα συμφέροντά τους παρέμβασης και παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας, το πράττουν και δη άνευ κόστους. Εσχάτως δε αυτή η πολιτική επιθετικής στάσης παρατηρείται και στην περίπτωση της βόρειας Συρίας, όπου τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν με τη στόχευση της κατάληψης, όπερ τυγχάνει και της σιωπηρής, πλην ηχηράς συναίνεσης του ρωσικού και του αμερικανικού παράγοντα, εκδιώκοντας και εξοντώνοντας τους Κούρδους.
Κράτη που διαδραματίζουν ή που επιδιώκουν να διαδραματίσουν ρόλο στη διεθνή πολιτική, το πράττουν με την ασφάλεια να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία των εθνικών τους επιλογών. Τούτο αποτελεί τη μόνιμη και σταθερή επίκληση, προσχηματική ή πραγματική, όλων εκείνων των δυνάμεων που ενεργοποιούνται σε διάφορα πεδία των διεθνών σχέσεων, επιθετικά ή και αμυντικά, στοχεύοντας στην αποκόμιση διεθνοπολιτικών κερδών από την κατά τα ανωτέρω δράση τους. Η επένδυση στην εθνική ασφάλεια στέλλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα πως η συγκεκριμένη κρατική οντότητα προβάλλει και με αυτό τον τρόπο την αποφασιστικότητά της για εμπέδωση και διατήρηση της εθνικής της ακεραιότητας. Η μηνυματική εν προκειμένω στάση συνιστά ή εκπέμπει και μία σημειολογική, ορατή και έμπρακτη αναβάθμιση του κράτους στη διεθνή σκακιέρα.
Ο κατευνασμός, ο οποίος παραδοσιακά συντρέχει τις σχέσεις των κρατών σε επίπεδο σύγκρουσης, συνύπαρξης, αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού, εκδηλώνεται και εκφράζεται μόνο στο πλαίσιο της σχέσης ισχυρού προς αδύναμο. Εάν εκδηλωθεί από τον αδύναμο προς τον ισχυρό, σηματοδοτεί σχέσεις παράδοσης και υποταγής. Η περίπτωση της Ελλάδας με την Τουρκία αναφέρεται προπάντων στην τουρκική επιθετικότητα, η οποία ούσα αναθεωρητική δύναμη, αντιμετωπίζεται μόνο διά της πολιτικής αποτροπής, δηλαδή προβολής ισχύος ως μόνης στρατηγικής, που μπορεί να διαφυλάξει την ασφάλεια και την ακεραιότητα της χώρας.
Εν κατακλείδι, επανερχόμενοι στην αρχική τοποθέτηση περί της ισραηλινής κρατικής παράδοσης, που αποτελεί απόσταγμα πολυετούς διεθνούς και περιφερειακής εμπειρίας, υπογραμμίζουμε πως, Ελλάδα και Κύπρος, οφείλουν προκειμένου να αποτελέσουν και εν τοις πράγμασι παράγοντες σταθερότητας στην περιοχή, να επενδύσουν στην πραγμάτωση πολιτικών εθνικής ασφάλειας.
*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο