Διεθνή

Πρόωρες εκλογές, αντί Χριστούγεννα στη Βρετανία

Για το κάθε πολιτικό κόμμα της Βρετανίας αυτές οι εκλογές αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για άρση του αδιεξόδου του Brexit με την προοπτική αποκόμισης κομματικών οφελών, αγνοώντας ή υποτιμώντας την πιθανότητα αυτή η εκλογική «ζαριά» τελικά να κάνει πραγματικότητα το Brexit που οραματίζονται οι αντίπαλοί του

Για δεύτερη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες το βρετανικό Κοινοβούλιο έσπασε την «παράδοση» και κατάφερε να συμφωνήσει σε κάτι. Τα Χριστούγεννα στη χώρα «αναβάλλονται» και τη θέση τους παίρνουν οι πρόωρες εκλογές. Για τρίτη φορά σε διάστημα τεσσάρων χρόνων το Ηνωμένο Βασίλειο οδηγείται σε μια εκλογική αναμέτρηση με μοναδικό αντικείμενο το Brexit. Την ίδια ώρα οι δημοσκοπήσεις απεικονίζουν με τον πλέον ξεκάθαρό τρόπο ότι οι παραδοσιακές πολιτικές δομές έπαψαν να υφίστανται, με τον διαχωρισμό πλέον να ορίζεται με βάση τις θέσεις πάνω στο Brexit. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι εκλογές θα δώσουν την τελική λύση ή θα είναι άλλο ένα επεισόδιο παράτασης του αδιεξόδου της χώρας.

Το ρίσκο των εκλογών

Oι εκλογές πάντως για τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά μια «παράκαμψη» στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει το Brexit πριν από τη λήξη της τρίτης αναβολής που δόθηκε από την ΕΕ. Αυτή η προσπάθειά του όμως δεν έρχεται χωρίς ρίσκο, αφού το πάθημα της προκατόχου του, Τερέζα Μέι, το 2017 δεν έγινε μάθημα για τον νέο αρχηγό των Τόρις. Δύο χρόνια πριν, με παρόμοιο τρόπο η Μέι, ενισχυμένη από τις δημοσκοπήσεις, οδήγησε τη χώρα στις κάλπες, μόνο για να πάρει ως αντάλλαγμα μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Εντούτοις, ο Τζόνσον επέλεξε τον «δύσκολο» δρόμο των εκλογών, αφού διέβλεπε το επικείμενο αδιέξοδο με την κατάθεση του νομοσχεδίου για το Brexit στη Βουλή, το οποίο δύσκολα θα επιβίωνε στη μορφή του από τις τροπολογίες της αντιπολίτευσης. Οι κίνδυνοι από την προκήρυξη των εκλογών σε κάθε περίπτωση παραμένουν υψηλοί. Σε κομματικό επίπεδο, οι κάλπες θα μπορούσαν να οξύνουν τα δομικά προβλήματα του κόμματος των Συντηρητικών, μεγαλώνοντας τις διαιρέσεις σε μια χρονική συγκυρία όπου οι παραδοσιακές τομές του κομματικού συστήματος της Βρετανίας δέχονται καίρια πλήγματα λόγω της πολυπλοκότητας του Brexit. Όπως και το 2017, τα υψηλά ποσοστά των δημοσκοπήσεων των οποίων χαίρουν οι Τόρις δεν είναι βέβαιο ότι θα μεταφραστούν σε ψήφους, αφού ο δρόμος μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου είναι μακρύς και οι προεκλογικές εκστρατείες τώρα αρχίζουν. Ενδεικτική αυτής της ρευστότητας είναι η διαφορά των 20 μονάδων που είχαν οι Τόρις το 2017 στις δημοσκοπήσεις, η οποία τελικά περιορίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες σε δύο μόλις μονάδες. Σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση ήδη διαφαίνεται ότι η μετακίνηση ψηφοφόρων είναι πιο πιθανή από ποτέ. Συγκεκριμένα, ενώ το 2017 οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί κέρδισαν μαζί το 84% των ψήφων, το αθροιστικό τους ποσοστό, σύμφωνα με τις νεότερες δημοσκοπήσεις, μετά βίας υπερβαίνει το 60%. Το υπόλοιπο 40% κατανέμεται ανάμεσα στις πιο «ακραίες» δυνάμεις του κομματικού τόξου, στους «remainers» Φιλελεύθερους και στο κόμμα του Brexit. Όλα δείχνουν πλέον ότι οι απηυδισμένοι Βρετανοί ψηφοφόροι δεν ταυτίζονται με ένα πολιτικό κόμμα αλλά με τη θέση του πάνω στο Brexit.

Οι θέσεις των κομμάτων πάνω στο Brexit

Για το κάθε πολιτικό κόμμα της Βρετανίας αυτές οι εκλογές αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για άρση του αδιεξόδου του Brexit με την προοπτική αποκόμισης κομματικών οφελών, αγνοώντας ή υποτιμώντας την πιθανότητα αυτή η εκλογική «ζαριά» τελικά να κάνει πραγματικότητα το Brexit που οραματίζονται οι αντίπαλοί του. Για τους Τόρις αυτές οι εκλογές για πολύ καιρό έμοιαζαν μονόδρομος. Η απουσία πλειοψηφίας στη Βουλή, η οποία μεγεθύνθηκε ακόμα περισσότερο επί πρωθυπουργίας Τζόνσον, τους ανάγκασε να θέσουν εαυτόν ξανά στην κρίση του λαού και να «ζητήσουν» περισσότερους βουλευτές, ώστε να περάσουν τη συμφωνία του Τζόνσον από το Κοινοβούλιο. Ελέω προεκλογικής εκστρατείας 10 αποστάτες βουλευτές έλαβαν συγχώρεση από τον αρχηγό των Τόρις. Παράλληλα, οι κομματικές μηχανές ζεσταίνονται για την επικείμενη μάχη με την επικοινωνιακή τακτική να επικεντρώνεται στην προσφιλή τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Ο Τζόνσον για να κερδίσει τις εκλογές θα προσπαθήσει όχι να ενοποιήσει τους ψηφοφόρους της χώρας, αλλά να αναδείξει τις διαφορές στη στάση τους για το Brexit, ενώ θα επιχειρήσει να εξαργυρώσει την «επιτυχία» της σύναψης μιας «νέας» συμφωνίας με τις Βρυξέλλες. Στις σκιές αυτών των διαφοροποιήσεων όμως παραμονεύει το κόμμα του Brexit του Νάιτζελ Φάρατζ, το οποίο θεωρείται βέβαιο ότι θα αντλήσει σημαντικό εκλογικό ποσοστό από τους Συντηρητικούς, παρά την «αυτοκτονική» του θέση για έξοδο χωρίς συμφωνία από την ΕΕ. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, οι οποίοι θέλουν ακύρωση του Brexit. Αποτελούν την ασφαλή επιλογή των remainers, αφού τάσσονται ανοιχτά υπέρ της ανάκλησης του άρθρου 50. Δίχως αμφιβολία όμως οι καλές επιδόσεις τους στις δημοσκοπήσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αμφίσημη θέση των Εργατικών και στο κενό που άφησαν με την πολιτική τους στάση στο Brexit. Πλέον η αξιωματική αντιπολίτευση προσανατολίζεται σε ένα αόριστο σχέδιο για ένα διαφορετικό Brexit, για το οποίο σε περίπτωση επικράτησής τους θα ζητήσουν νέα παράταση της προθεσμίας, ώστε να το διαπραγματευτούν με την ΕΕ. Θέλοντας όμως να πάρουν τις ψήφους των remainers, υπόσχονται παράλληλα τη διεξαγωγή ενός επιβεβαιωτικού δημοψηφίσματος. Τις δυνάμεις που αντιμάχονται το Brexit συμπληρώνουν οι Πράσινοι και το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας. Να σημειωθεί ότι, παρά τις κραυγές για ένα δεύτερο δημοψήφισμα, οι δυνάμεις των remainers έχουν κάνει ελάχιστα πρακτικά διαβήματα για να αποδείξουν ότι υπάρχει προοπτική για τη διεξαγωγή του. Η μόνη τους παρηγοριά είναι ότι οι ψηφοφόροι ίσως σταθούν λιγότεροι αυστηροί μαζί τους επειδή διατηρούν μια ξεκάθαρη θέση πάνω στο Brexit.

Η πολυπλοκότητα του εκλογικού

χάρτη στη Βόρεια Ιρλανδία

Ίσως το πιο σύνθετο εκλογικό τοπίο να βρίσκεται στη Βόρεια Ιρλανδία. Εδώ οι πολιτικές τομές υπακούνε σε άλλους κανόνες και ο παράγοντας του Brexit ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο τη συνθετότητα της κατάστασης. Αρχικά, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) τάσσεται υπέρ της παραμονής της περιοχής στη Βρετανία και αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό τους προτεστάντες. Το συγκεκριμένο κόμμα κράτησε στον αναπνευστήρα την Κυβέρνηση των Τόρις από το 2017, ενώ κατά την τελευταία πράξη του δράματος στη Βουλή καταψήφισε το χρονοδιάγραμμα για το νομοσχέδιο του Brexit. Στον αντίποδα βρίσκεται το Σιν Φέιν, το οποίο αντιπροσωπεύει τους καθολικούς και παραδοσιακά οι αντιπρόσωποί του δεν παίρνουν τις θέσεις τους στο Γουεστμίνστερ. Παρά τις σημαντικές τους διαφορές όλα τα κόμματα της Βόρειας Ιρλανδίας τάσσονται κατά του σκληρού συνόρου με την Ιρλανδία με κάποια μέλη του DUP παραδόξως να είναι υπέρμαχοι του Brexit. Γι’ αυτό και η πρόνοια που αντικατέστησε το back stop προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των ενωτικών κομμάτων, τα οποία θεωρούν ότι αποδυναμώνονται οι σχέσεις του με τη Βρετανία. Υπενθυμίζεται ότι με τη νέα συμφωνία η Βόρεια Ιρλανδία θα είναι μέρος του τελωνειακού εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά θα είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει ορισμένους κανόνες της ΕΕ, κάτι που μεταφράζεται από τους Βορειοϊρλανδούς ως σκληρό σύνορο μεταξύ των δύο περιοχών και προεξοφλεί ότι σε περίπτωση επανεκλογής Τζόνσον, δύσκολα θα μπορέσει να στραφεί στο DUP για σχηματισμό κυβέρνησης.

Τα τρία σενάρια της επόμενης ημέρας

Σε κάθε περίπτωση το σκηνικό σχεδόν ένα μήνα πριν από τις εκλογές παραμένει ρευστό. Αναλυτές επισημαίνουν ότι στη σύνθεση του νέου Κοινοβουλίου πάνω από 100 βουλευτές από τους 650 θα προέρχονται από τα μικρά κόμματα. Αυτό σημαίνει ότι ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες κάποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα να κερδίσει απόλυτη πλειοψηφία. Εντούτοις, τρία είναι τα βασικότερα σενάρια για τα αποτελέσματα των εκλογών και τον αντίκτυπο που θα έχουν στο Brexit. Σύμφωνα και με τις δημοσκοπήσεις, μεγαλύτερη πιθανότητα να κερδίσει πλειοψηφία έχει το κόμμα των Συντηρητικών. Το μαγικό νούμερο που επιδιώκει να αποκτήσει ο Τζόνσον είναι οι 326 βουλευτές, οι οποίοι θα του ανάψουν το πράσινο φως για να εκπληρώσει τον στόχο του να επικυρώσει τη συμφωνία για το Brexit. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι οι Τόρις αυτήν τη στιγμή δεν έχουν κανένα «φίλο» στο Κοινοβούλιο, εκτός κι εάν κερδίσει έδρες το κόμμα του Brexit, αν και η συγκυβέρνηση με τον Φάρατζ θα προϋπέθετε έξοδο από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Εάν ο Τζόνσον δεν κερδίσει απόλυτη πλειοψηφία, με μαθηματική ακρίβεια οδηγείται στο ίδιο αδιέξοδο που βρίσκεται σήμερα. Το δεύτερο σενάριο θέλει νικητή των εκλογών το Εργατικό Κόμμα. Παρά το γεγονός ότι δημοσκοπικά βρίσκονται δέκα μονάδες πίσω από τους Συντηρητικούς, οι εκπλήξεις στη βρετανική πολιτική σκηνή δεν είναι ασυνήθιστες, αφού κάτι παρόμοιο είχε γίνει στις εκλογές του 2017. Σε αυτήν την περίπτωση ο Κόρμπιν θα προσπαθήσει να εφαρμόσει το «Εργατικό» Brexit με νέα διαπραγμάτευση και δεύτερο δημοψήφισμα. Τέλος, σε περίπτωση που δεν συγκεντρώσουν πλειοψηφία οι Εργατικοί, θα μπορούσαν να σχηματίσουν συγκυβέρνηση με τους Φιλελεύθερους και ίσως τους Πράσινους και το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας. Αυτό το χρωματισμένο με «παραμονή» αποτέλεσμα θα μπορούσε να αλλάξει άρδην την πορεία του Brexit, παρά το γεγονός ότι οι Εργατικοί πλέον κλείνουν προς την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Μία νίκη των Εργατικών και η συνύπαρξη με αυτές τις δυνάμεις αυξάνει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα της ακύρωσης του Brexit και το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στις διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με την ΕΕ.