Υπάρχει χρηστή διοίκηση και κράτος δικαίου;

Στις 2.12.2019 οι Πρώην Βουλευτές διοργάνωσαν στον χώρο της Βουλής μια εκδήλωση για να τιμηθούν τα 20χρονα από την ψήφιση και εφαρμογή του Νόμου περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Νόμος 158(Ι)/99), ο οποίος ψηφίστηκε στις 20.12.1999, ομόφωνα, τότε, από τη Βουλή.

Ήταν εξαιρετική και δύσκολη πρωτοβουλία της ίδιας της Βουλής (Πρόταση Νόμου), που αναδείχθηκε ως μια τολμηρή και αποφασιστική τομή δικαίου, με την οποία δεν συμφωνούσε η Εκτελεστική και η Δικαστική Εξουσία. Προηγήθηκαν οι εργασίες μιας Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής υπό την Προεδρία του τότε Γενικού Εισαγγελέα Αλέκου Μαρκίδη, με τη συμμετοχή του Πρώτου Επιτρόπου Διοικήσεως, Νίκου Χαραλάμπους, και με ουσιαστική συμμετοχή του αείμνηστου Δημ. Στυλιανίδη, μετά την αφυπηρέτησή του από την Προεδρία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στις εργασίες των δύο αρμοδίων Κοινοβουλευτικών Επιτρόπων δεν συμμετείχε ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης και στη σχετική αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι:

«Οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, χωρίς να διαφωνούν ως προς τη χρησιμότητα ύπαρξης ενός κώδικα στον τομέα αυτό, εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για τη μορφή του κώδικα και για το ενδεχόμενο ο εν λόγω κώδικας να περιορίσει τη δικαιοπλαστική ευχέρεια του Ανώτατου Δικαστηρίου».

Το Ανώτατο, δε, Δικαστήριο είχε υποβάλει την άποψη ότι:

«Κρίνεται ανεπιθύμητη η κωδικοποίηση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, επειδή οι λόγοι ακύρωσης διοικητικής πράξης, απόφασης ή παράλειψης καθορίζονται στο σύνταγμα και αποτέλεσαν αντικείμενο πλούσιας νομολογίας».

Προφανώς, ο απλός πολίτης, αλλά, εν πολλοίς, και η διοίκηση δεν μπορούσαν να γνωρίζουν όλην την έκταση της Νομολογίας για να μπορούν να την επικαλεστούν, ο μεν πολίτης ως δικαίωμα και η διοίκηση ως βάση νόμιμης επίλυσης τής προς εξέταση περίπτωσης. Συνεπώς, η κωδικοποίηση των βασικών αρχών διαμόρφωσε τη δυνατότητα για μια εύκολη γνώση βασικών αρχών της χρηστής διοίκησης που έπρεπε να τηρηθούν.

Οι δύο Επιτροπές, αφού άκουσαν και την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, κατέληξαν ομόφωνα ότι:

«Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, με βάση σαφώς καθορισμένα και διαφανή νομοθετικά πλαίσια, θα εμπεδώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν και θα ενισχύσει την αξιοπιστία της…».

Το 2014 υπήρξε μία και μόνη μέχρι σήμερα τροποποίηση. Προηγήθηκε, οφείλω να αναφέρω, και η τροποποίηση του 2008 (πρόταση νόμου που υπέβαλα εκ μέρους του ΔΗΚΟ), που επεδίωξε να συμπεριλάβει στις αρχές του Νόμου και την έννοια του ηθικού εννόμου συμφέροντος, πέραν του υλικού.

Τροποποίηση που αμφισβητήθηκε με την Αναφορά του Προέδρου 1/2008, στην οποία η πλήρης Ολομέλεια έκρινε τα ακόλουθα (15.1.2009):

«Εν όψει των πιο πάνω αρχών, καταλήγουμε πως η Βουλή των Αντιπροσώπων, με την ψήφιση του επίδικου Νόμου, έχει εκφύγει της αρμοδιότητάς της με το να ερμηνεύει συνταγματικές πρόνοιες, όπως η έννοια του έννομου συμφέροντος, όπως αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος και όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

»Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο επίδικος νόμος συνιστά ανεπίτρεπτη απόπειρα ερμηνείας συνταγματικών προνοιών και, στη χειρότερη, προσπάθεια ισοδυναμούσα με τροποποίηση του Συντάγματος».

Το γεγονός παραμένει ότι η Βουλή διαμόρφωσε με τη Νομοθεσία του 1999 μια εξαιρετική και θεμελιώδη αρχή, τη γνώση διά Νόμου των δεσμευτικών αρχών της Νομολογίας. Αναγνωρίζοντας τη σημασία και το βάρος της Νομολογίας, μέσα από τις εκατοντάδες των αποφάσεων, καθόρισε σύντομα, απλά και κατανοητά τα όρια της άσκησης της διακριτικής εξουσίας των διοικητικών οργάνων, ώστε, με βάση την υπεροχή έναντι πάντων του Νόμου, να υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας το κατά πόσον η διοίκηση λειτούργησε δίκαια και νόμιμα. Προφανώς, έδωσε το δικαίωμα στον πολίτη να γνωρίζει και να διεκδικεί χρηστή διοίκηση ως ο Νόμος προβλέπει και, παράλληλα, στη Διοίκηση επέβαλε, νομοθετικά, πλέον, την υποχρέωση να ασκεί τα καθήκοντά της νόμιμα.

Η κωδικοποίηση διά Νόμου της Νομολογίας επανατροφοδότησε τη Νομολογία που αποφασίζει, πλέον, αντί με βάση μόνον την προηγούμενη Νομολογία της, κατ’ επίκληση και του Νόμου τούτου!

Η Νομολογία έκτοτε έχει αξιοποιήσει σε εκατοντάδες αποφάσεις Πρωτόδικες και της Ολομέλειας τις διατάξεις του Νόμου, π.χ. στο Διοικητικό Δικαστήριο τελευταία επίκληση του Νόμου έγινε με απόφαση 29.11.2019, ενώ στο Αναθεωρητικό Εφετείο έχουμε ανάλογη επίκληση σε απόφαση τής 13.9.2019.

Γι’ αυτό και η σκέψη των διοργανωτών να τιμηθεί η ενέργεια αυτή της Βουλής, αναδεικνύοντας την εικοσαετή σημασία της. Παράλληλα με την εκδήλωση, απέβλεψαν οι πρώην βουλευτές, ώστε να αποτελέσει αφορμή για πρόσκληση / πρόκληση, για αυστηρή, από πλευράς Διοίκησης, έστω από τώρα και για το μέλλον, τήρηση των αρχών αυτών.

Ήταν, δε, προς τον στόχο αυτόν εξαιρετικής σημασίας οι χαιρετισμοί του Προέδρου της Βουλής, του Γενικού Εισαγγελέα, του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, όπως και η ιστορική αναφορά του Νίκου Χαραλάμπους.

Προφανέστατα, όμως, προβληματίζει το γιατί δεν πέτυχε, η γνώση και επίκληση, από πλευράς του πολίτη, αυτών των αρχών και η αυστηρή εφαρμογή τους από τη Διοίκηση, να εξαφανίσει τη ΜΗ χρηστή διοίκηση, τη διαφθορά, την αδικία, το ρουσφέτι και την αυθαιρεσία, φαινόμενα που δεν αφήνουν να λογίζεται το Κράτος μας, ως Κράτος Δικαίου.

Το Δικαστήριο, με τη Νομολογία πριν από τον Νόμο, και η Βουλή, με τον Νόμο αυτό, έδωσαν τα όρια για χρηστή διοίκηση, όμως η Διοίκηση, πριν και μετά τον Νόμο, φαίνεται σαφώς ότι απέτυχε να αναδεικνύεται πραγματικά χρηστή.

Οπότε και ο πρόσθετος προβληματισμός: Μήπως αυτό που ήταν αναγκαίο από το 1960 αφορούσε τη νομοθετική «συμπλήρωση» και καθιέρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής του Άρθρου 150 του Συντάγματος, που προβλέπει τιμωρία σε περίπτωση περιφρόνησης της Δικαστικής απόφασης του Άρθρου 146 ως ίσχυε και ως τροποποιήθηκε από το 2015;

*Δικηγόρος