Χάγη ως μανδύας συνεκμετάλλευσης

Μετά τη συνομολόγηση συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και την εκμετάλλευση υποθαλάσσιου πλούτου, θέση που αντίκειται προς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, όπου παραβλέποντας τα ελληνικά νησιά, η Λιβύη διά του σημερινού καθεστώτος της και η Άγκυρα επιχειρούν διεμβολίζοντας την ελληνική και κυπριακή διάσταση της ΑΟΖ, να εμπεδώσουν μία κατάσταση που να εξυπηρετεί ευρύτερα ηγεμονικά συμφέροντα της Άγκυρας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.

Η εξέλιξη αυτή και παρά το γεγονός της διεθνούς παρανομίας της Άγκυρας και των συμπραττουσών με αυτήν πολιτικών οντοτήτων, ανέδειξε μία παλιά συζήτηση παρεισφρέουσα στη διεθνή δημοσιότητα, που αναφέρεται στην αντίληψη της συνεκμετάλλευσης θαλασσίων πόρων και ευρύτερων δεδομένων. Συνεκμετάλλευση κατ’ ουσία σημαίνει πως παραβιάζεται ή δεν λαμβάνεται υπόψη το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο ώς τώρα η Ελλάδα επικαλείται αδιαλείπτως, αλλά προσεγγίζεται το ζήτημα μέσα από μία γεωφυσική διάσταση τουρκικής έμπνευσης, που αναφέρεται στη ρύθμιση της διαφοράς με βάση τον διαχωρισμό του Αιγαίου σε δύο ισομερείς περιοχές, όπου οι ακτές των δύο χωρών συναντώνται στο κέντρο και δεν λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη του νησιωτικού πλέγματος του Αιγαίου.

Εν όψει τούτων μια ενδεχόμενη έκβαση της παραπομπής του ζητήματος στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης προϋποθέτει συνομολόγηση ενός συνυποσχετικού, δηλαδή μιας συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας ως προς το περιεχόμενο της προσφυγής. Εν συνεχεία, καλούνται οι διεθνείς δικαστές, με βάση την παρουσίαση του αμοιβαίως αποδεκτού επίδικου, να εκδικάσουν μία διεθνή υπόθεση, η οποία, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική και την παράδοση του Διεθνούς Δικαστηρίου, καταλήγει σε ένα πολιτικό συμβιβαστικό σκεπτικό. Το Διεθνές Δικαστήριο δεν αποδίδει δικαιοσύνη εν είδει εσωτερικού δικαίου, όπως συνηθίζεται στις εσωτερικές δομές των κρατών, αλλά προσεγγίζει το πρόβλημα σύμφωνα με τις απόψεις και των δύο και αποφασίζει, επιχειρώντας συγκερασμό των θέσεων των δύο πλευρών.

Η επιλογή της προσέγγισης διευθέτησης του ζητήματος μέσω συνυποσχετικού με την Τουρκία και προσφυγής στη Χάγη δεν διαθέτει πιθανότητες πραγμάτωσης, καθώς το συνυποσχετικό προϋποθέτει τη σύμπραξη και των δύο μερών. Είναι, επίσης, γνωστό πως η Τουρκία, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία της Χάγης, αλλά δεν προτίθεται να προσφύγει με την Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο, καθώς επιδιώκει να επιβάλει τους όρους της διά του δικαίου της ισχύος, όπως συνηθίζει εξάλλου στην ιστορική της διαδρομή στον χώρο. Κατά ταύτα, θεωρεί πως η απευθείας διαπραγμάτευση με την Ελλάδα θα προσπορίσει στην ίδια μεγαλύτερα κέρδη εδαφικά και διεθνοπολιτικά απ’ ό,τι μία ενδεχόμενη προσφυγή στη Χάγη.

Προσφεύγοντας από κοινού στη Χάγη παραδέχεται η κυρίαρχη χώρα, που είναι η Ελλάδα εν προκειμένω, ότι υπάρχει επίδικο ζήτημα προς διευθέτηση. Παρακάμπτεται, λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο η ουσία του θέματος, που συνίσταται στο ότι η Ελλάδα είναι κυρίαρχη δύναμη, την οποία προστατεύει το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας και το οποίο πρέπει η ίδια να μπορεί να υπερασπισθεί με ίδιες δυνάμεις. Συνεπώς, προσφεύγουσα με τη διεκδικούσα χώρα στο διεθνές δικαστήριο αποδέχεται ότι υπάρχει διαφορά, νομιμοποιώντας σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές διεκδικήσεις.

Το δεδομένο αυτό καταδεικνύει μία διαπιστωμένη διάσταση πως δεν υπάρχει περίπτωση να αποδοθεί στον τουρκικό παράγοντα η βάσει του Διεθνούς Δικαίου ένοχη παρεμβατική παρουσία στον ελληνικό χώρο και η παραβίαση ελληνικών δικαιωμάτων. Αυτό θα επέφερε, κατά τα ανωτέρω, παραχώρηση εθνικού χώρου διά της οδού μιας «νομιμοποιημένης» διαδικασίας του Δικαστηρίου της Χάγης.

Η εκδήλωση της βούλησης για προσφυγή από την Ελλάδα από κοινού με την Τουρκία για επίλυση της ούτω καλούμενης διαφοράς, θα μπορούσε να αποδοθεί και στη θέληση της ελληνικής κυβέρνησης να καταδείξει στον διεθνή παράγοντα πως υπάρχει από πλευράς Ελλάδος η πολιτική βούληση για την ειρηνική διευθέτηση της όποιας διαφοράς. Είναι, επίσης, ενδεχόμενο πως ακόμα και τώρα η ελληνική πλευρά, εθελοτυφλώντας, δεν μπόρεσε να αποδεχθεί ή να κατανοήσει αυτό που πραγματικά αποτυπώνει η τουρκική διάσταση της πολιτικής, εξακολουθώντας να αντιμετωπίζει την Άγκυρα σαν μια χώρα που λειτουργεί και σέβεται τους διεθνείς θεσμούς και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Συνοψίζοντας, η προσφυγή θα έχει ως αποτέλεσμα μια ποντιοπιλατική λογική στην καλύτερη περίπτωση για την Ελλάδα, ενώ η Τουρκία, θεωρώντας πως η πολιτική ισχύος είναι αυτή που επικρατεί της αντίστοιχης του Διεθνούς Δικαίου, θα χρησιμοποιήσει τα μέσα που ακολουθεί παραδοσιακά για να επιβάλει τη βούληση και τα συμφέροντά της, πράγμα που μπορεί να συμβεί σε περιοχές που η ίδια παρανόμως μεν, εν τοις πράγμασι δε, έχει χαρακτηρίσει ως ανήκουσες στη δική της δικαιοδοσία, πλην όμως βάσει του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας υπάγονται στην Ελλάδα.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο