Με όλες μας τις δυνάμεις

Είκοσι Ιουλίου 1974. Η τουρκική εισβολή σηματοδοτεί το χειρότερο χτύπημα στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου και του λαού της. Ενός λαού που κατόρθωσε να επιβιώσει από πολλούς κατακτητές και να φτάσει, μέσα από λάθη και πάθη, μέσα από ατέρμονες ξένες παρεμβάσεις και επεμβάσεις, σε μια κολοβωμένη και εξαρτημένη ανεξαρτησία το 1960. Ενός λαού που, παρά τα χίλια-μύρια κύματα του χρόνου που μεσολάβησε ώς το 1974, κατόρθωσε να οικοδομήσει ένα ευημερούν κράτος, με πολλά δημοκρατικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα. Κατόρθωσε μια θαυμαστή πορεία, έστω πληγωμένη με διενέξεις, αντιπαραθέσεις και αίμα. Ώς τη στιγμή που ξένα και εντόπια συμφέροντα, ηλιθιότητα και άγνοια, οδήγησαν στην προδοσία του 1974. Την προδοσία η οποία άνοιξε τον δρόμο στην τουρκική βάρβαρη εισβολή. Και από τότε υποφέρει και η χώρα και ο λαός. Από τότε ψάχνει τον δρόμο που θα αποκαταστήσει την πλήρη ανεξαρτησία, κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της χώρας και του κράτους. Από τότε ψάχνει το μονοπάτι που θα τερματίσει την κατοχή και θα φέρει την επανένωση και απελευθέρωση. Που θα καταστήσει κυρίαρχο και αφέντη του τόπου του, μόνο τον ίδιο. Τον κυπριακό λαό στο σύνολό του.

Σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια μετά, ακόμα ψάχνει. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, η κατοχή και τα σκληρά παράγωγά της παραμένουν. Και όχι μόνο παραμένουν, αλλά οι κίνδυνοι για το μέλλον του τόπου και του λαού επαυξάνονται. Τι κι αν η Κυπριακή Δημοκρατία έχει καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι και αν έχει εξευρεθεί φυσικός ενεργειακός πλούτος στα σπλάχνα της κυπριακής θάλασσας, ικανός να καταστήσει ευημερούσα όλη τη χώρα και να ανταμείψει πλουσιοπάροχα το σύνολο των Κυπρίων. Όλων των παιδιών της κύπριας γης. Και λογικά διερωτάται, απογοητεύεται, θυμώνει και συγχύζεται. Δυσανασχετεί για το παρόν και φοβάται για το μέλλον. Όσες αλλαγές και να επήλθαν στον κόσμο, και επήλθαν πολλές, συγκλονιστικές και ιστορικές, σε όλους τους τομείς, το Κυπριακό παραμένει. Παραμένει στάσιμο και άλυτο. Και, πέραν αυτού, τα μαύρα σύννεφα του άλυτου Κυπριακού και της οριστικής διχοτόμησης, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, παραμένουν και επαυξάνονται. Ορατός ο κίνδυνος η διχοτόμηση να προέλθει είτε από το πέρασμα του χρόνου και τη μονιμοποίηση και νομιμοποίηση του status quo, είτε από μια μορφή «λύσης» που θα ισοδυναμεί με διχοτόμηση, είτε μια «λύση» με εγγυήτρια και παρούσα την Τουρκία, και, άρα, επικυρίαρχο, που σημαίνει καταστροφή για τον λαό και τον τόπο. Όχι μόνο για όσους λόγους ίσχυαν προς τούτο μέχρι χθες, αλλά και επιπρόσθετα, γιατί η σημερινή Τουρκία μεγαλώνει. Και μεγαλώνουν μαζί όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά ενός κράτους αυταρχικού, συντηρητικού και ιμπεριαλιστικού.

Οι λόγοι που μας έφεραν ώς εδώ, πολλοί και διάφοροι. Άλλοι αντικειμενικοί και άλλοι υποκειμενικοί. Το απάνω χέρι, βέβαια, το έχουν οι αντικειμενικοί λόγοι. Οι εξελίξεις, δηλαδή, στο διεθνές πεδίο, οι αλλαγές στους συσχετισμούς δυνάμεων και συμφερόντων, που επέτρεψαν στην Τουρκία και το κατεστημένο που την διαφεντεύει να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Αλλαγές που διεθνώς σπρώχνουν προς τον περιορισμό της δημοκρατίας, των εθνικών και λαϊκών δικαιωμάτων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών και προάγουν τον ολοκληρωτισμό, τον σοβινισμό κάθε είδους, την επεκτατικότητα και επιθετικότητα. Και όλα αυτά μαζί πλήττουν τους λαούς, τα έθνη, τη μάζα των πολιτών, τις κατακτήσεις των απλών ανθρώπων, τις κοινωνίες και τα κράτη στο σύνολό τους, ιδιαίτερα τα μικρά μεγέθη και, τέλος, τον ίδιο τον πλανήτη.

Εκείνο, όμως, στο οποίο εμείς οφείλαμε και οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας είναι οι υποκειμενικοί παράγοντες. Στα δικά μας όρια, ευθύνες, δικαιοδοσία και δυνατότητες. Στην ικανότητά μας να εντοπίζουμε τις αλλαγές και τα συμφέροντα όπως διαμορφώνονται και να προσαρμόζουμε την τακτική και τους χειρισμούς μας, στο πλαίσιο μιας χαραγμένης στρατηγικής, στηριγμένης στον τελικό μας στόχο. Προϋπόθεση γι’ αυτό η μελέτη, η γνώση και ανάγνωση της πραγματικότητας. Όχι για να παραδοθούμε, αλλά για να καταστήσουμε τον αγώνα μας άκρως αποτελεσματικό, έτσι ώστε να πετύχουμε τον στρατηγικό μας στόχο. Την επανένωση και απελευθέρωση της Πατρίδας μας. Τη μετατροπή του διχοτομημένου de-facto τόπου μας σε ελεύθερο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο. Τη συνέχιση και μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σ’ ένα κανονικό κράτος, με νέα πολιτειακή μορφή, χωρίς εγγυητές, ξένους στρατούς, προστάτες και επικυρίαρχους. Το πρώτο-πρώτο χαρακτηριστικό που οφείλαμε να διαφυλάξουμε, για να φτάσουμε στον στόχο μας, και δεν το πράξαμε, ήταν να διατηρήσουμε συνέχεια και συνέπεια στη γραμμή και τακτική, που χαράχθηκε μέσα σε πολύ αντίξοες, τραγικές συνθήκες. Δηλαδή, τη στόχευση ενός ενωμένου λαού, εδάφους, κράτους και θεσμών, υπό την πολιτειακή μορφή της ομοσπονδίας. Μιας τέτοιας ομοσπονδίας, η οποία να συνάδει με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα ενός κανονικού κράτους. Προς τούτο, από δεκαετίες χαράχτηκε η στρατηγική και τακτική μας. Για τη στρατηγική, τον στρατηγικό στόχο έχω ήδη αναφερθεί. Δηλαδή, επανένωση, απελευθέρωση, πλήρης αποκατάσταση ελευθερίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας, κυριαρχίας, χωρίς εγγυητές και προστάτες και επικυρίαρχους. Ένα κράτος ομοσπονδιακό, διάδοχο και συνεχιστή της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτος κανονικό, δημοκρατικό και ενωμένο. Ισότιμο μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η τακτική συνίστατο στη διεθνοποίηση του προβλήματος, τις συνομιλίες, την επαναπροσέγγιση, την αμυντική θωράκιση και τη διασφάλιση ισχυρού οικονομικού μετώπου και ενωμένου εσωτερικού μετώπου. Τι απ’ όλα τα πιο πάνω ακολουθήσαμε με συνέχεια και συνέπεια; Η απάντηση, μόνο θλίψη προκαλεί. Έστω και τώρα ας επαναπροσανατολιστούμε στον στόχο και ας ακολουθήσουμε με συνέπεια και συνέχεια την τακτική. Και να δώσουμε σ’ αυτήν την τελική προσπάθεια όλες μας τις δυνάμεις.