«Απολογισμός»

Στο ποίημά του «Απολογισμός» ο Βάσος Λυσσαρίδης λέει «Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση, μου φαίνεται πως τώρα ξέχασα και να μετρώ».

Προτού, λοιπόν, ξεχαστώ στο μέτρημα των χρόνων και των κόπων, επιχειρώ έναν απολογισμό βιωματικού χαρακτήρα.

Ανεβαίνω για πρώτη φορά στο βήμα της Βουλής για να παρουσιάσω τις θέσεις των Οικολόγων για τον προϋπολογισμό της Κυβέρνησης Κληρίδη, το 2001. Ήταν η εποχή που έσπασε η φούσκα του χρηματιστηρίου, χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις έκλεισαν, περιουσίες άλλαξαν χέρια, κάποιοι χρεοκόπησαν, κάποιοι πλούτισαν.

Τότε υποσχεθήκαμε στον λαό δικαιοσύνη, Νέμεση και τιμωρία των ενόχων. Θυμάστε τον τότε Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, τον κ. Πουργουρίδη, όταν έλεγε ότι θα παραιτηθεί, εάν δεν βάλει φυλακή τους ενόχους του μεγάλου σκανδάλου του Χρηματιστηρίου. Ήμουν εκεί, μέλος της επιτροπής, στις εκατοντάδες ώρες εργασίας της επιτροπής. Συνεδριάζαμε σε κάτι θλιβερές λυόμενες κάμαρες (αίθουσες δεν θα τις έλεγα) κάπου στη βορειοανατολική γωνία του οικοπέδου, όπου κτίστηκε λίγα χρόνια μετά η νέα πτέρυγα της Βουλής. Τότε ακόμα οι βουλευτές κάπνιζαν αρειμανίως μέσα στη συνεδρίαση, τα τασάκια γέμιζαν αποτσίγαρα και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Ήταν ένα βασανιστήριο για όσους από εμάς γινόμασταν αναγκαστικά παθητικοί καπνιστές. Όμως αντέξαμε, γιατί ήμασταν αποφασισμένοι να κάνουμε τη δουλειά που πρέπει να γίνεται σε κάθε Κοινοβούλιο, δηλαδή να αναδεικνύεται η αλήθεια και να οδηγούνται οι ένοχοι στη δικαιοσύνη.

Ετοιμάσαμε ένα ογκωδέστατο πόρισμα.

Ποιος τιμωρήθηκε, ποιος παραιτήθηκε, ποιος πιστεύει ότι αποδώσαμε δικαιοσύνη;

Ακόμα ψηφίζουμε προϋπολογισμούς για το Χρηματιστήριο – κακόφημο ίδρυμα το λέγαμε τότε – και η Κυβέρνηση – διά της πρόσφατης ομιλίας του Υπουργού στη Βουλή – μας κοροϊδεύει ότι θα προχωρήσει στην ιδιωτικοποίησή του.

Ύστερα μπήκαμε στην κούρσα της ενταξιακής προετοιμασίας. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων λειτουργούσε εντατικά, περίπου ως υπερεξουσία μέσα στη Βουλή. Ψηφίζαμε τις ευρωπαϊκές οδηγίες σωρηδόν και με το κιλό, πολλές φορές χωρίς τη δέουσα προσοχή, με στόχο, όμως, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, να ενισχύσουμε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και συγκεκριμένους ημέτερους κύκλους, γενικώς.

Χωρίς σκέψη και χωρίς πρόνοια αποδεχθήκαμε αβίαστα και χωρίς επιφύλαξη τις ευρωπαϊκές ρήτρες για τη γεωργία, τον ανταγωνισμό, τη βιομηχανία κ.ο.κ., που οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή ουσιωδών τομέων της οικονομίας μας. Ήμουν στη Βουλή μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο, ναυαγός σε μια θάλασσα ευρωπαϊκής φρενίτιδας, που είχε καταλάβει τους πάντες.

Έζησα με πόσο ενθουσιασμό μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αργότερα στην Ευρωζώνη και στο Ευρώ, χωρίς περίσκεψη, χωρίς προβληματισμό.

Ύστερα ήρθαν και τα χρόνια της επίπλαστης ευδαιμονίας. «Λεφτά να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι», έλεγε συχνά ένας δικηγόρος πολιτευτής. Ήταν η εποχή με τους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς - όχι λόγω περικοπών και της χρηστής διαχείρισης - αλλά λόγω των υπέρογκων εισροών, της φούσκας των ακινήτων, των ρωσικών και άλλων κεφαλαίων και των ύποπτων συναλλαγών.

Έζησα τα χρόνια που ξοδεύαμε αλόγιστα και χωρίς στόχευση.

Κι όπως ήταν φυσικό, ο ανήφορος έφερε κατήφορο. Ήρθε και στην Κύπρο η οικονομική κρίση που τάχα θα μας προσπερνούσε, γιατί «έχουμε τους πιο άξιους τραπεζίτες».

Προηγήθηκε, όμως, δυστυχώς η φονική έκρηξη στο Μαρί. Πάλιν υποσχεθήκαμε στον λαό τιμωρία. Υποσχεθήκαμε δομικές αλλαγές σύμφωνα με το πόρισμα Πολυβίου που να καταργούν αυτό το κράτος της διαφθοράς και της διαπλοκής.

Δεν έγινε τίποτα.

Ήρθε μετά η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, η οποία – λόγω Ευρωζώνης - συμπαρέσυρε και την ευρύτερη οικονομία της Κύπρου. Ήρθε και η Τρόικα και έφερε το μνημόνιο. Απομείωση των καταθέσεων, ανεργία, μείωση απολαβών και μισθών, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εκποιήσεις κ.ο.κ. Από το 2011 διαρκεί αυτή η κρίση, αλλά δεν είδαμε να γίνεται και ευκαιρία για αλλαγή και διάφορα άλλα Κινέζικα που λέγαμε τότε.

Για να είμαστε ειλικρινείς, η κρίση έφερε πολλή δυστυχία, πολύ πόνο, αλλά πολύ λίγη αλλαγή. Το χειρότερο για μένα: Έφερε το τέλος της ψευδαίσθησης, ότι αυτός ο τόπος θα τολμήσει να δοκιμάσει το φρούτο που λέγεται «ριζοσπαστικές αλλαγές». Αποδείχθηκε ότι προτιμά το γλυκό που λέγεται «μεταρρύθμιση» ή, αλλιώς, επί το κυπριακότερον, «στύλλον, στύλλον άνεση».

Συνεδριάζαμε ώρες ατέλειωτες στη Βουλή - και τι κάναμε; Συγγράφαμε πορίσματα για τις ευθύνες της καταστροφής, για να τιμωρηθούν οι ένοχοι της τραγωδίας.

Μπήκαν κι αυτά στο strong room της Βουλής.

Ζητήσαμε – και ακόμα ζητάμε – τη λίστα των ληστών. Ανοίξαμε τους φακέλους των Panama papers, της λίστας Λαγκάρντ και της Κεντρικής Τράπεζας.

Τιμωρήθηκε κανείς; Πόσοι πήγαν φυλακή; Επιστράφηκαν τα κλεμμένα; Τίποτα.

Αντίθετα, ξοδεύτηκαν εκατοντάδες ώρες για να μελετηθούν και να ψηφιστούν τα νομοσχέδια που έσωσαν τις τράπεζες, έκλεισαν όμως τον Συνεργατισμό, στήριξαν τις μεγάλες επιχειρήσεις με φοροαπαλλαγές και κίνητρα, αλλά δεν έσωσαν από την καταστροφή τις μικρές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Νιώθω απέραντη λύπη για όλα αυτά που συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια και βαριά την ευθύνη. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Όχι από ευγένεια και πολιτικό καθωσπρεπισμό, αλλά γιατί αισθάνομαι προσωπική ευθύνη. Όχι γιατί δεν προσπάθησα, αλλά γιατί δεν τα κατάφερα να εμποδίσω το κακό. Γι’ αυτό νιώθω ευθύνη, λύπη και απέραντο θυμό.

Πέρασαν τα χρόνια. Από το 2001, την εποχή που έσκασε η φούσκα του Χρηματιστηρίου και της ιστορικής φράσης του κ. Πουργουρίδη μέχρι το success story τού παραιτηθέντος (με χρονοδιακόπτη, όμως), λόγω Συνεργατισμού, κ. Χάρη Γεωργιάδη, έζησα πολλά και μίλησα για πολλά.

Μίλησα, φώναξα, πολλές φορές υπερβολικά δυνατά, ίσως και με απρεπή τρόπο για τα μέτρα και τα ήθη της κατεστημένης αντίληψης και του πολιτικού «σαβουάρ βιβρ». «Δεν ξέρω, αν έσπειρα πικρίες, δεν με δέρνουν, τα ανέγγιχτα με τυραννούν», γράφει ο Βάσος Λυσσαρίδης στον «Απολογισμό».

Γιατί, σε αυτά τα 19 χρόνια στη Βουλή μπορεί να περάσαμε πολλές κρίσεις και καταστροφές, να παλέψαμε με Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και τον ίδιο τον Ποσειδώνα, αλλά λυπάμαι να παρατηρήσω ότι δεν καταφέραμε να γλιτώσουμε

«αυτή η φλούδα, απ’ το τσακάλι και την αρκούδα», όπως λέει και ο μέγας Νίκος Γκάτσος.

Τα άγρια θηρία μάς κυβερνούν, γράφουν την ιστορία και εξολοθρεύουν κάθε ίχνος αντίστασης, με τα ανίκητα, όπως φαίνεται, μέσα εξουσίας που διαθέτουν.

Και τι κάνουμε τώρα; Παραδίνουμε τα κλειδιά στο κακό και στο άδικο; Ας ακούσουμε τι λέει γι’ αυτό ο Βάσος Λυσσαρίδης στον «Απολογισμό».

«Κάλλιο, παιδί μου, να πορεύεσαι με πίκρα, την πίκρα ενός οράματος που ξέφυγε, παρά τη γλύκα μιας ανώφελης φυγής».

*Βουλευτής και Πρόεδρος Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών