Η διαχείριση της οικονομίας του Τόπου, 1960-2019 VI

Από την έναρξη της τελευταίας οικονομικής κρίσης με συνεχή τηλεμηνύματα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους αρμόδιους Υπουργούς, τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, τους ΓΔ Υπουργείου Οικονομικών, Γραφείου Προγραμματισμού, τον Έλληνα Πρωθυπουργό και άρθρα στον Τύπο, επέμενα και πάλι με συγκεκριμένες εισηγήσεις στην ανάγκη προώθησης της ανάπτυξης παράλληλα με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Η έμφαση που δόθηκε κι οι συζητήσεις που έγιναν στράφηκαν προς την κατεύθυνση της μείωσης των δαπανών και του δημόσιου χρέους, δηλαδή τη μείωση του αριθμητή του κλάσματος του δημοσιονομικού δείκτη. Πολύ λίγες εισηγήσεις έγιναν για την περίπτωση αύξησης του παρονομαστή, την αύξηση του ΑΕΠ, την ανάπτυξη. Ούτε η Ε.Ε., ούτε τα αρμόδια Όργανά της, ούτε το ΔΝΤ, ασφαλώς, έδωσαν έμφαση στην ανάπτυξη ως μέσο εξόδου από τα αδιέξοδα της κρίσης.

Μερικοί έγκριτοι οικονομολόγοι, που αναφέρθηκαν στην ανάπτυξη, δεν προχώρησαν παρακάτω, γιατί θεώρησαν ότι αυτή δεν μπορεί να προωθηθεί λόγω της δημοσιονομικής κατάστασης. Ούτε η Κυβέρνηση ούτε οι Ημικρατικοί Οργανισμοί είναι σε θέση να προωθήσουν αναπτυξιακά έργα. Από την άλλη, ένα ευρύτερο πρόγραμμα ενθάρρυνσης του ιδιωτικού τομέα για δραστηριοποίηση και πάλι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έχει ως συνέπεια την απώλεια δημοσίων εσόδων. Κι έτσι η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην περικοπή δαπανών και την αύξηση των εσόδων. Κι οι δύο ενέργειες, έστω κι αν γίνονται υπό τον μανδύα των διαρθρωτικών αλλαγών και μπορεί να είναι σωστές υπό ομαλές συνθήκες, έχουν σαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και τη μη προώθηση της ανάπτυξης. Έχουμε κάπου εφαρμογή της γνωστής κυπριακής παροιμίας «το σσιοινίν του χωρκάτη μονό δεν φτάνει και διπλό φτάνει και περισσεύκει».

Αλλά δεν είναι πρόθεσή μου να εμπλακώ τώρα σε οικονομικές θεωρίες περί της σημασίας τόνωσης της ζήτησης σε περίοδο ύφεσης μέσω της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής.

Δυστυχώς, τόσο στην Κύπρο όσο κι ευρύτερα επικράτησαν οι οικονομολόγοι της συντήρησης έναντι των αναπτυξιακών οικονομολόγων. Όμως, θα εισηγηθώ κάτι, που έκαμα τότε με σχετικά σημειώματα προς τους ιθύνοντες κι εδώ και στην Ελλάδα. Εφόσον ο δημόσιος τομέας δεν είναι σε θέση να τονώσει τη γενικότερη ζήτηση (κατανάλωση+επένδυση), γιατί η Κυβέρνηση δεν ενθαρρύνει/υποβοηθεί τον ιδιωτικό τομέα να επιδείξει μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον; Κι ας μην προβληθεί το επιχείρημα ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι πρόθυμος να επενδύσει εν μέσω ύφεσης. Ο ίδιος ο ιδιωτικός τομέας κατόπιν επαφών που είχα με το ΚΕΒΕ, την ΟΕΒ και τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Εργοληπτικών Εταιρειών δημοσιοποίησε κατάλογο με μεγάλα αναπτυξιακά έργα, που ήθελε να προωθήσει αν είχαν την ενθάρρυνση και τη διευκόλυνση της Κυβέρνησης. Αλλά πέραν τούτου, η εισήγησή μου προς τους αρμοδίους ήταν όπως η Κυβέρνηση αναθέσει αριθμό δημοσίων έργων με το σύστημα του B.O.T. στον ιδιωτικό τομέα. Μερικά από τα έργα που εισηγήθηκα ήταν η ανέγερση κυβερνητικών κτηρίων παγκυπρίως, τα περισσότερα από τα οποία είναι ενοικιαζόμενα και μάλιστα με επαχθείς όρους, η ανάθεση της ανέγερσης κατοικιών για τους δικαιούχους του Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης κ.λπ, η εκτέλεση οδικών έργων, μαρίνων κ.ά. Τα έργα αυτά θα πρέπει ούτως ή άλλως να γίνουν. Γιατί να μη γίνουν τώρα; Κι αν ακόμα με τη μέθοδο αυτή αυξηθεί το δημόσιο χρέος, σύμφωνα με μια σχολή σκέψης στο Υπουργείο Οικονομικών, τα οφέλη από τη δραστηριοποίηση της οικονομίας, η αύξηση της απασχόλησης και η βελτίωση των δημόσιων οικονομικών θα είναι τέτοια, που θα μπορούσαμε να «αντέξουμε» μια μικρή αύξηση του χρέους. Η Κυβέρνηση επίσης μέσω των αρμοδίων Υπουργείων θα ‘πρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία υποβοήθησης του ιδιωτικού τομέα (επίσπευση έκδοσης αδειών, πάταξη γραφειοκρατίας κ.λπ). Αυτά έπρεπε να γίνουν όταν διεφάνη ότι η διεθνής κρίση θα επηρέαζε και την κυπριακή οικονομία. Ακόμη και η κρίση ρευστότητας που παρουσιάστηκε αργότερα στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα θα μπορούσε να είχε τουλάχιστον απαμβλυνθεί αν χρησιμοποιούσαμε σωστά την επιπλέον ρευστότητά του. Η ρευστότητα που υπήρχε τότε στο σύστημα χρησιμοποιήθηκε δυστυχώς για επενδύσεις σε ελληνικά χρεόγραφα κι αλλού, με τις γνωστές πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.

Ευτυχώς σήμερα πλήθυναν οι φωνές για την ανάγκη ανάπτυξης. Για τις σημερινές δυσκολίες χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα γενικά από τις τράπεζες, που φαίνεται είναι πραγματικές, ήθελα να εισηγηθώ να μελετηθεί ένα εγχείρημα που κάναμε αμέσως μετά το 1974, όταν αντιμετωπίζαμε ανάλογες και πιο δύσκολες καταστάσεις. Τότε δημιουργήσαμε το Ταμείο Χρηματοδότησης Έργων Προτεραιότητας στην Κεντρική Τράπεζα με την υποχρεωτική κατάθεση ενός μικρού ποσοστού των καταθέσεων των τραπεζών. Με βάση ένα κατάλογο προτεραιοτήτων, που ετοίμασε το Γραφείο Προγραμματισμού και με κυβερνητική εγγύηση οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν μέσω του Ταμείου έργα επαναδραστηριοποίησης/ανάπτυξης. Η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν μεγάλη, ενώ η Κυβέρνηση δεν είχε καμιά απώλεια. Τα δάνεια θα δίδονται με τις συνήθεις εξασφαλίσεις και τραπεζικές διαδικασίες. Δεν μελέτησα πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο εγχείρημα λόγω των δεσμεύσεών μας με την ΕΕ. Αλλά κι αν ακόμα λογίσουν τις κυβερνητικές εγγυήσεις ως μέρος του δημόσιου χρέους, νομίζω θα άξιζε τον κόπο να υποστούμε μια κάποια αύξηση αν πράγματι καταφέρουμε με τον τρόπο αυτό να δραστηριοποιήσουμε την οικονομία και να αντιμετωπίσουμε τα άλλα προβλήματα που η λαίλαπα της τελευταίας οικονομικής κρίσης μάς άφησε.

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού