Ελληνοτουρκικής διένεξης επιφαινόμενα και πραγματικότητες

Δεδομένων των εξελίξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εστιάζουμε στην εδώ και δεκαετίες κυπριακή υπόθεση ως ακρογωνιαίο λίθο της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Η τελευταία εκδηλώνει μία πραγματικότητα τουρκικού επεκτατισμού διαχρονικά εκτεινόμενου, που άπτεται της κυπριακής ανεξαρτησίας. Τούτου λαμβανομένου υπόψη, η προσέγγιση που αναπτύσσεται πως τυχόν επίλυση του Κυπριακού υπό τις παρούσες συνθήκες και διαπραγματευτικό περίγραμμα θα συνεισφέρει τα μάλα στην επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων ή την ακύρωση της όποιας υφιστάμενης συγκρουσιακής διάστασης, οριοθετείται ως εκτός τόπου, χρόνου, θεματικής και στρατηγικής προσέγγισης. Τούτο γιατί η Τουρκία φρόντισε και φροντίζει να διακηρύσσει τις διεκδικήσεις της και να προσδιορίζει τη στρατηγική της στόχευση, η οποία ανέκαθεν, αλλά και επί του παρόντος, δεν ήταν η Κύπρος αυτή καθ’ εαυτή, αλλά βάσει της αντίληψής της περί ασφάλειας της τουρκικής ηπειρωτικής ενδοχώρας, ο έλεγχoς της Κύπρου συνιστούσε ενέχυρο για το Αιγαίο.

Η αυτή τουρκική οπτική ανάγεται στη δεκαετία του 1950, όταν η ενδεχόμενη ενσωμάτωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα ενοποιούσε τον χώρο του μαλακού υπογαστρίου της Τουρκίας ως συνέχεια της Δωδεκανήσου, δημιουργώντας μία θαλάσσια και νησιωτική θηλιά εν είδει πνιγμού για το τουρκικό κρατικό οικοδόμημα εν τω συνόλω του. Μεσούσης της βρετανικής εμπνεύσεως Τριμερούς Διάσκεψης του Λονδίνου το 1955, η Τουρκία στρατηγικά σχεδιάσασα και συνειδητά λειτουργούσα, κινητοποιώντας τις μάζες, εκδήλωσε μνημειώδη βαρβαρότητα εναντίον του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να δικαιολογήσει ως τουρκικό επιχείρημα τη νομιμότητα της διεκδίκησης διχοτόμησης της Κύπρου και ακύρωσης της αξίωσης αυτοδιάθεσης – Ένωσης των Κυπρίων, το πλέον δημοκρατικό δικαίωμα για κάθε λαό, ιδιαιτέρως μάλιστα αποικιοκρατούμενων τοιούτων.

Διά της ένωσης, η Κύπρος για την Ελλάδα αποκτούσε μία διττή σημασία. Αφενός μεν αντανακλούσε την ικανοποίηση ενός ιστορικού αιτήματος του κυπριακού Ελληνισμού και του ευρύτερου Ελληνισμού και αφετέρου συνιστούσε μια μοναδικής στρατηγικής σπουδαιότητας αναβάθμιση της Ελλάδος στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Προ εξήντα και πλέον ετών, μεσούσης της διάσκεψης του ΝΑΤΟ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1958, αναπτύχθηκε η θεωρία πως η επίλυση του τότε Κυπριακού Ζητήματος, στο οποίο είχε εμφιλοχωρήσει διεκδικητικά και ο τουρκικός παράγοντας, θα απάλειφε αυτομάτως τις όποιες ελληνοτουρκικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών στο πολιτικό πλαίσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εντελώς πρόχειρα και χωρίς να υπολογισθεί το θετικό κλίμα της αυτοδιάθεσης που κυριαρχούσε διεθνώς εκείνη την εποχή, έλαβαν χώραν βιαστικές κινήσεις τακτοποίησης του ζητήματος. Η ψευδαίσθηση που καλλιεργήθηκε από ηγετικούς κύκλους των Αθηνών ότι διά της τότε διευθέτησης του Κυπριακού θα απαλείφοντο ως διά μαγείας και οι όποιες ελληνοτουρκικές υπαρκτές ή μη διαφορές που προέβαλλε η Άγκυρα, συνιστούσε μια τραγική φενάκη, η οποία διά της πραγματικότητας κατά τρόπο δραματικό διεψεύσθη.

Η εκλαμβανόμενη τότε ως ρύθμιση στέρησε από την Ελλάδα τη στρατηγική και γεωπολιτική ενδυνάμωση μέσω Κύπρου και πολλαπλά οφέλη ένεκα ενός τέτοιου ιστορικού σταθμού στην πορεία του ελληνικού έθνους. Παρά ταύτα, η παρουσία της Κύπρου ως ανεξάρτητης κρατικής δομής στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, δεδομένης της κυριαρχίας του Ελληνισμού στο νησί, παρά την κατοχή της βόρειας περιοχής της, αναντίρρητα συνιστά και επί του παρόντος μία γεωστρατηγική ενδυνάμωση της Ελλάδας στην περιοχή.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως το Κυπριακό αποτελεί δημιούργημα, πέραν του βρετανοτουρκικού παράγοντα, και ελλαδικών πολιτικών τακτικισμών και σφαλμάτων της τότε ηγεσίας, όπου είτε καθοδηγούμενα από τον διεθνή παράγοντα ή από αδυναμία εκτίμησης του αληθούς περιεχομένου του εθνικού συμφέροντος, άφησαν την Κύπρο να οδηγηθεί σε μια μοιραία περιπέτεια εις βάρος του Ελληνισμού.

Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική διαδρομή γεγονότων και πρωταγωνιστών, δεδομένης μιας εν είδει ριτουάλ επανάληψης των εξελίξεων που προβάλλονται ως μια πραγματικότητα των τουρκικών διεκδικήσεων, οφείλουμε να διαγιγνώσκουμε αυτήν τούτην τη στρατηγική στόχευση, αλλά και τη συνέπειά της, ανεξαρτήτως διαδοχής ηγεσίας στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.

Η τουρκική θέαση του Ελληνισμού δεν διαχωρίζει την Κύπρο από τον ελλαδικό χώρο, αλλά αντιθέτως με αφετηρία την Κύπρο διεκδικεί το Αιγαίο, όπερ και αποτυπώνεται ως σύλληψη στο σκεπτικό του Τούρκου συνταγματολόγου, Νιχάτ Ερίμ, της δεκαετίας του 1950. Εάν η Αθήνα απορρίψει την κυπριακή διάσταση του ελληνικού χώρου, θα επέλθει εντατικοποίηση των ήδη, παλαιόθεν υφιστάμενων διεκδικήσεων στο Αιγαίο και των τουρκικών απαιτήσεων περί αποστρατιωτικοποίησης του δωδεκανησιακού νησιωτικού συμπλέγματος. Επιπλέον, τούτο θα επέτρεπε στην Άγκυρα να ελέγχει κατά τρόπο κηδεμόνευσης έναν χώρο κυπριακό με αδύναμη την ελληνική παρουσία.

Μια τέτοια φινλανδοποίηση θα συνιστά απώλεια της πολιτιστικής διάστασης ως ελληνικότητας και πλήγμα συρρίκνωσης της Ελλάδας, ενώ προκειμένου να επιβιώσει ο νότος θα αποστερείται από δικαιώματα, ελευθερίες, την παράδοσή του και την ελληνική του διάσταση. Συνεπώς, αντί να θεωρείται η Κύπρος πως επηρεάζει αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα έπρεπε να προσεγγίζεται ως στρατηγική βάση του Ελληνισμού, που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού και γεωπολιτικής αναβάθμισης της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο