Προς εν Αθήναις ασχημονούντας

Στις 5 Φεβρουαρίου του 2000 δημοσίευσα στον Κυπριακό Τύπο ένα άρθρο με τον ίδιο τίτλο. Αφορούσε άρθρα που είδαν το φως της δημοσιότητας σε αθηναϊκές εφημερίδες που υποστήριζαν συνομοσπονδία ή αναγνώριση δύο ξεχωριστών κρατών στην Κύπρο, επικυρώνοντας και δικαιώνοντας την τουρκική επιδρομή και τους πάγιους τουρκικούς διχοτομικούς σχεδιασμούς. Με την επικίνδυνη ανιστόρητη αφέλεια, ότι με τέτοιες «λύσεις» ο Μητροπολιτικός Ελληνισμός θα απαλλασσόταν από το «άχθος» του Κυπριακού.

Εις απάντησιν παρέθεσα απόσπασμα ομιλίας του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου στις 28 Φεβρουαρίου του 1982 κατά τη διάρκεια της τότε ιστορικής του επίσκεψης:

«Ο Πρόεδρός σας σωστά αναφέρθηκε στις τεράστιες ευθύνες που έχει η Μητρόπολη του Ελληνισμού, η Ελλάδα, απέναντι στον Κυπριακό Ελληνισμό. Πράγματι, άφρονες αξιωματικοί, αφού κατόρθωσαν να υπονομεύσουν τις ένοπλες δυνάμεις, παρέμειναν διά της βίας στην εξουσία επτά ολόκληρα χρόνια. Και στο τέλος της καταστροφικής τους πορείας παρέσυραν στην καταστροφή και τη μεγαλόνησο, την Κύπρο. Η ευθύνη είναι δική τους και όχι του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εκφράσει τον πόθο του για μια Κύπρο ανεξάρτητη, για μια Ελλάδα δημοκρατική. Αλλά παραμένει αλήθεια ότι είναι ελλαδική ευθύνη, όπως και αν συνέβη, εάν θέλετε είναι ευθύνη δική μας, γιατί δεν κατορθώσαμε να δομήσουμε τότε τους δημοκρατικούς θεσμούς σε βάσεις μόνιμες που να εγγυούνται πάντα τον σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Και ένας από τους σκοπούς του ταξιδιού μου εδώ, είναι να επουλώσω, όπως είπα και χθες, αυτό το τραύμα και να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είσαστε μόνοι, ότι η Ελλάδα γνωρίζει σήμερα άριστα την ευθύνη απέναντι στον ελληνισμό της Κύπρου…».

Οι δηλώσεις αυτές του Ανδρέα Παπανδρέου ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων απέδιδαν, με αίσθημα ιστορικής και εθνικής συνείδησης, τη διάσταση των ευθυνών ολόκληρου του Έθνους, ολόκληρου του Ελληνισμού απέναντι στην Κύπρο. Η προδοσία του 1974, η μεγαλύτερη στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, βαρύνει ασφαλώς τους επίορκους αξιωματικούς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και τους συνεργούς τους στην Κύπρο. Δεν απαλλάσσει, όμως, ευθυνών ούτε την προϋπάρξασα του 1967 πολιτική ηγεσία, ούτε αυτήν που ακολούθησε. Με εθνική και πολιτική γενναιοφροσύνη, ο Ανδρέας Παπανδρέου, εκπροσωπώντας και εκφράζοντας ολόκληρο το Έθνος των Ελλήνων, ανέλαβε επίσημα αυτή την ευθύνη, της οποίας αυτονόητη συνέπεια είναι η στήριξη του αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού, για την ανατροπή των τραγικών αποτελεσμάτων της προδοσίας, επιπρόσθετα από την επιβαλλόμενη συμπαράταξη που πρέπει να λειτουργεί μόνιμα και αμφίδρομα, ως συνακόλουθο ακατάλυτων εθνικών δεσμών.

Ορισμένες απόψεις που και πάλι διατυπώνονται τελευταίως στην Αθήνα και που ασφαλώς δεν εκφράζουν ούτε την επίσημη ελληνική κυβέρνηση, ούτε οποιαδήποτε συντεταγμένη πολιτική δύναμη, πέραν του ότι συνιστούν μια ευθεία υπονόμευση των καθορισμένων διαχρονικά στόχων Ελλάδας και Κύπρου ως προς το Κυπριακό, αποπνέουν και μια αντίληψη που τείνει να διαγράψει την αυτονόητη ευθύνη του ελληνισμού απέναντι στην Κύπρο.

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δηλητηριάζει τις σχέσεις του Μητροπολιτικού και του Κυπριακού Ελληνισμού και αποδυναμώνει την αναγκαία ομοψυχία σε αυτή την κρίσιμη εθνική συγκυρία.

Να το διατυπώσουμε πιο απλά. Απόψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας σε άρθρα αθηναϊκών εφημερίδων ή διατυπώθηκαν σε συζητήσεις ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών περί «κυπριακής επιπολαιότητας ως προς τη σύναψη τριμερών συμφωνιών – συνεργασιών» ή περί «κυπριακών πρωτοβουλιών (όπως πρόσφατα με την προσφυγή στη Χάγη για την ΑΟΖ) είναι μια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων που απευθύνεται στο εσωτερικό κυπριακό κοινό», αποτελούν νοσηρά συμπτώματα, όχι απλώς μιας επιπόλαιας πολιτικής προσέγγισης, αλλά μιας ανιστόρητης και ασυγχώρητης προσπάθειας περιθωριοποίησης του Κυπριακού στον ελλαδικό χώρο και υποβάθμισής του από κορυφαία προτεραιότητα της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής.

Να το διευκρινίσουμε ακόμα περισσότερο. Όσοι νομίζουν ότι το Κυπριακό «κούρασε» και ότι «φτάνει πια, βρε αδελφέ, με το Κυπριακό» και «πόσα χρόνια με αυτούς τους Κύπριους», ασφαλώς δεν είναι νοητό να υποβάλλονται εφεξής σε λογοκρισία. Είναι, όμως, αναγκαίο να τους υποδειχθεί, ότι ασχημονούν κατά τρόπο προπετή και επικίνδυνο, ενώ αποδεικνύονται πολιτικά κοντόφθαλμοι και εθνικά μύωπες. Αν, δε, νομίζουν ότι, έτσι, θα αφεθεί ο υπόλοιπος Ελληνισμός ανεπηρέαστος, «πλανώνται πλάνην οικτράν». Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει εφαλτήριο για αποθράσυνση των τουρκικών αδηφάγων βλέψεων, που θα οδηγήσουν αναπόδραστα σε νέες περιπέτειες τον Ελληνισμό.

Ας εγκαταλείψουν, λοιπόν, τους διαγκωνισμούς επικύψεων προς ορισμένους ξένους που απευθύνουν τις γνωστές «συμβουλές» και «παραινέσεις» εκπτώσεων στο Κυπριακό. Ας πάψουν να αναμασούν την ολέθρια άποψη ότι «δεν είναι δυνατόν η Κύπρος να μας σέρνει σε περιπέτειες». Ενθυμούμενοι, αυτό που ο Ανδρέας Παπανδρέου ευθαρσώς, με ειλικρίνεια και γενναιοφροσύνη ανέφερε προς την Κυπριακή Βουλή, περί ελλαδικών ευθυνών για την κυπριακή τραγωδία.

Ας προσγειωθούν και ας συνέλθουν, προτού επιφέρουν ανεπανόρθωτη βλάβη στη συνολική εθνική στρατηγική. Και, βεβαίως, ας πάψουν και μερικοί εδώ στην Κύπρο, «διά λόγων και έργων», να υποθάλπουν τους εν Αθήναις ασχημονούντας.

*Τέως Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων