Πολιτισμός

Η μάθηση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου μέσα από το Mathesis

«Η ιδέα ενός προνομιακού ερμηνευτικού πλαισίου είναι επιστημονικά απαράδεκτη και πολιτικά επικίνδυνη»

Το διαδίκτυο, εδώ και χρόνια, έχει μπει στη ζωή μας, ως ένα πολύμορφα χρήσιμο εργαλείο επικοινωνίας και αναφοράς προς τον κόσμο.

Ο τομέας της εκπαίδευσης δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος, αξιοποιώντας τις πολλαπλές δυνατότητες που προσφέρει.

Το Κέντρο Ανοικτών Διαδικτυακών Μαθημάτων Mathesis είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα μετατροπής του διαδικτύου σε αναπόσπαστο εργαλείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, προσφέροντας σε κάθε ενδιαφερόμενο ποικίλου ενδιαφέροντος γνωστικά πεδία.

Στις 16 Δεκεμβρίου 2019 εγκαινιάστηκε το νέο μάθημα του Προγράμματος «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο και Δράμα», το οποίο αποσκοπεί να εξοικειώσει το κοινό με το πολυδιάστατο φαινόμενο της θεατρικής ζωής στην αρχαία Ελλάδα.

Διδάσκων του νέου μαθήματος, ο Καθηγητής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Θεατρικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, Βάιος Λιαπής, ο οποίος μίλησε στη «Σημερινή» της Κυριακής για τη σημασία των διαδικτυακών μαθημάτων, αλλά και την πρόσληψη του αρχαίου δράματος στις μέρες μας, η οποία, όπως αναφέρει, συνδέεται

«με την αξίωση της κριτικής αποτίμησης του καλλιτεχνικού γεγονότος», αποφεύγοντας, ωστόσο, κάθε μορφής ερμηνευτικούς μονισμούς, που μπορεί να αποβούν επικίνδυνοι τόσο επιστημονικά, όσο και πολιτικά.

Ποιοι οι στόχοι του μαθήματός σας «Αρχαίο Ελληνικό Δράμα και Θέατρο» στο Κέντρο Ανοικτών Διαδικτυακών Μαθημάτων Mathesis;

Το μάθημα έχει ως βασικό στόχο του να προσφέρει στο ελληνόφωνο κοινό μια κατά το δυνατόν πλήρη εισαγωγή στο αρχαιοελληνικό θεατρικό φαινόμενο. Στο πλαίσιο αυτό, δίνουμε, ασφαλώς, πρωτεύουσα θέση στα κορυφαία δραματικά είδη της αρχαιότητας, δηλαδή στην τραγωδία και στην κωμωδία, καθώς και στους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς που τα καλλιέργησαν. Εξετάζουμε όμως και εκφάνσεις της αρχαίας δραματουργίας και θεατρικής πράξης που είναι ίσως λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό: το σατυρικό δράμα, την κωμωδία μετά τον Αριστοφάνη, την τραγωδία μετά τον Ευριπίδη, τον μίμο, τον παντόμιμο κ.ά.

Θα πρέπει να τονίσω ότι το μάθημα δεν περιορίζεται μόνο στα δραματικά κείμενα, αλλά διερευνά το αρχαίο ελληνικό θέατρο στην ολότητά του, εξετάζοντας ζητήματα σχετικά με το θεσμικό και θρησκευτικό πλαίσιο των παραστάσεων, την αρχιτεκτονική και τη χωροταξία του αρχαίου θεάτρου, τις πρακτικές και οργανωτικές πλευρές του κ.ά. Με άλλα λόγια, το μάθημα «Αρχαίο Ελληνικό Δράμα και Θέατρο» φιλοδοξεί να προσφέρει μια πολύπλευρη πραγμάτευση του θέματος και να εφοδιάσει όσες και όσους το παρακολουθήσουν με τις γνώσεις και τα εργαλεία που χρειάζονται για να κατανοήσουν και να αποτιμήσουν, ως ενήμεροι πλέον αναγνώστες και θεατές, το αρχαίο θέατρο σε όλες τις διαστάσεις του.

Το Mathesis

Ποιοι είναι οι στόχοι Κέντρου Ανοικτών Διαδικτυακών Μαθημάτων Mathesis γενικότερα;

Το Mathesis είναι, θα λέγαμε, η ελληνική απάντηση στα Μαζικά Ανοικτά Διαδικτυακά Μαθήματα (τα λεγόμενα MOOCs, δηλαδή Massive Open Online Courses), τα οποία λειτουργούν εδώ και αρκετά χρόνια υπό την αιγίδα κορυφαίων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων διεθνώς. Ακολουθώντας τα βέλτιστα διεθνή πρότυπα και έχοντας ως αποκλειστικό κριτήριο την ποιότητα, το Mathesis, υπό την καθοδήγηση του εμπνευστή του, Καθηγητή Στέφανου Τραχανά, προσφέρει μαθήματα που καλύπτουν σημαντικές περιοχές του επιστημονικού φάσματος, από τα μαθηματικά και τη φυσική έως την ιστορία και τη φιλοσοφία. Στα μαθήματα αυτά μπορούν οι πάντες να έχουν πρόσβαση δωρεάν.

Ας μην ταυτίζουμε, όμως, το δωρεάν με το «τσάμπα». Το Mathesis υπηρετεί την υπόθεση της διά βίου παιδείας, όχι μόνο παρέχοντας ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση στη γνώση, αλλά και διατηρώντας απαρέγκλιτα την προσήλωσή του στην υψηλή επιστημονική ποιότητα. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στην ιστοσελίδα του Mathesis (https://mathesis.cup.gr), για να διαπιστώσει ότι μερικοί από τους σημαντικότερους Έλληνες πανεπιστημιακούς—από την Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό—έχουν σχεδιάσει, δημιουργήσει και προσφέρει μαθήματα στο πλαίσιο αυτό. Είναι ενδεικτικό ότι το Mathesis καθιερώθηκε, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, ως ένας απολύτως έγκριτος εθνικός φορέας για τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών.

Η πρόσληψη του αρχαίου δράματος

Με δεδομένη τη θεματική του νέου μαθήματος που προσφέρετε στο πλαίσιο του Mathesis, θα ήθελα να πούμε δύο λόγια σχετικά με την πρόσληψη του αρχαίου δράματος. Στην εποχή μας παρατηρείται ένας γόνιμος ερμηνευτικός πλουραλισμός γύρω από τον θεατρικό λόγο των αρχαίων, ο οποίος, βέβαια, συνεχίζει να εγείρει τεράστια ερμηνευτικά αινίγματα προς αποκρυπτογράφηση. Θεωρείτε ότι οι κώδικες του αρχαίου δράματος έχουν καταστεί επαρκώς αναγνωρίσιμοι από τους θεράποντες του θεάτρου, αλλά και από το κοινό;

Στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Θεατρικές Σπουδές του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου (https://www.ouc.ac.cy), έχω το προνόμιο να διδάσκω, εδώ και αρκετά χρόνια, ένα μάθημα που αφορά, ακριβώς, το ζήτημα της πρόσληψης του αρχαίου δράματος. Το θέμα του ερμηνευτικού πλουραλισμού στον οποίο αναφέρεστε είναι, αυτονοήτως, ένα από τα κεντρικά θέματα που μας απασχολούν στο πλαίσιο αυτού του μαθήματος. Εδώ και δεκαετίες, έχει καταστεί κοινός τόπος στις λογοτεχνικές και θεατρικές σπουδές η εξής διαπίστωση: η φαντασίωση της μοναδικής ή, έστω, της αυθεντικής ερμηνείας δεν συνιστά απλώς αφελή αυταπάτη, αλλά μπορεί να έχει και επικίνδυνες προεκτάσεις, ακόμη και πολιτικής υφής, αφού βασίζεται στην υφέρπουσα παραδοχή ότι υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια, η οποία μάλιστα μπορεί να επιβληθεί άνωθεν.

Δεν εννοώ, βέβαια, ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την αξίωση της κριτικής αποτίμησης του καλλιτεχνικού γεγονότος, ούτε και συνιστώ να παραδοθούμε σ’ έναν κακώς εννοούμενο υποκειμενισμό αγοραίας κοπής, όπου όλες οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες είναι ισότιμες. Θεωρώ, όμως, ότι η ιδέα ενός προνομιακού ερμηνευτικού πλαισίου, που δικαιούται να εκτοπίσει κάθε εναλλακτική προσέγγιση, είναι επιστημονικά απαράδεκτη και, όπως προανέφερα, πολιτικά επικίνδυνη.

Στο πεδίο της έρευνας και των εφαρμογών του αρχαίου δράματος υπήρξαν κατά καιρούς τέτοιου είδους αξιώσεις ερμηνευτικού ηγεμονισμού, οι οποίες ως επί το πλείστον οδήγησαν σε εκφυλιστικά φαινόμενα. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τις περίφημες συζητήσεις και αναζητήσεις περί «ελληνικότητας», μιας έννοιας φασματικής, η οποία ωστόσο μονοπώλησε τις αναβιώσεις του αρχαίου δράματος στην Ελλάδα, και μάλιστα από θεσμικούς φορείς, επί δεκαετίες. Παρά τα ενίοτε ενδιαφέροντα αποτελέσματα που έδωσε αυτή η συζήτηση, εντέλει δεν οδήγησε στη δημιουργία ενός συγκροτημένου ερμηνευτικού υποδείγματος, ακριβώς διότι δεν αντλούσε νομιμοποίηση παρά μόνο από την υποτιθέμενη αυθεντία συγκεκριμένων προσώπων και από νεφελώδη ιδεολογήματα αισθητικής, ή μάλλον διαισθητικής, φύσεως.

Τώρα, το ερώτημά σας κατά πόσον οι κώδικες του αρχαίου δράματος είναι επαρκώς αναγνωρίσιμοι σήμερα δεν έχει εύκολη απάντηση. Ας πούμε, η τελετουργική διάσταση του αρχαίου δράματος, η οποία είχε κεντρική σημασία τόσο στην επιτέλεση, όσο και την πρόσληψή του κατά την αρχαιότητα, συνιστά βιωμένη εμπειρία, η οποία αυτονοήτως δεν μπορεί να ανασυντεθεί θεωρητικά εκ των υστέρων. Ήδη, λοιπόν, έχει χαθεί ανεπιστρεπτί για μας μια σημαντικότατη διάσταση του αρχαίου θεατρικού βιώματος. Δεν θα πρέπει, όμως, να απελπιζόμαστε: υπάρχουν πλευρές της θεατρικής εμπειρίας τις οποίες μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε με σχετική πληρότητα και ακρίβεια. Μερικές από τις πλευρές αυτές θίγονται στο μάθημά μου για το αρχαίο ελληνικό δράμα και θέατρο στο πλαίσιο του Mathesis.

Σύμπραξη επιστήμης και καλλιτεχνικής πράξης

Τα τελευταία χρόνια, παρά την πολλαχώς γόνιμη συνεισφορά του ταχύτατα αναπτυσσόμενου κλάδου των θεατρικών σπουδών στη θεατρική τέχνη, τείνει να εδραιωθεί μια διελκυστίνδα ανάμεσα στους θεατρολόγους και στους θεράποντες του θεάτρου – σκηνοθέτες, ηθοποιούς κ.λπ. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, αυτό το φαινόμενο;

Αν μου κάνατε αυτή την ερώτηση πριν από μία ή δύο δεκαετίες, θα σας απαντούσα ότι φαίνεται, πράγματι, να υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη καχυποψία ανάμεσα στους θεωρητικούς του θεάτρου και στους πρακτικούς θεράποντές του. Ενδεχομένως, μάλιστα, να προσέθετα και ότι πολλοί θεατράνθρωποι αντιμετωπίζουν, ίσως όχι άδικα, τους θεωρητικούς του θέατρου σαν άκαπνους γραφιάδες, που δεν έχουν ιδρώσει στον απαιτητικότατο στίβο της θεατρικής πράξης—ενώ αντίστοιχα ορισμένοι θεωρητικοί προσάπτουν στους θεατρανθρώπους απροθυμία ή αδυναμία για εμβάθυνση σε γνωστικά αντικείμενα που θα μπορούσαν να τους προφυλάξουν από διαισθητικές ή ανυποψίαστες ή αφελείς προσεγγίσεις.

Επειδή, όμως, αυτή την κουβέντα την κάνουμε στην εκπνοή του 2019, σας λέω με χαρά ότι αυτές οι παρατηρήσεις, που θα μπορούσα να έχω κάνει προ εικοσαετίας, φαίνεται να διαψεύδονται. Ευτυχώς, όλο και συχνότερες είναι πλέον οι φωνές που ζητούν σύζευξη ή, έστω, σύμπραξη της επιστήμης και της καλλιτεχνικής πράξης, συνέργεια μεταξύ της ακαδημαϊκής τεκμηρίωσης και της σκηνικής πραγμάτωσης. Ούτως ή άλλως, η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των δύο κλάδων δεν ωφελεί κανέναν—και σίγουρα όχι το ίδιο το θέατρο.

Η εξ αποστάσεως μάθηση

Η ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι ένας σύγχρονος θεσμός, συνδεδεμένος με τις νέες τεχνολογίες. Τι διαφορετικό προσφέρει και ποιες οι προοπτικές της;

Είμαι πεπεισμένος ότι η ανοικτή και εξ αποστάσεως μάθηση είναι ένα είδος εκπαίδευσης που θα κερδίζει διαρκώς έδαφος και πιθανώς θα κυριαρχήσει στο μέλλον. Τα πλεονεκτήματά της είναι προφανή. Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν σπουδές πτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής τους και των βιοτικών συνθηκών τους, χάρη στις δυνατότητες που μας δίνουν οι νέες τεχνολογίες, ιδίως το διαδίκτυο και τα προσομοιωμένα περιβάλλοντα. Επιπρόσθετα, η εξ αποστάσεως μάθηση προσφέρει μιαν άνευ προηγουμένου ευελιξία, καθώς δίνει τη δυνατότητα στους διδασκομένους να ακολουθήσουν τον δικό τους ρυθμό μελέτης, προσαρμόζοντας τις σπουδές τους στις δικές τους ιδιαιτερότητες και στις δικές τους ανάγκες. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς σε πόσο πλεονεκτικότερη θέση βρίσκεται μια εργαζόμενη μητέρα, φοιτήτρια ανοικτού πανεπιστημίου, που μπορεί να παρακολουθήσει από το σπίτι της ένα βιντεομάθημα την Κυριακή στις δέκα το βράδυ, σε σύγκριση με ένα φοιτητή συμβατικού πανεπιστημίου, που είναι υποχρεωμένος να πάει στο αμφιθέατρο τη Δευτέρα στις οκτώ το πρωί.

Τα πλεονεκτήματα, όμως, της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης δεν είναι μόνο πρακτικά. Έχει διαπιστωθεί εμπειρικά και ερευνητικά ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων είναι πολύ πιο συχνή και ουσιαστική στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση—και τούτο παρά τη φυσική απόσταση που τους χωρίζει. Ειδικά στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου έχω την τιμή να διδάσκω, η εκπαιδευτική διαδικασία είναι εξυπαρχής σχεδιασμένη έτσι, ώστε να ευνοεί και να ενθαρρύνει τη διαρκή συμμετοχή φοιτητών και καθηγητών σε διάλογο, σε κοινές εκπαιδευτικές δραστηριότητες, σε διαδικτυακά σεμινάρια ή τηλεσυναντήσεις ανταλλαγής απόψεων κ.ά.

Το Πανεπιστήμιο σήμερα

Το δημόσιο πανεπιστήμιο σήμερα, τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα, βάλλεται από πολλές πλευρές, για διάφορους λόγους. Από τη μια, οι κρατικές δομές, με τις θεσμικές και νομικές επιτηρήσεις τους, από την άλλην η αγορά, με τις δικές της επιταγές, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τους σκοπούς όσο και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, πώς μπορεί, κατά τη γνώμη σας, το δημόσιο πανεπιστήμιο να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του προς την κατεύθυνση μιας ελεύθερης και χωρίς περιορισμούς παιδείας;

Θα μου επιτρέψετε να μη συμμεριστώ την (ομολογουμένως διάχυτη) καχυποψία απέναντι στις κρατικές δομές, τον κρατικό έλεγχο και τον κεντρικό σχεδιασμό. Αν θέλουμε να μιλάμε για ένα μίνιμουμ ποιότητας στην ανώτερη εκπαίδευση, τότε είναι απολύτως απαραίτητη η θεσμική και νομική επιτήρηση εκ μέρους του κράτους. Διότι η εναλλακτική επιλογή θα ήταν να επιτρέψουμε, απλώς, τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και προγραμμάτων σπουδών, ελπίζοντας ότι το αόρατο χέρι της αγοράς θα επιλέξει τα καλύτερα ανάμεσά τους. Δεν μπορούμε, βεβαίως, να συζητούμε στα σοβαρά κάτι τέτοιο.

Όσον αφορά τις επιταγές της αγοράς, τηρώ άκρως επιφυλακτική στάση απέναντι σε όσους ισχυρίζονται ότι η ανώτερη εκπαίδευση και η πανεπιστημιακή έρευνα πρέπει να εξυπηρετούν τις υποτιθέμενες ανάγκες μιας «ελεύθερης» και «αυτορρυθμιζόμενης» αγοράς, η οποία θα καθορίζει τις εκάστοτε εκπαιδευτικές και ερευνητικές προτεραιότητες. Τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να καλλιεργούν (και) τη γνώση που κάποιοι θεωρούν «άχρηστη»—και παρακαλώ να μη θεωρηθεί προβοκατόρικο αυτό που λέω. Εννοώ ότι αποστολή των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, και πρωτίστως των δημοσίων, είναι να ενθαρρύνουν (και) τομείς βασικής έρευνας, οι οποίοι δεν οδηγούν, κατ’ ανάγκην, σε αποτελέσματα που προσφέρονται για άμεση οικονομική εκμετάλλευση. Ας μην ξεχνάμε ότι για αιώνες κινητήριος μοχλός της επιστημονικής έρευνας υπήρξε η πνευματική περιέργεια και όχι οι φαντασιωτικές «ανάγκες της αγοράς». Την επιστημονική πρόοδο δεν την προωθεί η εμμονική προσήλωση στο εμπορευματικώς χρήσιμο, αλλά η τολμηρή και ευφάνταστη διερεύνηση του φαινομενικώς «άχρηστου». Στην πραγματικότητα, βέβαια, καμία γνώση δεν είναι άχρηστη: αυτό που σήμερα μοιάζει ανεφάρμοστο και αδιάφορο ενδέχεται να οδηγήσει σε εφαρμογές που δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε επί του παρόντος. Όταν ο Μάξγουελ και ο Χερτζ έκαναν τις έρευνές στους στον ηλεκτρομαγνητισμό, δεν νοιάζονταν καθόλου για την πρακτική τους χρησιμότητα: μοναδικό τους κίνητρο ήταν η επιδίωξη της γνώσης καθ’ εαυτήν. Αυτό όμως που ξεκίνησε ως εγχείρημα διανοητικής εξερεύνησης αποτέλεσε, εντέλει, εφαλτήριο για ασύλληπτες εξελίξεις σε κεντρικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.