Ειρήνη ως εθνική αυτοπραγμάτωση

Υπάρχει παλαιόθεν μια κατεξοχήν συντηρητική προσέγγιση της ειρήνης και του περιεχομένου της, που αποδίδεται ως απλά απουσία πολέμου. Η διαπίστωση αυτή συνιστά μιαν αρνητική οπτική του φαινομένου, που άπτεται μιας επιφανειακής και μη ανταποκρινόμενης στην πραγματικότητα της διεισδυτικής θεώρησης του ζητήματος στην πορεία κρατών και πολιτισμών, στο γίγνεσθαι της διεθνούς πολιτικής.

Η αληθινή έννοια της ειρήνης αναφέρεται στη διεκδικητική διάσταση των όρων ελευθερία, αυτοδιάθεση των λαών και δικαιοσύνη, η πραγμάτωση των οποίων όμως δεν επέρχεται άνευ σύμπραξης των εις ους αφορά η υπόθεση εν τω συνόλω της. Η υπεράσπιση και προβολή του αιτήματος της ειρήνης επαφίεται στη θέληση, τον ζήλο και τη δύναμη υποστήριξης των κατά τα ανωτέρω υψηλών εννοιών πολιτικής και πολιτισμού. Συνεπώς, η ειρήνη δεν αποτελεί μία παθητική κατάσταση απουσίας πολέμου, αλλά συνιστά μία δυναμική και εν εγρηγόρσει διάσταση πολιτικής, ενώ το περιεχόμενό της ταυτίζεται με τη διεκδίκηση αυτοπραγμάτωσης ενός έθνους και μιας κρατικής οντότητας.

Η ελληνική διάσταση άμυνας, ασφάλειας και προάσπισης υπαρξιακών εθνικών συμφερόντων αναφέρεται στη δεδομένη, διακηρυγμένη και εμπράκτως διαδηλούμενη τουρκική πολιτική επεκτατισμού εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, η οποία επιδιώκει την αναθεώρηση των συνθηκών που διέπουν τις σχέσεις των δύο χωρών, δηλαδή τη συρρίκνωση της ελληνικής κυριαρχίας και της ελληνικής κρατικής οντότητας.

Προβάλλοντας αστήρικτα και επιδερμικά, ένθεν κακείθεν, το επιχείρημα πως θέλουμε την ειρήνη ως απλώς μη ύπαρξης πολέμου και κατ’ επέκταση απουσίας διεκδικητικής προβολής δικαιωμάτων και ελευθεριών, δηλαδή ως μία παθητική κατάσταση που επέρχεται σε μια χώρα ή ένα λαό, φέρνουμε νομοτελειακά τον πόλεμο πιο κοντά. Τούτο γιατί η διεκδικητικότητα στο συγκρουσιακό επίπεδο στις σχέσεις των κρατών αποτελεί ένα καθημερινώς εκδηλούμενο φαινόμενο και δι’ αυτού δεν εκλαμβάνεται η απουσία οποιασδήποτε διάθεσης υπεράσπισης της χώρας, του έθνους και του πολιτισμού ως συνθήκης ειρήνης.

Αναφορικά προς τα ανωτέρω υπάρχει μια οπτική που υποστηρίζει πως διά της αμυντικής θωράκισης και προβολής ισχύος προκαλείται η Άγκυρα να προχωρεί σε βηματισμούς αναθεώρησης των συνόρων, ενώ αντιθέτως, εάν είμαστε «ήσυχοι» και δεν ενεργούμε αποτρεπτικά, αλλά κινούμαστε σε ένα πλαίσιο απλώς διπλωματικής προσέγγισης με την Τουρκία και ενός διαρκούς διαλόγου, πολλές φορές άνευ συγκεκριμένου πλαισίου, τότε δεν θα υφίσταται ή δεν θα εκδηλωθεί πρόβλημα. Ουδέν αναληθέστερον τούτου.

Η ως άνω προβαλλόμενη, εν συνειδήσει ή όχι, αντίληψη περί ειρήνης συνιστά μία έννοια αποδοχής της υποτέλειας, όπου η απόλαυση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικών ελευθεριών, δημοκρατίας και εθνικής κυριαρχίας θα είναι εν τοις πράγμασι ενταφιασμένη. Στην περίπτωσή μας η γεωγραφία συνιστά ένα αρνητικό σύνδρομο πολιτικής, στον βαθμό που η Τουρκία ως γειτονική χώρα διέπεται από έναν δομικό επεκτατισμό.

Ως εκ τούτου η υπόθεση της ειρήνης δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, αλλά κυρίως από την επιθετική στάση της τουρκικής πλευράς, η οποία μας υποχρεώνει να αμυνθούμε, κατάσταση που συνιστά, κατά τα ανωτέρω, μονόδρομο πολιτικής. Πολλώ δε μάλλον δεν πρέπει να διαφεύγει ούδ’ επί στιγμή της προσοχής και της σκέψης μας το γεγονός ότι η Κύπρος αποτελεί μία κατεχόμενη χώρα, όπου η εδαφική κατοχή της βόρειας περιοχής επεκτείνεται σε ό,τι αφορά στην παραβίαση της κυπριακής κυριαρχίας και στον θαλάσσιο χώρο, υπονομεύοντας πανταχόθεν την ύπαρξη του κυπριακού κράτους.

Στο κυπριακό παράδειγμα η τακτική φοβικής στάσης και υποχωρήσεων, ως αντανάκλαση ενός σκεπτικού πως βρισκόμαστε σε θέση αδυναμίας και δεν μπορούμε να προβάλουμε αντίσταση, φέρνει πιο κοντά την εφαρμογή του τουρκικού σχεδίου για κατάκτηση της Κύπρου. Δεδομένης της υπαρκτής διαφοράς μεγεθών μεταξύ των δύο χωρών, καταγράφεται πως η άμυνα λαών, που είναι αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τη γη τους, λαμβάνει χώρα συνομολογώντας και συμμαχίες και δημιουργώντας ισχυρή αμυντική θωράκιση, η οποία δεν επιτρέπει στην αντίπαλη πλευρά να διανοηθεί, δηλαδή να αποπειραθεί την επιβουλή.

Η υπόθεση της ειρήνης δεν συνιστά απλώς μια σχηματική προσέγγιση πολιτικής, αντίληψη αναγκαίας ονοματοδοσίας, ρητορικό σχήμα που επιδιώκει την κατασκευή φαινομένων ή την αιτιολόγηση μιας επιθετικής πραγματικότητας, όπως εκφράζεται σε μια ακραία παρά φύσιν εκδήλωσή της στην τουρκική οπτική, αλλά αποτυπώνει κατ’ εξοχήν και ουσία τον πολιτισμό εκείνου που πάση δυνάμει την υπερασπίζεται. Εν κατακλείδι, η επιδίωξη πραγμάτωσης της ειρήνης στην αληθή της διάσταση αποσκοπεί πρωτίστως στην υπεράσπιση της ελευθερίας ως ατομικού και συλλογικού αγαθού, όπερ συμπορεύεται με την ιστορική διαδρομή του έθνους των Ελλήνων, μια πορεία που παραπέμπει σε γεγονότα και θυσίες, που σφράγισαν την Ευρώπη και τον δυτικό πολιτισμό.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο