Αναλύσεις

Με αναβάθμιση Τριμερών απαντούν Αθήνα-Λευκωσία

Ανενεργή επιχειρεί να καταστήσει η Ελλάδα την παράνομη συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης

Λίγες μόνον ώρες πέρασαν από την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Λονδίνο, την κατ’ ευφημισμόν «κρισιμότερη συνάντηση της τελευταίας 20ετίας ανάμεσα στους ηγέτες των δύο χωρών», και η Τουρκική Εθνοσυνέλευση, με πάσα επισημότητα, επικύρωσε το Μνημόνιο Κατανόησης Τουρκίας – Λιβύης για τις θαλάσσιες ζώνες.

Κίνηση η οποία επιβεβαιώνει, αφενός, ότι η τουρκική επεκτατική πολιτική εξυφαίνεται με απαρέγκλιτη μακρόπνοη μεθοδικότητα και, αφετέρου, ότι η Τουρκία δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα, προκειμένου να την υλοποιήσει. Κι ότι κινείται, πλέον, με ρυθμούς… express, για τη δημιουργία νέων τετελεσμένων – όπερ νέων πολιτικών πραγματικοτήτων – στην Ανατολική Μεσόγειο, που, προφανώς, επιβουλεύονται τα ελληνικά δίκαια και συμφέροντα.

Ιδία όταν απέναντί της έχει μόνο σπασμωδικές, ρητορικού χαρακτήρα αντιδράσεις, οι οποίες, επί του «πεδίου», αποδεικνύονται δραματικά ανήμπορες να προτάξουν μια στοιχειωδώς υπολογίσιμη αποτροπή.

Σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση, ο Έλληνας Πρωθυπουργός ανέφερε ότι «δυσκολίες στις σχέσεις με την Τουρκία υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν», εκφράζοντας την εκτίμηση ότι, «εφόσον και οι δύο πλευρές δείξουν καλή διάθεση, αυτές τελικά μπορούν να ξεπεραστούν».

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πότε, πού και με ποιον τρόπο η Άγκυρα επέδειξε καλή θέληση για υπέρβαση των «δυσκολιών» και των «προβλημάτων» αυτών, τα οποία η ίδια μεθοδικά δημιουργεί, και γιατί θα επιδείξει τώρα ή στο εγγύς μέλλον (καλή θέληση), τη στιγμή που κλιμακώνει επικίνδυνα τις προκλήσεις.

Άλλωστε, η τουρκική στάση, τόσον εντός, όσο και εκτός της συνάντησης, σύμφωνα με όσα επακολούθησαν από πλευράς Άγκυρας, κατέστησαν την εκτίμηση/ευχή του Έλληνα Πρωθυπουργού αμέσως ανυπόστατη και άκυρη.

Παραμένει, δε, το γεγονός ότι ουδέποτε υπήρξε ένας ουσιαστικός αναστοχασμός από ελληνικής πλευράς για τη «φύση» και την προέλευση όλων αυτών των «δυσκολιών», που αποτελούν τον εύσχημο τρόπο να τίθενται στο τραπέζι οι παράνομες και εκτός διεθνούς δικαίου διεκδικήσεις της Άγκυρας εις βάρος της Ελλάδας, απόρροια μιας εδραία συγκροτημένης αναθεωρητικής πολιτικής, που συνιστά, πλέον, υπαρκτή και αναντίλεκτη εθνική απειλή, το εύρος και την ταχύτητα εκδίπλωσης της οποίας Αθήνα και Λευκωσία αδυνατούν να παρακολουθήσουν.

Είναι προφανές ότι η Τουρκία έχει αναγάγει τις διεκδικήσεις της σε «διαφορές», από τη διευθέτηση των οποίων η ίδια έχει πολλά να κερδίσει και η Ελλάδα πολλά να χάσει, αφού αυτό που, επί της ουσίας, διακυβεύεται είναι αυτή καθ’ εαυτή η ελληνική εθνική κυριαρχία. Αυτό σημαίνει το περιβόητο «kazan-kazan» που εκστόμισε ο Τούρκος Πρόεδρος στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, δηλαδή μια κατάσταση “win-win”, που, στην πραγματικότητα, συνεπάγεται ότι κανένας δεν θα πάρει τίποτα στο Αιγαίο, εάν δεν πάρει και η Τουρκία. Αυτό είναι το νόημα που διαλαμβάνει το ούτω καλούμενο partage του Αιγαίου Πελάγους, ο διαμοιρασμός, δηλαδή, του Αιγαίου, υπό μια μορφή συνεκμετάλλευσης, την ιδέα της οποίας διάφοροι κύκλοι, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό, συνεχίζουν να προωθούν.

Προστάτης του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου

Από την πλευρά του, ο Ρ. Τ. Ερντογάν, στην πρώτη του δημόσια τοποθέτηση μετά τη συνάντηση, εμφανίστηκε διαπρύσιος υπερασπιστής των τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, τονίζοντας, σε ομιλία του ενώπιον Τούρκων του Λονδίνου, ότι «σήμερα υπάρχει μια ισχυρή Τουρκία που προστατεύει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα».

Όπως αναμενόταν, την ανακοίνωση της «συμφωνίας» ανάμεσα στις δύο χώρες ακολούθησε η έκδοση NAVTEX εκ μέρους της Άγκυρας για διεξαγωγή σεισμικών ερευνών και γεωτρήσεων νοτίως της Κρήτης, γεγονός που σήμανε… δεύτερο συναγερμό στην Αθήνα, η οποία σπεύδει να προλάβει νέα «τετελεσμένα» επί του εδάφους, με την αποστολή στην περιοχή μονάδων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.

Την ίδια ώρα, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, σε μια δήλωση που δηλοί την κρισιμότητα των περιστάσεων, άφησε «ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα με την Τουρκία», μη αποκλειομένων και εξελίξεων που «δεν θα είναι ένα απλό θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο μεταξύ των δύο χωρών».

Το μνημόνιο και οι χάρτες

Την περασμένη Πέμπτη, δε, αφέθηκαν να διαρρεύσουν, μάλλον από τουρκικές πηγές, τόσο το κείμενο της «συμφωνίας», όσο και χάρτες που συνοδεύουν το υπογραφέν μνημόνιο, οι οποίοι, ούτε λίγο, ούτε πολύ, εξαφανίζουν από προσώπου… θαλάσσης τη Ρόδο, την Κρήτη, την Κάσο και την Κάρπαθο.

Σε δημόσια παρέμβασή του στον ΣΚΑΪ, ο βουλευτής της ΝΔ και αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Άγγελος Συρίγος, επισήμανε ότι, με βάση το υπογραφέν μνημόνιο, παραβιάζεται σαφώς η ελληνική ΑΟΖ, καθώς αυτό περιλαμβάνει 18 συντεταγμένες εκ μέρους της Τουρκίας και 18 εκ μέρους της Λιβύης, όπως επίσης και αναλυτικούς χάρτες, επί τη βάσει των οποίων καθορίζεται η ΑΟΖ μεταξύ των δύο χώρων.

Διπλωματικές πηγές στην Αθήνα σχολίαζαν ότι «το περιεχόμενο του κειμένου είναι αντίθετο με τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας», ωστόσο, όπως επισήμανε ο κ. Συρίγος, το γεγονός ότι οι δύο χώρες θα το καταθέσουν στα Ηνωμένα Έθνη για τις Διεθνείς Συμφωνίες, το καθιστά «μια ισχυρή συμφωνία», την οποία, από τούδε και στο εξής θα βρίσκουμε μπροστά μας και στην οποία «θα σκοντάφτουμε», παρότι είναι παντελώς «αντίθετη στο διεθνές δίκαιο και την κοινή λογική, διότι δεν υπάρχουν αντικριστές ακτές μεταξύ Λιβύης - Τουρκίας. Στην μέση είναι η Ελλάδα».

Όσον αφορά τους χάρτες, ο Ά. Συρίγος σημείωσε ότι «η συμφωνία αγνοεί την ύπαρξη της Καρπάθου, της Κάσου, της Κρήτης και της Ρόδου», προσθέτοντας πως «αυτή η κίνηση επηρεάζει την Ελλάδα, όχι την Κύπρο, ενώ, παράλληλα, προσφέρει στην Τουρκία την στοιχειώδη νομιμοποίηση».

Ελληνική αντίδραση

Η Αθήνα, τελούσα εν υπνώσει όλο το προηγούμενο διάστημα και υπό το κράτος των τουρκικών επιθετικών κινήσεων, επιχειρεί να αντιδράσει στα υπό διαμόρφωση δεδομένα, κατανοώντας ότι, πλέον, διάλογος, πέραν της «επιβεβλημένης», πλην άγονης, συζήτησης για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, με τον Ρ. Τ. Ερντογάν δεν μπορεί να υπάρξει.

Η ελληνική αντίδραση, σύμφωνα με πληροφορίες, αλλά και με βάση τα όσα δηλώνουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, προσανατολίζεται προς τρεις κατευθύνσεις: Α) Να καταστήσει τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης ανενεργή. Β) Να ενισχύσει και να αναβαθμίσει τις τριμερείς και πολυμερείς συνεργασίες με τα ενδιαφερόμενα κράτη της περιοχής, αλλά και με άλλες χώρες, με σημαντικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, όπως η Γαλλία. Γ) Να ενισχύσει, πέραν των όποιων διπλωματικών πρωτοβουλιών επιβάλλονται, την αμυντική της αποτροπή, αφού είναι προφανές πως στόχος της στρατηγικής της Άγκυρας είναι η, διά της χρήσεως της στρατιωτικής ισχύος, αποκόμιση πολιτικών οφελών.

Γίνεται, επιπλέον, συνείδηση στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ότι ένα ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα είναι προϊόν «ατυχήματος», αλλά οργανωμένης τουρκικής ενέργειας, που θα προκαλέσει αναπόφευκτη συμπλοκή.

Εάν, δε, οι Τούρκοι επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν ευθέως την ελληνική κυριαρχία διενεργώντας έρευνες είτε στο Καστελλόριζο, είτε στην Κρήτη εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τότε, διαμηνύεται, η ελληνική απάντηση θα είναι άμεση και αποφασιστική.

Απέλαση Λίβυου Πρέσβη

Ως προς το πρώτο μέτρο αντίδρασης, ήδη ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ενημερώνοντας την εθνική αντιπροσωπεία από του βήματος της Βουλής, χαρακτήρισε ως ανιστόρητο και αγεωγράφητο το κείμενο που συνυπέγραψαν ο Ρ. Τ. Ερντογάν με την κυβέρνηση Αλ Σαράτζ, ενώ τόνισε ότι η Ελλάδα έχει στρατηγική για την αντιμετώπιση της κατάστασης και θα καταστήσει άκυρη την παράνομη συμφωνία.

Χαρακτήρισε επιθετική τη στάση της Τουρκίας, «η οποία, μετά τις παράνομες ενέργειες στην κυπριακή ΑΟΖ, απλώνεται και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου», με «αιχμή ένα άκυρο κείμενο που βάφτισε συμφωνία με τη Λιβύη».
Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα προχώρησε την περασμένη Παρασκευή σε απέλαση του Λίβυου Πρέσβη από τη χώρα (απέλαση η οποία δεν συνιστά και διακοπή διπλωματικών σχέσεων με την Τρίπολη), ενώ προσκάλεσε να επισκεφθούν την Ελλάδα τον αναπληρωτή πρωθυπουργό, καθώς και τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου της Λιβύης (πρόσκεινται στον στρατάρχη Χαφτάρ που μάχεται την κυβέρνηση Φαγέζ αλ Σαράτζ, συμμάχου της Άγκυρας), οι οποίοι αντιτίθενται στην υπογραφή του μνημονίου κατανόησης, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της ασφάλειας, αλλά και της κυριαρχίας της Λιβύης.

Ακόμα ισχυρότερη τη θέση της Αθήνας καθιστά το γεγονός ότι, ήδη, το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης καταδίκασαν τόσο η Ουάσιγκτον και το Παρίσι, όσο και η Αίγυπτος και το Ισραήλ, που εμπλέκονται, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Ανατολικής Μεσογείου, επί τη βάσει των τριμερών συνεργασιών.

Αναβαθμίζονται οι Τριμερείς

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ελληνικής αντίδρασης, ήδη, Αθήνα και Λευκωσία, βρίσκονται σε έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με τις συνεργαζόμενες χώρες της περιοχής, αλλά και με άλλες δυνάμεις, όπως η Γαλλία, σε μια προσπάθεια, αφενός, περαιτέρω ενίσχυσης και αναβάθμισης της μεταξύ τους συνεργασίας, και, αφετέρου, εξεύρεσης κοινών τρόπων αντίδρασης στην τουρκική επιθετικότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Σ», υπήρξαν και θα υπάρξουν επαφές ανάμεσα στα υπουργεία και στους υπουργούς άμυνας των συνεργαζόμενων χωρών, ενώ θα εντατικοποιηθούν, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, οι μεταξύ τους στρατιωτικές ασκήσεις, όπως προβλέπουν και οι συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας.

Όπως εγκύρως πληροφορούμαστε, «η συνεργασία της Κύπρου με την Ελλάδα, την Αίγυπτο και το Ισραήλ παραμένει στο διαμορφωθέν πλαίσιο, ωστόσο, επιβεβαιώνονται και αναβαθμίζονται διαρκώς το μομέντουμ και οι άξονες αυτής, κάτι που καθίσταται ορατό και επί του πρακτέου».

Αν και στρατηγική επιλογή των συνεργαζόμενων χωρών είναι η μη στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, ωστόσο, ο παράγοντας «αποτροπή» αποτιμάται, πλέον, ως ιδιαίτερα σημαντικός, αφού η Άγκυρα επιχειρεί να επιβάλει τα έκνομα τετελεσμένα της διά της στρατιωτικής ισχύος.

Ήδη, φωνές στην Αθήνα ζητούν την εμβάθυνση της συνεργασίας με Αίγυπτο και Ισραήλ με την εμπλοκή και του παράγοντα ασφάλεια, καθώς και την αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής με βάση τη συνέργεια διπλωματίας και άμυνας, η οποία (άμυνα), διαχρονικά, και ιδία τα τελευταία χρόνια, έχει υποβαθμιστεί δραματικά ως τελεστής εθνικής ισχύος.

Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, σύντομα θα «γίνει ορατή» η ουσιαστική αναβάθμιση των τριμερών συνεργασιών με την ενεργότερη ανάμειξη μεγάλων χωρών όπως οι ΗΠΑ (στον άξονα Κύπρος-Ελλάδα-Ισραήλ) και η Γαλλία (στον άξονα Κύπρος-Ελλάδα-Αίγυπτος).

Ταυτόχρονα, η Αθήνα επείγει να προχωρήσει ταχέως και με συντονισμένα βήματα στη σαφή οριοθέτηση και κατοχύρωση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, ως απάντηση στις τουρκικές μεθοδεύσεις. Ο καθορισμός ΑΟΖ με την Αίγυπτο, έστω και μετά την δωδεκάτη, καθίσταται επιβεβλημένος, από τη στιγμή, μάλιστα, που η Ελλάδα μπορεί να επικαλείται το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας γι’ αυτή την ενέργεια.

Αναφορικά με το τρίτο μέτρο, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις προετοιμάζονται, πλέον, όχι απλώς για την αντιμετώπιση ενός «ατυχήματος» ή ενός μικρής έντασης θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο, αλλά και για το ενδεχόμενο ευρύτερης σύρραξης, αφού εκτίμηση της στρατιωτικής ηγεσίας είναι ότι η αποθράσυνση της Άγκυρας δεν έχει όρια και η Ελλάδα θα πρέπει να προτάξει, με σθένος και αποφασιστικότητα, έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, τις δικές της κόκκινες γραμμές.

Εν όψει, λοιπόν, του ενδεχομένου διεξαγωγής σεισμικών ερευνών από τους Τούρκους εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, το ελληνικό υπουργείο Άμυνας θωρακίζει με όλα τα διαθέσιμα μέσα την Κρήτη και το Λιβυκό Πέλαγος, ενώ, την ίδια ώρα, συνεχίζονται, με τους ελάχιστους, έστω, διαθέσιμους πόρους, οι αναβαθμίσεις και των τριών κλάδων, προς αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.