Συνεκμετάλλευση ως κατασκευή ειρήνης

Η Τουρκία παραδοσιακά, αλλά και σήμερα ακόμη περισσότερο, επιχειρεί να αξιοποιήσει κενά ισχύος που ενίοτε εκδηλώνονται στην περιοχή της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και να εμπεδώσει μία παρουσία νομιμότητας, που αποτυπώνει έκδηλη παρανομία στην ευρύτερη περιοχή. Οι μέθοδοι, που εφαρμόζει, παραπέμπουν σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η χρησιμοποίηση της ισχύος, που προέρχεται από το μέγεθος και την στρατοκρατούμενη δομή της κοινωνίας, αλλά και από συγκυριακές συμμαχίες, όπως εν προκειμένω με το καθεστώς της Λιβύης. Η δεύτερη μέθοδος αναπτύσσεται ως πολιτική των κανονιοφόρων, που εκδηλώνεται ως απειλή χρήσης βίας με όλα τα μέσα, που διαθέτει μία χώρα, όπου η ηγεσία της Άγκυρας επιδιώκει διά λόγων και έργων την αναγέννηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια σύγχρονη μορφή.

Η τουρκική στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία του καρότου και του μαστιγίου, όπου το μαστίγιο είναι η απειλή χρήσης βίας και η δημιουργία τετελεσμένων στην περιοχή. Το καρότο παραπέμπει στην προβολή ενός ελκυστικού πλαισίου, όπως η ίδια η Άγκυρα το φαντάζεται, μιας συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων και του θαλάσσιου πλούτου, που υπάρχει στις ζώνες που περιβάλλουν Ελλάδα και Κύπρο, έτσι ώστε να καταστεί συγκυρίαρχος σε περιοχές, οι οποίες διεθνοπολιτικά και με βάση το διεθνές δίκαιο υπάγονται στην ελληνική και κυπριακή κυριαρχία. Περιβαλλόμενη η Άγκυρα, εν προκειμένω κατ’ επανάληψιν, τον μανδύα «ειρήνης και ασφάλειας» αναφορικά προς τις προβαλλόμενες διεκδικήσεις της στη θαλάσσια ζώνη του Αιγαίου προσδίδει σε αυτές εύηχα ακούσματα, προσδοκώντας σε παραπλάνηση τοιουτοτρόπως της περιφερειακής και παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Η ιδέα της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου έχει ως αφετηρία της τη δεκαετία του 1970, πριν από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, δεδομένων των διεθνών και περιφερειακών εκτιμήσεων ότι υπάρχει στον βυθό της αιγαιακής και νοτιομεσογειακής λεκάνης ορυκτός πλούτος σε όλα τα επίπεδα. Τα τουρκικά επιχειρήματα τότε ήταν καθαρά πολιτικής και γεωπολιτικής υφής αναφορικά προς το Αιγαίο και τη λεκάνη της Μεσογείου, ενώ τα ελληνικά ήταν νομικά και απηχούσαν τη διάσταση που εκφράζει με σαφήνεια το διεθνές δίκαιο. Η τουρκική ηγεσία θεωρεί εν προκειμένω πως το Αιγαίο είναι μία λίμνη που χωρίζει τις δύο χώρες, όπου η συνεννόηση των δύο κρατών θα επέλθει στο κέντρο του, δεδομένου πως, κατά την τουρκική μονομερή εκτίμηση, τα νησιά δεν έχουν ούτε υφαλοκρηπίδα, ούτε ΑΟΖ.

Έκτοτε, η ιδέα της συνεκμετάλλευσης προβάλλεται και υποστηρίζεται από την Τουρκία, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις ενδιαφέρονται ανεξαρτήτως του ποιος θα αξιοποιήσει τον υπάρχοντα πλούτο, να είναι παρούσες στην εκμετάλλευσή του, πραγματώνοντας το σχήμα πως τα διεθνή συμφέροντα δεν έχουν ούτε όνομα, ούτε χώρα καταγωγής. Στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους και της επιδίωξης να κινητοποιηθεί ο μηχανισμός που θα διέπει την τελική φάση, δηλαδή την έναρξη της συνεκμετάλλευσης, οι τρίτοι προβάλλουν πιέσεις κυρίως προς την Ελλάδα δεδομένης της παραδοσιακής άρνησης του τουρκικού παράγοντα να αποδεχθεί οποιαδήποτε πίεση στα συμφέροντά του, στοιχείο που αντανακλά στην Ελλάδα ως χώρα φαινομενικώς πιο εύκολη στο ενδεχόμενο υποχώρησης.

Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων προδίδει τις αληθείς βλέψεις της Τουρκίας σε σχέση με την Ελλάδα και το Αιγαίο, όπου ένα σενάριο συνεκμετάλλευσης θα συνιστούσε απλώς την αφετηρία μιας καλπάζουσας διεκδικητικότητας, η οποία θα παρέπεμπε στο προηγούμενο της Ίμβρου και της Τενέδου. Η συνεκμετάλλευση του πλούτου του Αιγαίου θα συνιστούσε μιαν αφετηριακή δομή «συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας στο Αιγαίο», η οποία θα απέβαινε υπέρ της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής, που θα εκφραζόταν δυνητικά σε μελλοντικό χρόνο με εποικισμό νήσων και βραχονησίδων και κατ’ επέκτασιν σταδιακή απώλεια ελέγχου και κυριαρχίας από πλευράς της Ελλάδας μέρους του αιγαιακού, νησιωτικού συμπλέγματος.

Παρότι από πλευράς διεθνούς δικαίου της θάλασσας, η διασπορά σε όλη την αιγαιοπελαγίτικη θαλάσσια ζώνη ελληνικών νήσων προσδίδει απολύτως ελληνική κυριαρχία, η συνεκμετάλλευση προβάλλεται ως πολιτική διεκδίκηση της Άγκυρας, θεωρώντας πως δεν ισχύει το δίκαιο της θάλασσας βάσει του οποίου τα νησιά διαθέτουν και υφαλοκρηπίδα και αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά αντιθέτως εμπεδώνεται μια τουρκικής έμπνευσης γεωφυσική προσέγγιση και η ύπαρξη ειδικών συνθηκών.

Συμπερασματικά, η παράσταση της Ελλάδας, ως ιστορικού έθνους, το οποίο διέγραψε μια πορεία συμβολής στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως δημοκρατίας και κράτους δικαίου, θα κατέρρεε, εάν προχωρούσε σε τέτοιου είδους αναντίστοιχους της πολιτιστικής παράδοσης της χώρας βηματισμούς. Η Ελλάδα, η οποία παραδοσιακά και ιστορικά επικαλείται το διεθνές δίκαιο, οφείλει, κατά ταύτα, να είναι σε θέση, μόνη και μετά συμμάχων να το υπερασπίζεται, καθώς η επίκληση από μόνη της καθίσταται αίολη, εφόσον δεν στηρίζεται σε δυνάμεις υπεράσπισής του. Η ηγεσία της χώρας υποχρεούται, των ανωτέρω δεδομένων, να αποπνέει την αναγκαία αποφασιστικότητα ως αξιόπιστη πολιτική στάση λόγων και έργων.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών, για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο