Ελλάδα

Αγόρασαν… χρόνο

Τσίπρας - Εντογάν έμειναν αμετακίνητοι στις πάγιες θέσεις τους

«Η συνάντηση Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Αλέξη Τσίπρα είχε, μεταξύ άλλων, τον σκοπό τής περαιτέρω ώθησης όχι τόσο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο των τουρκο-ευρωπαϊκών/αμερικανικών, ενώ η Άγκυρα ψάχνει ταυτόχρονα την ενίσχυση της διπλωματικής και γεωπολιτικής της θέσης έναντι της Ελλάδας», τονίζει ο διεθνολόγος Ζήνωνας Τζιάρρας
Μια, έτσι κι αλλιώς, χαμηλών προσδοκιών επίσκεψη, δεν θα μπορούσε παρά να εκπνεύσει μέσα στη χειμερινή... ευδία των εντυπώσεων. Οι εικόνες από την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (για την οποία ούτε τώρα «πήρε» κάτι), ήταν ό,τι... λυσιτελέστερο προέκυψε για τον Έλληνα Πρωθυπουργό από τις συνομιλίες που είχε στην Άγκυρα με τον Τούρκο Πρόεδρο, Ρ. Τ. Ερντογάν.


Επί της ουσίας, οι δύο ηγέτες ενέμειναν στις πάγιες θέσεις τους, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά θέματα, με τον Αλέξη Τσίπρα να θέτει, αμέσως, το ζήτημα των συνεχιζόμενων και κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και τον Ρ. Τ. Ερντογάν, έστω σε «ιδιωτικό επίπεδο», να εγείρει τις αμετάθετες τουρκικές αξιώσεις σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων: Θράκη, Αιγαίο, Κύπρο, οκτώ Τούρκοι αξιωματικοί, κ.λπ.


Αν, κύρια επιδίωξη του Έλληνα Πρωθυπουργού, ήταν να επιτύχει μια προσωρινή, έστω, «εξομάλυνση» των εντάσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενόψει των έντονων αντιδράσεων στο εσωτερικό της χώρας, λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών, και ενόψει καλπών -στέλνοντας το μήνυμα μιας κυβέρνησης πρόθυμης, αλλά και ικανής να πετύχει τη διευθέτηση πολύχρονων ανοικτών εθνικών θεμάτων-, ενδεχομένως να το κατόρθωσε... βραχυβίως, αφού, οι Τούρκοι, τηρώντας την... πατροπαράδοτη τουρκική φιλοξενία, απέφυγαν, κατά το διήμερο της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα, να προβούν σε οιεσδήποτε προκλήσεις κατά της ελληνικής κυριαρχίας στη θάλασσα και τον αέρα.


Η ρητορική, δε, του Τούρκου Προέδρου ήταν ιδιαζόντως προσεκτική, όσον αφορά τον τόνο και την εκφορά της, ωστόσο, δεν παρέλειψε να επαναδιατυπώσει, με σαφήνεια, τις τουρκικές θέσεις, εφ’ όλης της ύλης των «ελληνοτουρκικών θεμάτων». Στο Κυπριακό, ήγειρε, εκ νέου, την τουρκική απαίτηση για πλήρη πολιτική ισότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ξεκαθαρίζοντας ότι ούτε στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων είναι διατεθειμένος να προβεί σε οιαδήποτε υποχώρηση.


Όσον αφορά τα υπόλοιπα μείζονα ζητήματα της ελληνοτουρκικής διένεξης, κατέστησε, γι' ακόμη μια φορά, σαφές, ότι η Άγκυρα δεν θεωρεί το Αιγαίο «ελληνική λίμνη», αλλά πεδίο ανάπτυξης συνεργειών και συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ, όσον αφορά το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας, ήγειρε θέμα «μειονοτικών δικαιωμάτων», κάνοντας αναφορά στους «αδελφούς μου της Δυτικής Θράκης».
«Εφ’ όλης της ύλης» ατζέντα


Επί της ουσίας, η τουρκική πλευρά, επιχείρησε, έστω σε πιο χαμηλούς τόνους, αυτήν τη φορά, αλλά με την ίδια σαφήνεια, να κρατήσει ανοικτή την ατζέντα των «ελληνοτουρκικών διαφορών», όπως η ίδια την εννοεί, καθώς δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας.
Αν, για την Αθήνα, μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά αποτελεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την Άγκυρα, ολόκληρο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων συνεχίζει να τίθεται υπό το πρόσημο της επεκτατικής της στρατηγικής και των εγερθέντων κυριαρχικών αξιώσεών της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.


Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως διατυπώθηκε, επανειλημμένως, από τον Τούρκο Υπουργό Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, συνιστά και θα αποτελεί, εφεξής, τον ορίζοντα αλλά και τη... δαμόκλειο σπάθη των τουρκικών προσεγγίσεων, οι οποίες δεν επηρεάζονται -αντιθέτως, ανατροφοδοτούνται-, από ευκαιριακούς ή περιστασιακούς τακτικισμούς και ελιγμούς.


Άλλωστε, η τουρκική στρατηγική, πάγια και αναλλοίωτη στους στόχους και στις αρχές της, χαρακτηρίζεται από αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα και ευελιξία, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν ή το επιτρέπουν.


Και η γενική εικόνα που εξέπεμψαν οι δύο ηγέτες στην πρόσφατη συνάντησή τους ήταν η εκ διαμέτρου αντίθετη διαχείριση του Χρόνου: από τη μια, μια πρόχειρη, σπασμωδική και αγχώδης αγκίστρωση στην περίσταση και, από την άλλη, μια εδραία, ρεαλιστικά σφυρήλατη, στρατηγική ισχύος, συντονισμένη με το μέτρο της Ιστορίας και του λόγου της, προβάλλουσα ως ο εχέφρων υπο-λογισμός του Καιρού.


Η Άγκυρα προσπάθησε, ταυτόχρονα, να εργαλειοποιήσει τον «συνεχιζόμενο διάλογο» με την Ελλάδα, στην προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεών της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, οι οποίες, βεβαίως, και περιπλοκότερες είναι και πιο σύνθετες.


Πέρα, λοιπόν, από την αίσθηση της... καθησυχαστικής αδράνειας, το μοναδικό, χρήζον διευκρινίσεων και ανάλυσης, επιγενόμενο της συνάντησης, είναι η αναφορά, των δύο ηγετών, σε οδικό χάρτη: Τι σημαίνει αυτό; Η κωδικοποίηση των βημάτων μιας εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης, κάτι που, προφανώς, ευνοεί η Άγκυρα, καθώς θα νομιμοποιούσε τις τουρκικές διεκδικήσεις, ή ένας προληπτικός συντονισμός, μεταξύ των δύο πλευρών, για αποφυγή προκλήσεων και εντάσεων; Ένα ερώτημα, που μόνον οι εξελίξεις μπορούν να απαντήσουν. Ωστόσο, το τελευταίο αντιφάσκει στις διακηρυγμένες, και υλοποιούμενες στην πράξη, σκοποθεσίες της τουρκικής στρατηγικής, η οποία εκδιπλώνεται σταθερά, με ηγεμονικές αξιώσεις, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην κυπριακή ΑΟΖ.


Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να επισημανθεί πως, χωρίς να αφίστανται θεμελιωδών θέσεων ή να υπερφαλαγγίζουν κόκκινες γραμμές, Ρ. Τ. Ερντογάν και Αλέξης Τσίπρας... πώλησαν χρόνο ο ένας στον άλλον, προκειμένου να διευκολύνουν τη διαχείριση δυσμενέστερων, αυτήν τη χρονική στιγμή, ζητημάτων. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται, πλέον, με μεγαλύτερη αλληλοκατανόηση, ούτε ότι κάμπτεται η τουρκική επιθετικότητα.
Πιόνια στη σύγκρουση σφαιρών επιρροής της Αν. Μεσογείου
Την άποψη ότι τα τεκταινόμενα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και στο Κυπριακό θα πρέπει να αντικριστούν μέσα στο ευρύτερο γεωπολιτικό γίγνεσθαι στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με φόντο την επιχειρούμενη ανακατανομή σφαιρών επιρροής, διατυπώνει ο διεθνολόγος, Ζήνωνας Τζιάρρας, καθώς, όπως επισημαίνει, εδώ και λίγο καιρό, το υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου βρίσκεται σε νέα φάση, λόγω και των εξελίξεων που λαμβάνουν χώραν στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.


«Με άλλα λόγια», σημειώνει, «αποτελεί έναν ακόμα χώρο όπου ανταγωνίζονται και συγκρούονται διεθνείς σφαίρες επιρροής. Η πρόθεση των Αμερικανών για απόσυρση από τη Συρία έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η Ουάσιγκτον επιδίδεται σε μια προσπάθεια περιορισμού της ρωσικής επιρροής από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η συμφωνία για το Μακεδονικό, οι απόπειρες επανέναρξης των συνομιλιών στο Κυπριακό, καθώς και οι προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, στο ίδιο πλαίσιο».


Ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι εξελίξεις στη Συρία, όπου «το κόστος παραμονής για τις ΗΠΑ στη συγκεκριμένη χώρα είναι μεγάλο, ιδιαίτερα εφόσον οι στρατηγικοί τους στόχοι αναφορικά με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ δεν έχουν ακόμα υλοποιηθεί». Ως εκ τούτου, «σε μια συγκυρία όπου η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να νοικοκυρέψει την οικονομία της χώρας, να ανασυντάξει τις δυνάμεις της και να επαναπροσδιορίσει τους τομείς δράσης στην εξωτερική πολιτική, η συνέχιση της προβολής ισχύος σε κάποιες γεωπολιτικά σημαντικές περιοχές παραμένει αναγκαία, αλλά μπορεί να επιτευχθεί μόνο διαμέσου αντιπροσώπων και της έμμεσης επέκτασης της αμερικανικής (ή και ΝΑΤΟϊκής) σφαίρας επιρροής».


Δεν είναι τυχαίο, προσθέτει, «που εδώ και αρκετό καιρό ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, επιδιώκει μια στενότερη σχέση με το Ισραήλ και με τον ίδιο τον Βενιαμίν Νετανιάχου, που η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ έρχονται πιο κοντά, που το ΝΑΤΟ προσπαθεί να επεκταθεί στα Βαλκάνια μέσω και της Συμφωνίας των Πρεσπών, που η Ουάσιγκτον δείχνει ενδιαφέρον για τις τριμερείς συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο, που η Κυπριακή Δημοκρατία αποπειράται μια πιο φιλο-δυτική στροφή, και που η Τουρκία βρίσκεται με διάφορους τρόπους μπροστά στο δέλεαρ της επιστροφής στη Δύση».


Η αντίδραση, εξάλλου, της Μόσχας, για την αυξημένη αμερικανική επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο (περιλαμβανομένης και της Κύπρου), εξηγεί, ήταν ξεκάθαρη και καθόλου τυχαία. «Το μεσοπρόθεσμο γεωπολιτικό πλήγμα για τη Ρωσία είναι εμφανές, ενώ μακροπρόθεσμα καθίσταται ακόμα πιο προβληματικό. Μπορεί η Ρωσία να κατάφερε να ενισχύσει τον ρόλο της στη Συρία και να αποτρέψει τη δημιουργία μιας ‘δυτικής’ κατάστασης πραγμάτων, ωστόσο η δραστηριότητά της στη Μέση Ανατολή εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεννόηση που κατάφερε να αναπτύξει με κράτη όπως η Τουρκία και το Ιράν (και εν μέρει το Ισραήλ). Η αποχώρηση των Αμερικανών από τη Συρία, εάν και εφόσον αυτή συμβεί, θα αφαιρέσει έναν σημαντικό συγκολλητικό παράγοντα αυτών των σχέσεων (τα συμφέροντα των Αμερικανών), φανερώνοντας τις αποκλίσεις συμφερόντων στις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας και Ρωσίας-Ιράν (ίσως και Συρίας), και δημιουργώντας εντάσεις.
Ο στρατηγικός ρόλος της Τουρκίας


Από αυτήν την άποψη, υποδεικνύει, «ο στρατηγικής σημασίας ρόλος της Τουρκίας για την Μόσχα μπορεί -μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα- εύκολα να χαθεί, και μαζί του η δυνατότητα της τελευταίας να διαχειριστεί πιο εύκολα τις γεωπολιτικές δυναμικές τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ο ρόλος της στην Κύπρο και στην Ελλάδα φαίνεται τουλάχιστον να δοκιμάζεται».


Με αυτά τα δεδομένα, «η Τουρκία έχει αντιληφθεί το γεωπολιτικό παιγνίδι και έχει καταφέρει, επιτυχώς, μέχρι στιγμής, να προσαρμόζεται και να κεφαλαιοποιεί τη θέση του ‘τρίτου πόλου’ μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, προσπαθώντας να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα. Πάντως, φαίνεται ότι οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε πορεία βελτίωσης. Παράλληλα, η συνάντηση Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Αλέξη Τσίπρα είχε, μεταξύ άλλων, τον σκοπό τής περαιτέρω ώθησης όχι τόσο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο των τουρκο-ευρωπαϊκών/αμερικανικών, ενώ η Άγκυρα ψάχνει ταυτόχρονα την ενίσχυση της διπλωματικής και γεωπολιτικής της θέσης έναντι της Ελλάδας».
Οι ελληνικές βλέψεις


Από την πλευρά της, «η Ελλάδα βλέπει την εξέλιξη του διεθνοπολιτικού πλαισίου θετικά, δεδομένου ότι προσπαθεί να βρει λύσεις για το οικονομικό αδιέξοδο στο εσωτερικό και τον απομονωτισμό στην εξωτερική πολιτική. Η άμεσή της γειτονιά είναι το πρώτο πεδίο που προσφέρεται για δράση. Αρχικά τα Βαλκάνια (Μακεδονικό), έπειτα η Τουρκία (Ελληνοτουρκικά) και το Κυπριακό, οι τριμερείς συνεργασίες, και προσφάτως, π.χ., η αναβάθμιση των διπλωματικών της σχέσεων με την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο Ιράκ (σε επίπεδο Γενικού Προξενείου)».


Παράλληλα, σημειώνει περαιτέρω, «η Κύπρος προσπαθεί να διαχειριστεί μεγέθη μεγαλύτερα του δικού της εκτοπίσματος και να κεφαλαιοποιήσει καταστάσεις που είναι συχνά πέραν των δυνατοτήτων της. Η ακροβασία μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, η ενδεχομένως υπερβολική αυτοπεποίθηση για τη δυναμική που μπορούν να προσδώσουν τα ενεργειακά κοιτάσματα (εάν ανευρεθούν), και η αντίληψη περί ανάληψης ενός ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο δυσανάλογου του μεγέθους της μπορεί να αποφέρουν κάποια οφέλη, μπορεί όμως να ενέχουν και κινδύνους. Οι ΗΠΑ, όπως και η Τουρκία, ενεργούν στη βάση της δυνατότητάς τους να προσαρμόζονται ανεξαρτήτως εξελίξεων και να αξιοποιούν διάφορα και διαφορετικά στρατηγικά αποτελέσματα.
Οι υδρογονάνθρακες


Έτσι, υπογραμμίζει, «η ανακάλυψη μεγάλης ποσότητας υδρογονανθράκων θα έδινε περισσότερο κίνητρο στις ΗΠΑ να πιέσουν για μια επίλυση στο Κυπριακό (και στην Τουρκία να ασκήσει πιέσεις για τη συμμετοχή της στις ενεργειακές εξελίξεις), ενώ η μη-ανακάλυψη επαρκών ποσοτήτων θα πλήξει γενικά το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα μειώσει, ενδεχομένως, τα κίνητρα για επίλυση του Κυπριακού και θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να μεταφέρουν περισσότερο την προσοχή τους στην Τουρκία και σε αυτά που έχει να τους προσφέρει στην Ανατολική Μεσόγειο».


Τα εθνικά θέματα στη λαβίδα του «εθνομηδενισμού»


Ελλάδα και Κύπρος, μαζί, συνιστούν μια σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή και ενδεχόμενη απώλεια αυτής της ισχύος θα οδηγήσει, αναπόφευκτα, στη μετατροπή και των δύο σε εξαρτημένα και ανυπόληπτα κρατίδια
Την άποψη ότι η συμφωνία των Πρεσπών σηματοδοτεί τη σπουδή της Αθήνας για μιαν άρον-άρον επίλυση όλων των ανοικτών εθνικών θεμάτων (Ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, Αλβανικό) εκφράζει ο συγγραφέας/αναλυτής Γιώργος Καραμπελιάς, επισημαίνοντας πως η πολιτική της ελληνικής Κυβέρνησης χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα εθνομηδενισμού και κυνισμού, καθώς, όπως σημειώνει, είναι, αφενός, βαθιά ριζωμένη σε μια εθνομηδενιστική ιδεολογία και, αφετέρου, σ’ ένα σύνθετο πλέγμα εξαρτήσεων από το διεθνές σύστημα εξουσίας, όπως διεφάνη και στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, η οποία οδήγησε στην καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.


Σ’ αυτό το πλαίσιο, εξηγεί, «η επίλυση του Κυπριακού καθυστέρησε, λόγω του ρόλου του ισραηλινού παράγοντα, ο οποίος δεν θέλει τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκικό προτεκτοράτο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και λόγω της στάσης άλλων ισχυρών δυνάμεων που ενδιαφέρονται για την Κύπρο και την κυπριακή ΑΟΖ και οι οποίες δεν είναι διατεθειμένες να τις παραχωρήσουν στην Τουρκία, κάτι που είναι η βασική τουρκική επιδίωξη. Έως τώρα, η στάση του Αλέξη Τσίπρα σχετιζόταν με την εμπλοκή του Ισραήλ, ωστόσο, η παραίτηση του Νίκου Κοτζιά από τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών φαίνεται να ανοίγει τη διαδικασία στο Κυπριακό, γι’ αυτό στηρίζεται και από ξένα κέντρα αποφάσεων».


Για να προσθέσει: «Ελπίζω να μην προλάβει ο Τσίπρας να κάνει αυτό που επιδιώκει με την Κύπρο, λύση, δηλαδή, βάσει ενός νέου σχεδίου Ανάν. Γιατί, δυστυχώς, η εκτίμησή μου είναι ότι η Ελλάδα θέλει, πλέον, να ξεφορτωθεί πλήρως τη Μεγαλόνησο, παραθεωρώντας ότι αποτελεί το σημαντικότερο έρεισμα που διαθέτει για να έχει παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Γιατί, Ελλάδα και Κύπρος, μαζί, συνιστούν μια σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή και ενδεχόμενη απώλεια αυτής της ισχύος θα οδηγήσει, αναπόφευκτα, στη μετατροπή και των δύο σε εξαρτημένα και ανυπόληπτα κρατίδια.


»Δυστυχώς, επαναλαμβάνω, έχει επικρατήσει εδώ στην Ελλάδα, συνεπικουρούμενη και από διάφορες δυνάμεις στην Κύπρο, μια ιδεολογία αποξένωσης με τον Κυπριακό Ελληνισμό, σύμφωνα με την οποία η Κύπρος είναι ένα βάρος για την Ελλάδα, το οποίο πρέπει να το ξεφορτωθεί».
Το ιδεολόγημα της «ελληνοτουρκικής φιλίας»


Όσον αφορά το τι πρέπει να αναμένεται από την Τουρκία, υπογραμμίζει ότι η συμπεριφορά της Άγκυρας γίνεται ολοένα και πιο επιθετική, κάτι που καταρρίπτει το αίολο ιδεολόγημα της «ελληνοτουρκικής φιλίας», το οποίο «υπήρξε το ιδεολόγημα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου (μετα-παπανδρεϊκή περίοδος), προωθούμενο και υποστηριζόμενο τόσο από ελληνικές κυβερνήσεις, όσο και από τα κυρίαρχα ΜΜΕ της χώρας. «Αυτό το ιδεολόγημα, ότι πρέπει να γίνουμε φίλοι με τους Τούρκους, ανεξαρτήτως εθνικού κόστους, που αποδυνάμωσε τον Ελληνισμό και τις αντιστάσεις του, δεν έχει καμία ρεαλιστική βάση, στο μέτρο που η Τουρκία δεν είναι μια δημοκρατική χώρα, ούτε μπορεί να καταστεί τέτοια. Η Τουρκία είναι ένα αυταρχικό κράτος, με μη δημοκρατικές δομές, και αυτό το γεγονός καθιστά την αυθεντική φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες αδύνατη. Και δεδομένης της υπέρ αυτής συντελούμενης αλλαγής στους συσχετισμούς ισχύος, αντικρίζει τις σχέσεις της με την Ελλάδα και την Κύπρο με όρους επικυριαρχίας. Θεωρεί, δηλαδή, ότι η Λωζάννη δεν εκφράζει το σημερινό ισοζύγιο δύναμης και, άρα, η Ελλάδα πρέπει να περιοριστεί στο μισό Αιγαίο και η Κύπρος να εισέλθει στον τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο».


Για να τα βρούμε με τους Τούρκους, εξηγεί, «πρέπει, πρωτίστως, να μπορούμε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αλλαγή στάσης σε σειρά θεμάτων που έχουν να κάνουν με την ισχύ της χώρας, όπως οι εξοπλισμοί, η στρατιωτική θητεία, το δημογραφικό κ.λπ. Όλα αυτά αποτελούν καθοριστικούς συντελεστές ισχύος και μόνο με αυτό τον τρόπο οι Τούρκοι αλλά και οιοσδήποτε άλλος θα μας αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα».


Παρά ταύτα, μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον, καταλήγει, παρατηρούνται, στην ίδια την ελληνική κοινωνία, κάποια ενθαρρυντικά σημάδια αλλαγής, «προς την κατεύθυνση ενός δημοκρατικού πατριωτισμού, που επιδιώκει να επανακαθορίσει την πολιτική με βάση την εθνική κατεύθυνση». Οι τελευταίες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, τονίζει, με αφορμή το ζήτημα της Μακεδονίας, ανέδειξαν διεργασίες επανεθνικοποίησης της πολιτικής ζωής, ενάντια στη μεθοδική υποτίμηση των εθνικών θεμάτων εκ μέρους της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με το αίτημα για διεξαγωγή λαϊκών δημοψηφισμάτων να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, ενώ και στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ακόμα και τα ίδια τα συστημικά ΜΜΕ αναγκάστηκαν να πολιτευθούν υπό το φως των τουρκικών προκλήσεων και διεκδικήσεων.