Έρχονται ανακατατάξεις στον κομματικό χάρτη
Ευρωεκλογές με σαρωτική… αποχή προβλέπουν οι αναλυτές
Κυριακή 10 Φεβ 2019
Θα σπάσει τα κοντέρ
«Η αποχή αποτελεί ενδογενές φαινόμενο στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξαιτίας κυρίως της απόστασης που χωρίζει τον Ευρωπαίο πολίτη από τις διαδικασίες και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ», εξηγεί ο πολιτικός αναλυτής δρ Μιχάλης Κοντός, που προσθέτει ότι κατά συνέπειαν «αναμένεται ότι και σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση θα υπάρξουν υψηλά ποσοστά αποχής».
Αν και παρακινδυνευμένο να υπολογιστεί από τώρα ποιο θα είναι ακριβώς το ύψος της αποχής, «εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι θα πλησιάσει και θα ξεπεράσει το 50%», αναφέρει στη «Σημερινή» ο κ. Χρίστος Μιχαηλίδης, διευθυντής της εταιρείας Cypronetwork. Με γνώμονα και τα ευρήματα της δημοσκόπησης που διενήργησε για λογαριασμό της «Σ» η IMR Πανεπιστημίου Λευκωσίας σχολιάζει περαιτέρω ότι, λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνο ένας στους δύο δηλώνει ότι παρακολουθεί τις εξελίξεις, «αποτελεί από μόνο του δείκτη που αποδεικνύει εμμέσως και το λιγοστό ή περιορισμένο ενδιαφέρον του εκλογικού Σώματος».
Συνεπώς, συμπληρώνει, «αν κρίνουμε με βάση την προηγούμενη αποχή, που ήταν περίπου 55%, τον βαθμό ενδιαφέροντος, που κυμαίνεται μεταξύ 50-55% και ότι εκ των ερωτηθέντων αυτοί που δηλώνουν πως σίγουρα θα ψηφίσουν δεν ξεπερνούν το 58%, το σίγουρο είναι ότι θα έχουμε υψηλά ποσοστά αποχής». Σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης της «Σ», ο πολιτικός αναλυτής, δρ Αντώνης Στυλιανού, επισημαίνει ότι «καταδεικνύουν την ανησυχία των πολιτών αλλά και τη μη εκδήλωση του ενδιαφέροντός τους για ζητήματα που αφορούν στην ΕΕ».
Συνεχίζοντας, αποδίδει την αποτυπωθείσα αδιαφορία της κοινής γνώμης σε μιαν «αποτυχία του ευρύτερου πολιτικού συστήματος». Ειδικότερα, αναφέρει ότι ζητήματα όπως «η οριζόντια ψηφοφορία και η ενδεχόμενη αναπομπή του νόμου για την αυτόματη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους δείχνουν ότι θα υπάρχει ένα συγκεκριμένο ποσοστό αποχής, ενδεχομένως μεγαλύτερο, ειδικά αν ακολουθήσουμε τις τάσεις οι οποίες παρατηρούνται σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, που έχουν αντίστοιχα ζητήματα να επιλύσουν».
Στο 60% εκτιμά ότι θα κυμανθεί το ποσοστό αποχής, ο εκλογικός αναλυτής Νάσιος Ορεινός (Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου), που προβαίνοντας στη σύγκριση των αποτελεσμάτων των προηγούμενων αναμετρήσεων παρατηρεί ότι «υπήρχε κάθε φορά μια μεγάλη αύξηση - 13% αύξηση το 2009 σε σύγκριση με το 2004 και ακόμα 15 μονάδες το 2014 σε σύγκριση με το 2009».
Επιβεβαιώνει μάλιστα ότι «τα υψηλά ποσοστά αποχής ευνοούν κατά κανόναν τα μεγάλα κόμματα, γιατί συνήθως έχουν μικρότερη αποχή μέσα στο κόμμα τους». Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις του Χάρη Σοφοκλέους, διευθυντή της Strategico Consulting Group, ο οποίος δηλώνει ότι «θα είναι ευχάριστη έκπληξη αν κυμανθεί σε χαμηλότερα ποσοστά από τις προηγούμενες ευρωεκλογές» και συμφωνεί ότι η υψηλή αποχή ευνοεί κάποια κόμματα και είναι δυσμενής για άλλα. Ως παράγοντα που διαμορφώνει τον βαθμό ενδιαφέροντος των ψηφοφόρων και κατά συνέπειαν αυξάνει το ποσοστό της αποχής, ο κ. Σοφοκλέους σημειώνει «το πόσο σημαντικές θεωρούνται οι ευρωεκλογές», ενώ προσθέτει ότι «καθοριστικό ρόλο παίζει και ο αριθμός των εδρών και η πιθανότητα διεκδίκησής τους από κόμματα και σχηματισμούς».
Ασκήσεις επί (κομματικού) χάρτου
«Όλα είναι ρευστά και τίποτα δεν αποκλείεται», σχολιάζει ο κ. Μιχαηλίδης και, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο θα κατανεμηθούν τελικά οι έδρες, με δεδομένους και τους «πολλούς νέους σχηματισμούς», προσθέτει ότι «αυτές οι εκλογές ενδεχομένως να μας δώσουν μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις». Για ανασύνταξη του κομματικού χάρτη κάνει λόγο ο Δρ Στυλιανού, ο οποίος θεωρεί ότι «το πιο πιθανό σενάριο είναι η άνοδος του ΕΛΑΜ ως ενός κόμματος που διεκδικεί επί ίσοις όροις την έκτη έδρα».
Και αφ’ης στιγμής ο ενδιάμεσος χώρος δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια διάσπαση την οποία θα πρέπει να δούμε μετά τις ευρωεκλογές κατά πόσο θα επηρεάσει τα ποσοστά αλλά και την εκλογική δύναμη των κομμάτων του ούτω καλούμενου ενδιάμεσου χώρου. Ως κόμμα που διεκδικεί με αξιώσεις την έκτη έδρα, χαρακτηρίζει το ΕΛΑΜ και ο κ. Σοφοκλέους.
«Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο κατά πόσον η έδρα αυτή θα μείνει στα χέρια του δημοκρατικού τόξου και κατ’ επέκτασιν στην ομάδα των Σοσιαλιστών ή θα κινηθεί στο τόξο του ευρωσκεπτικισμού και της ακροδεξιάς», αναφέρει σχετικά και σημειώνει, παράλληλα, ότι «είναι ιδιαίτερα απίθανη η αλλαγή σκυτάλης ως προς την πρώτη θέση».
Σε σχέση με το ΑΚΕΛ, το διακύβευμα κατά τον ίδιο «δεν είναι η διατήρηση της δεύτερης θέσης, που θεωρείται κατά κάποιο τρόπο δεδομένη, αλλά η συρρίκνωση ή τουλάχιστον η διατήρηση της απόστασης από τον πρώτο και η επιμήκυνση ή έστω η διατήρηση της απόστασης από τον τρίτο». Αρκετά σημαντική χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη αναμέτρηση και για τα κόμματα του ενδιάμεσου, ενώ αναμενόμενη -με ή χωρίς απώλειες- τη διατήρηση της μίας έδρας από το ΔΗΚΟ.
Ωστόσο, σημειώνει ότι δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς τον παράγοντα ΔΗΠΑ. «Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον μια τέτοια αναμέτρηση προσφέρεται σαν εκλογικό ντεμπούτο και τι ακριβώς αναμένουν να κερδίσουν ή να αποτυπώσουν σε αυτές τις εκλογές», αναφέρει και προσθέτει ότι η παρουσία της ΔΗΠΑ «ίσως να δυσχεραίνει σε κάποιο βαθμό τη συγκομιδή του ΔΗΚΟ - κατά πόσον θα προκαλέσει εκλογική ζημιά εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το πώς θα δομηθεί το ψηφοδέλτιο».
Τρίτη έδρα στον ΔΗΣΥ;
Στα σημεία ενδιαφέροντος που καταγράφουν οι εκλογικές αναλυτές στη «Σ», πέρα από τις επιδόσεις της νεοσύστατης ΔΗΠΑ του Μάριου Καρογιάν, τόσο ως καινούργιου κόμματος όσο και σε σχέση με ενδεχόμενο πλήγμα στο ποσοστό του ΔΗΚΟ, περιλαμβάνονται και τα ποσοστά που θα εξασφαλίσει η ΕΔΕΚ, αλλά και η συνεργασία Οικολόγων - Συμμαχίας Πολιτών.
«Έχει σημασία πού θα κινηθεί το ΕΛΑΜ, αν η ΕΔΕΚ θα κρατήσει τα ποσοστά της, τι θα πετύχει η ΔΗΠΑ ως νέο κόμμα, αλλά και σε σχέση με τον βαθμό στον οποίο δύναται να επηρεάσει το ΔΗΚΟ και φυσικά υπάρχουν και κάποια μικρότερου ενδιαφέροντος ζητήματα, όπως αν θα καταφέρει επανεκλογή η κ. Θεοχάρους που κατέρχεται με το ΔΗΚΟ και πώς θα κινηθεί η Συμμαχία με τους Οικολόγους, υπό την έννοια να δούμε πόσο ψηλά ή χαμηλά μπορεί να πάει αυτή η νέα συνεργασία», λέει ο κ. Ορεινός. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της αναμέτρησης πάντως εστιάζεται «στην έκτη έδρα και ποιος θα καταφέρει να την εξασφαλίσει».
Η κατανομή των υπόλοιπων εδρών, συνεχίζει ο κ. Ορεινός, «είναι λίγο πολύ αναμενόμενη, εκτός βέβαια και αν έχουμε το απρόοπτο σενάριο όπου ο ΔΗΣΥ θα εξασφαλίσει και τρίτη έδρα ή ένα ακόμα πιο απομακρυσμένο σενάριο, που είναι να χάσει το ΑΚΕΛ τη δεύτερη έδρα του (αυτό βέβαια για να γίνει πρέπει να κινηθεί πολύ χαμηλά το ΑΚΕΛ)».
Κάνοντας λόγο για «απομακρυσμένο αλλά υπαρκτό σενάριο», ο κ. Ορεινός εξηγεί ότι αν ο ΔΗΣΥ, που στις αναμετρήσεις της τελευταίας δεκαετίας σημειώνει πολύ υψηλή συσπείρωση, κινηθεί σε υψηλά ποσοστά «και αναλόγως πού θα κινηθούν τα κόμματα που διεκδικούν την έκτη έδρα, τότε ενδεχομένως να πάρει ακόμα και τρίτη έδρα». Αν και δύσκολο, «δεν είναι ακατόρθωτο για τον Συναγερμό να εξασφαλίσει τρίτη έδρα», εκτιμά ο κ. Σοφοκλέους.
Το ευρωπαϊκό διακύβευμα
«Οι συγκεκριμένες ευρωεκλογές θεωρούνται ίσως από τις σημαντικότερες, πρωτίστως επειδή πρόκειται για τη δεύτερη αναμέτρηση στη βάση της Συνθήκης της Λισσαβώνας», υποδεικνύει ο Δρ Στυλιανού. Από το 2014 και εντεύθεν, συμπληρώνει, «οι Ευρωπαίοι πολίτες αναδεικνύουν πρωτίστως την άνοδο λαϊκιστικών κινημάτων είτε της ακροδεξιάς είτε της ακροαριστεράς και αυτό είναι ένα δεδομένο, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη και σε εθνικό επίπεδο».
Στην εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας αναφέρεται και ο δρ Κοντός, εξηγώντας ότι «με τις αλλαγές που επέφερε στη δομή και στο μοντέλο λήψης αποφάσεων της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, συνεπώς, οι ευρωεκλογές έχουν αποκτήσει ενισχυμένη σημασία». Και εξηγεί: «Κατ’ αρχάς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί σχεδόν ίσο συν-νομοθέτη με το Συμβούλιο της ΕΕ, γεγονός που εξυπακούει έναν πολύ ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει τον Πρόεδρο και το σύνολο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ συναποφασίζει για τον ετήσιο προϋπολογισμό της ΕΕ». Συνεπώς, καταλήγει «το τι είδους διακυβέρνηση θα έχει η ΕΕ κατά την επερχόμενη πενταετία καθορίζεται εν πολλοίς από τις ευρωεκλογές - συνυπολογίζοντας την αναμενόμενη αύξηση της εκπροσώπησης ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, αλλά και τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η ΕΕ κατά το επερχόμενο διάστημα (περιλαμβανομένης της διαχείρισης του BREXIT), τότε εύκολα γίνεται αντιληπτή η σημασία αυτής της αναμέτρησης». Το μεγαλύτερο διακύβευμα αυτών των εκλογών «είναι ακριβώς ποια θα είναι η επόμενη μέρα για την ΕΕ», αναφέρει ο Δρ Στυλιανού.
«Κουλτούρα πριμοδότησης»
Προσφιλή μέθοδο χαρακτηρίζει ο Χ. Σοφοκλέους την πριμοδότηση στις εκλογικές αναμετρήσεις και δηλώνει στη «Σ» ότι «άρχισαν να τροφοδοτούνται φήμες ότι θα χρησιμοποιηθεί προς τέρψιν κάποιων σκοπιμοτήτων και στις ευρωεκλογές». Διευκρινίζει, πάντως, ότι στο παρόν στάδιο πρόκειται απλώς για εικασίες, «αλλά αν ισχύσει κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι πλέον μπαίνει για τα καλά στην εκλογική μας κουλτούρα το φαινόμενο της στρεβλωτικής ψήφου». Κατά πόσον, τυχόν πριμοδότηση, μπορεί να επιβεβαιωθεί δημοσκοπικά, αναφέρει ότι σε επίπεδο ευρωεκλογών «δεν είναι εύκολο, εκτός αν υπάρχει κάτι τρανταχτό στην αποτύπωση κάποιου στρεβλού ή πλασματικού αποτελέσματος».
Ευρωπαϊκές εκλογές με ατζέντα... εσωτερικής κατανάλωσης
«Ναι μεν οι ευρωεκλογές διεξάγονται για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνεπώς δεν αφορούν σε εθνική αλλά σε πανευρωπαϊκή εκπροσώπηση, όμως στην πράξη διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο, με εθνικούς κατά κύριο λόγο υποψηφίους και με τη συμμετοχή των κομμάτων που λειτουργούν στο κάθε κράτος μέλος», σχολιάζει ο δρ Κοντός.
«Εν τούτοις», επισημαίνει, «υπάρχει συνήθως, σε σημαντικό βαθμό, συμπερίληψη θεμάτων πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος στις τοπικές ατζέντες» και εξηγεί ότι «με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί μία μίνιμουμ ευρωπαϊκή πολιτική συνείδηση, τουλάχιστον σε συγκεκριμένα τμήματα των πληθυσμών των κρατών μελών, που διευκολύνει την ανάδειξη προεκλογικά θεμάτων που σχετίζονται με την ιδιότητα και τα δικαιώματα του Ευρωπαίου πολίτη, την κατανομή των πόρων της ΕΕ, τις επιμέρους πολιτικές της και άλλα».
Παρά ταύτα, εξηγεί, το θέμα της μετανάστευσης από τη Μέση Ανατολή και, κυρίως, την Αφρική «τροφοδοτεί τις τάσεις ευρωσκεπτικισμού, ενώ εκτρέφει και τάσεις ευρω-αναχωρητισμού, όπως είδαμε στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου». Σε συνδυασμό με την «πρακτική αδυναμία της ΕΕ να περιορίσει δραστικά το φαινόμενο, αλλά και με τις πολιτικές ανοικτών θυρών που εφαρμόστηκαν αρχικά από κράτη όπως η Γερμανία», όπως επίσης «και το κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ευρώπη κατά την περίοδο 2014-2017, το οποίο ενίσχυσε και το φαινόμενο της ισλαμοφοβίας», ευνοούνται, κατά τον ίδιο, οι λαϊκιστικές δυνάμεις της δεξιάς πτέρυγας.
«Σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ τα κόμματα αυτά έχουν αυξήσει τη δύναμή τους ή συμμετέχουν σε κυβερνήσεις κατά τα τελευταία χρόνια. Ήδη από τις ευρωεκλογές του 2014 είχε παρατηρηθεί αύξηση του ευρωσκεπτικισμού και του λαϊκισμού, αλλά και της αντίστοιχης εκπροσώπησης αυτών των τάσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία αναμένεται να παρατηρηθεί και στις επερχόμενες εκλογές», καταλήγει.
Τη δική του εκτίμηση για τα θέματα που θα φιγουράρουν κατά τη διάρκεια του προεκλογικού παραθέτει και ο κ. Σοφοκλέους, θεωρώντας «σχεδόν δεδομένο ότι θα χρησιμοποιηθεί στην επιχειρηματολογία πολλών κομμάτων η ενδεχόμενη αύξηση των ποσοστών του ΕΛΑΜ προς προσέλκυση των δικών τους ψηφοφόρων, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αποφυγής ενός τέτοιου ενδεχομένου».
Για ανάλογη... εσωστρέφεια της ατζέντας με αυτήν που παρατηρήθηκε και στην προεκλογική εκστρατεία των ευρωεκλογών του 2014 κάνει λόγο και ο Δρ Στυλιανού. «Ζητήματα όπως η κοινωνική συνοχή, η άνοδος των ακραίων κομμάτων, ο ευρωσκεπτικισμός, η αντιμετώπιση της ασύμμετρης απειλής της τρομοκρατίας και το μεταναστευτικό, που αποτελεί ένα από τα πλέον ακανθώδη για την Ένωση, δεν βρίσκονται στην ατζέντα του προεκλογικού μέχρι στιγμής», λέει και υποδεικνύει ότι «θα πρέπει επιτέλους να νιώσουμε ότι είμαστε Ευρωπαίοι πολίτες, ότι ανήκουμε σ’ αυτήν την ευρωπαϊκή οικογένεια των τόσων εκατομμυρίων πολιτών και να αντιληφθούμε ότι τα ζητήματα που αφορούν το σύνολο της ΕΕ αφορούν και την καθημερινότητα των πολιτών της ΚΔ».
Προσθέτει ότι «θα πρέπει να ξεφύγουμε από εξάρσεις λαϊκισμού και να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να δηλώσουμε τη δική μας πρόταση για το ίδιο το μέλλον της ΕΕ», εφόσον πρόκειται για αμιγώς ευρωπαϊκές εκλογές «και όχι για δημοτικές, βουλευτικές ή προεδρικές».
«Αναπόφευκτα στην ατζέντα θα εμπεριέχονται και θέματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά γνωρίζοντας την ‘εκλογική αγορά’ και τον τρόπο που παράγεται και καταναλώνεται η προεκλογική επικοινωνία, πιστεύω ότι θα δοθεί προτεραιότητα σε εσωτερικής κατανάλωσης ζητήματα και αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα εκλογικό στερεότυπο στο πλαίσιο του κομματικού μας συστήματος», συμπληρώνει ο κ. Σοφοκλέους.
Τέλος, ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρει ότι «λογικά τα κόμματα θα προσπαθήσουν να συνδέσουν τις εκστρατείες τους με τα κυρίαρχα θέματα που απασχολούν τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κόμματα που αντιπροσωπεύουν». «Αναμένει κανείς να κυριαρχήσουν θέματα όπως ‘περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη’, ‘ανάπτυξη ή η συντηρητική πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια’» αναφέρει, αλλά σημειώνει ότι οι θεματικές επί των οποίων θα διεξαχθεί ο προεκλογικός θα εξαρτηθούν από τους σχεδιασμούς των επικοινωνιολόγων.